Τον ξέρουμε όλοι, ακόμα και οι νεότεροι. Μιας και τραγουδάμε μελοποιημένους στίχους του συχνά και σε κάθε περίπτωση. Σε χαρές, σε λύπες, σε συναυλίες, σε εκδρομές. Κάποτε δυνατά κι εύθυμα. Άλλοτε ψιθυριστά και μελαγχολικά. Κι ενώ έχει γράψει πάνω από τριακόσια πενήντα τραγούδια και μόνο ένα ποιητικό έργο την «Αμοργό», οι περισσότεροι τον αποκαλούν ποιητή. Και είναι αυτός που, όπως λένε, διαφοροποίησε το Ελληνικό τραγούδι.
Η παρέμβαση του άλλαξε ριζικά τα δεδομένα του λόγου στην Ελληνική τραγουδοποιΐα. Γιατί ήταν ο πρώτος ποιητής που ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη στιχουργική, αναβαθμίζοντας τον ρόλο και την υπόστασή της συγκεκριμένης ιδιότητας. Μετέφερε στο τραγούδι την υψηλή αισθητική, την τεχνική αρτιότητα και την πρωτοπορία της γραφής του. Και το σημάδεψε γιατί κατάφερε να μπάσει τον υπερρεαλισμό και την ποίηση μέσα στον στίχο. Πάντρεψε τα νεωτερικά στοιχεία μαζί με την παράδοση των δημοτικών που κουβαλούσε μέσα του και τα έκανε κτήμα και τρόπο έκφρασης όλου του κόσμου.
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε σ ένα χωριό της Αρκαδίας τον Δεκέμβρη του 1911. Πολύ νωρίς, μόλις στα πέντε του χρόνια, έχασε τον πατέρα του που πήγαινε μετανάστης στην Αμερική. Δυό τρείς μέρες πριν φτάσουν στον τόπο της ελπίδας ο Γεώργιος Γκάτσος έπαθε μέσα στο πλοίο πνευμονία και πέθανε. Η κηδεία του έγινε με συνοπτικές διαδικασίες, όπως όλων των ταξιδιωτών σε παρόμοια κατάσταση και το σώμα πετάχτηκε στην θάλασσα.
Από τότε, λένε, έμεινε στον μικρούλη Νίκο ένα τρέμουλο στα χέρια που, μεγαλώνοντας προκαλούσε συχνά τους συμμαθητές του να τον πειράζουν και να τον κοροϊδεύουν. Του έμεινε επίσης και ένας φόβος μήπως χάσει και την μητέρα το ίδιο απρόσμενα σαν τον πατέρα. Γι αυτό την περίμενε σκαρφαλωμένος στο παραθυράκι του οντά κάθε απομεσήμερο, να επιστρέψει από τα χωράφια. Μόλις την έβλεπε, από μακριά, γύριζε στην μικρότερη αδελφή και φώναζε θριαμβευτικά: Νάτη, νάτη, έρχεται.
Γυμνάσιο έβγαλε στην Τρίπολη, όπου ανακάλυψε το θέατρο, τον κινηματογράφο και τα βιβλιοπωλεία. Οι ενασχολήσεις του αυτές τον κρατούν ξύπνιο τα βράδια. Το πρωί στο σχολείο κοιμάται. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι βαθμοί του είναι συνήθως κοντά στην βάση. Τον διασώζει η έκθεση και τα νέα Ελληνικά όπου παίρνει πάντοτε την καλύτερη βαθμολογία.
Στα είκοσί του η οικογένεια μετακομίζει στην πρωτεύουσα και ο Νίκος εγγράφεται στην Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί ακούει εμπνευσμένους δασκάλους και πλουτίζει τις ήδη μεγάλες γνώσεις του. Λένε πως διαβάζει τα πάντα, ακούει τα πάντα και δεν ξεχνάει τίποτα. Δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα και γνωρίζεται με κάποιους το ίδιο ανήσυχους μ’ αυτόν, νεαρούς. Σαν τον Οδυσσέα Αλεπουδέλη (Ελύτη) , τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο. Είναι σαν όλοι αυτοί οι νέοι που κουβαλούν την ανανέωση στα Ελληνικά γράμματα να αναγνωρίζονται μεταξύ τους, να οσμίζονται την πνευματική τους συγγένεια.
Το 1943 δημοσιεύει το ποιητικό έργο «Αμοργός». Ο μύθος λέει πως το έγραψε μέσα σε μια νυχτιά. Παρ’ όλο το όνομά της, η δημιουργία αυτή δεν έχει σχέση με το νησί. Η «Αμοργός» του Γκάτσου είναι ένας τόπος ουτοπικός. Όσοι το καταννοούν εκπλήττονται από την ικανότητά του να παντρεύει ετερόκλητα υλικά για να δημιουργήσει ένα τέτοιου μεγέθους και ποιότητας έργο. Οι άλλοι, οι κριτικοί, που δεν τον καταλαβαίνουν. τον χλευάζουν.
