Ξάφνου το διαδίκτυο γέμισε αναρτήσεις με το ίδιο περιεχόμενο. Σε ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου αναφέρονταν όλες, που μιλούσε για την γυναίκα της υπαίθρου. Βλέπετε θυμηθήκαμε ότι η 15η Οκτωβρίου έχει καθιερωθεί από τον Ο.Η.Ε. ως ημέρα της Αγρότισσας. Με αυτό του το έργο ο ποιητής μιλάει γι’ αυτήν και την εξυμνεί.
Κι εμένα, που βρίσκομαι στην 3η ηλικία πλέον, με γύρισε σε χρόνια παλιά. Τότε που η κοινωνία μας όλη περιστρεφόταν γύρω από την ύπαιθρο και την ζωή της. Μια ζωή πιο αθώα , πιο κοντά στην φύση. Με περισσότερη αρμονία, μα τόσο, τόσο πολύ δύσκολη. Μου έφερε εικόνες και θύμησες παλιές από μανάδες, θειάδες, γειτόνισσες. Στην κουζίνα από τα χαράματα να ετοιμάζουν προσφάγια και γεύματα. Στο σπίτι να καθαρίζουν, να περιποιούνται παιδιά και ηλικιωμένους, να πετάγονται και μέχρι τα ζωντανά που ήθελαν κι αυτά φροντίδα. Στο χωράφι να βοηθούν παντού, στο λιομάζεμα, στον τρύγο, στα θερίσματα, στα ποτίσματα. Στο ποτάμι να πλένουν τα ρούχα της οικογένειας. Στον φούρνο να ζυμώσουν το ψωμί. Να τσακίζουν ελιές, να κάνουν τον χόντρο, τις χυλοπίττες και όλα τα καλούδια που έπρεπε να έχει ένα σπίτι ολοχρονίς. Για τους δικούς μα και για τους μουσαφιραίους. Πως τους έφτανε το 24ωρο, απορώ. Και μέσα σε όλα τις λιγοστές ώρες της ξεκούρασης, να υφαίνουν, να πλέκουν και να πλουμίζουν φορεσιές και προίκες.
«Σαν ένιωσε πως ήρθε η ώρα της, κάλεσε τους δυο γιους της κι έκανε τη διαθήκη της. Μοίρασε δίκαια τα λιόδεντρα, τ’ αμπέλι, το μποστάνι, τη γελάδα, το γαϊδούρι. Κι ύστερα κάλεσε τις έγκυες νύφες της, να φτιάξουν τις λαμπάδες της ταφής της.
Απ’ τ’ αχυρένιο στρώμα της, το μάτι της νοικοκυράς επέβλεπε, διόρθωνε, αυτό ή εκείνο, παρακολουθούσε τη δουλειά. Τους όριζε σχήμα και μέγεθος, έδινε την καλή της συμβουλή.
Να ξέρουν, είπε, για τα βαφτίσια.
Σαν τέλειωσε κι αυτό, έκλεισε τα μάτια της, μα δε μπορούσε ακόμη να πεθάνει. Και τότε πρόσταξε ν’ ανάψουν τις λαμπάδες. Στο γλυκύ τους φέγγος είδε τα χέρια της λιγνά, στεγνά, πανίσχυρα, σαν των αγίων, σαν ξερά δέντρα πού ’δωσαν πολύ καρπό. Άγρια χέρια, πελεκημένα απ’ τη λάτρα του σπιτιού και του αγρού.
Κείνη την ώρα, αγάπησε τα χέρια της. Χαμογέλασε απόμακρα κι αποκοιμήθηκε σα να ήταν είκοσι χρονών κορίτσι. Οι δυο της νύφες σταυρώσανε τα χέρια τους επάνω απ’ την κοιλιά τους κι απόμειναν να την κοιτάζουν με τα νέα τους μάτια διάπλατα κι αδάκρυτα.
Ύστερα στρώσαν το τραπέζι, βγήκαν στο κατώφλι, και φωνάξανε τους άντρες για το δείπνο.
Οι τέσσερις λαμπάδες φώτιζαν το μεγάλο καρβέλι.
Τώρα θα ξέραν, βέβαια, και για τα βαφτίσια.»
Έτσι περιέγραφε, από το μακρινό 1957, την αγρότισσα του, την Ελληνίδα αγρότισσα, ο Γιάννης Ρίτσος. Γιατί τότε, έτσι ήταν όλη η Ελλάδα.
Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ολοένα και λιγότεροι ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα- δεν τον έχει και σε μεγάλη υπόληψη η πολιτεία μας και δεν βοηθά ιδιαίτερα. Όσοι καταγίνονται ν αυτόν έχουν άλλα, πιο περίπλοκα προβλήματα. Είναι κι αυτή η τεχνολογία που έχει κάνει τη ζωή των ανθρώπων γενικά, πιο εύκολη. Μόνο ως μνήμες διασώζονται πλέον οι εικόνες που σας παράθεσα πιο πάνω. Εγώ, πάντως δεν ξεχνάω που κάποτε, στα νεανικά μου χρόνια συνάντησα στον δρόμο Σητείας-Αγίου Νικολάου ένα ζευγάρι γεωργών. Φθινόπωρο ήταν κι αυτοί προσπαθούσαν να οργώσουν το χωράφι τους. Μόνο που το μοναδικό τους ζωντανό ήτανε, λέει, άρρωστο στον στάβλο του. Για να κάνουν την δουλειά τους είχε ζωστεί τα χάμουρα η γυναίκα. Και με όλη της την δύναμη τραβούσε το υνί που το κατηύθυνε ο άνδρας που την ακολουθούσε. Με έχει σημαδέψει, από τότε αυτή η εικόνα. Όχι, γιατί δέχτηκε η γυναίκα να αντικαταστήσει το ζωντανό. Όσο γιατί δείχνει πάνω από όλα το ήθος των ανθρώπων αυτών, των παππούδων μας. Για το πώς αντιμετώπιζαν μαζί την δουλειά , την σχέση τους, την ζωή και την επιβίωσή τους εν τέλει.