Απτόητος μαθαίνει μόνος του Ισπανικά γιατί θέλει να διαβάσει Λόρκα στο πρωτότυπο. Ένας φίλος καπετάνιος τού φέρνει από την Αργεντινή ένα αντίτυπο του Ματωμένου Γάμου που τον μεταφράζει για το θέατρο. «Ο Γκάτσος δεν μετάφρασε την ποίηση του Λόρκα. Ο Γκάτσος έγραψε ποίηση πάνω στην ποίηση του Λόρκα», υποστήριζε ο Μάνος Χατζηδάκης.
Συνεχίζει να δουλεύει στην ΕΡΤ ως παραγωγός, να μεταφράζει έργα θεατρικά και ποιητικά, να σκηνοθετεί για το ραδιόφωνο. Το κυριώτερο να γράφει στίχους. Στίχους που ανάθρεψαν την δική μου γενιά. Αλλά η επιρροή τους φτάνει και μέχρι τους νεώτερους. Τα περισσότερα τραγούδια του, πασίγνωστα. Χάρτινο το φεγγαράκι, μυρτιά, σε πότισα ροδόσταμο, ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη, μάτια βουρκωμένα, Κεμάλ, ο Γιάννης ο φονιάς, το δίχτυ, γειά σου χαρά σου Βενετιά…. ..ο κατάλογος είναι ατελείωτος.
Ενόσω ζούσε δεν δημοσίευσε άλλο ολοκληρωμένο ποιητικό έργο. Μόνο την «Αμοργό» και 2-3 ακόμα σκόρπια ποιήματα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως δεν χρειαζόταν γιατί τα είχε πει όλα με αυτήν. Τα σίγουρο είναι ότι ο Γκάτσος ήταν τελειομανής. Οτιδήποτε άλλο του φαινόταν περιττό και φλύαρο.
Κάτι που έχει εγγραφεί στην προσωπική μυθολογία του ποιητή είναι οι θρυλικές του παρέες. Στο πατάρι του Λουμίδη, στου Φλόκα, στο GB corner. Με ανθρώπους άλλους σαν κι αυτόν. Τον Χατζηδάκη, τον Ελύτη, τον Τσαρούχη. Πνευματικά θηρία της γενιάς τους. Πήγαιναν κι άλλοι, νεώτεροι, στα στέκια τους.
-Εσείς τι τους λέγατε; Ρωτήσανε τον Διονύση Σαββόπουλο που πολύ νεαρός βρέθηκε θαμώνας σε κάποιες από αυτές τις συναντήσεις.
-Εμείς; Εμείς δεν λέγαμε τίποτα. Ακούγαμε μόνο. Και σπουδάζαμε.
Πραγματικά το αντιλαμβάνομαι. Πανεπιστήμιο ολόκληρο θα ήταν αυτές οι συνάξεις όπου μεταξύ του καφέ και του φαγητού γινόταν συζητήσεις για οτιδήποτε συνέβαινε στην Ελλάδα και στην υφήλιο από την πιο πεζή καθημερινότητα μέχρι την πιο υψηλή ποίηση και φιλοσοφία. Ο Γκάτσος μαρτυρείται ότι ήταν λιγομίλητος. Αλλά όταν μιλούσε όλοι τον άκουγαν προσεχτικά και τον αποκαλούσαν Δάσκαλο.
Ο Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα το 1992. Ακόμα και στις μέρες μας όμως, τίθεται συχνά από κάποιους «ειδικούς» ένα ερώτημα σχετικά με αυτόν. Για το αν πρέπει να θεωρείται ποιητής ή όχι.
Ο Καρυωτάκης υποστηρίζει ότι: «Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.» .
Ο Μάνος Ελευθερίου λέει ότι: «Τούτοι οι στίχοι ο λαός μου και τα σπίτια μου».
Ο Γιάννης Ρίτσος ψιθυρίζει ότι: «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση,…. τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης παρακαλεί: «Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, που κάμνουνε – για λίγο – να μη νιώθεται η πληγή».
Και ο ο Οδυσσέας Ελύτης λέει: «Θα μου επιτραπεί να υποστηρίξω ότι μερικοί στίχοι από αυτούς που έγραψε ο Γκάτσος για την «Μυθολογία» του Μάνου Χατζηδάκη, για τους «Δροσουλίτες» του Χριστόδουλου Χάλαρη… για το «Ρεμπέτικο» του Σταύρου Ξαρχάκου ξεπερνούν κατά πολύ μερικά μεγαλεπήβολα σύγχρονα ποιητικά μας έργα και διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της Ελληνικής.