Ο Γιώργος Κοτζιάς, διαβάζω, γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1918 στα Χανιά.
Kαλέ, ποιος είναι αυτός ο άγνωστος συντοπίτης, αναρωτιέμαι. Κι αμέσως μετά κάνω τον συνειρμό. Έχει άραγε σχέση με τον παλιό δήμαρχο των Αθηνών που έχει το ίδιο επίθετο; Που έχει ονοματίσει και την πλατεία του δημαρχείου της πρωτεύουσας; Το διαδίκτυο, ως γνωστόν, λύνει όλες τις απορίες και μου προσφέρει αμέσως την πληροφόρηση που αναζητώ. Ναι, ο Γιώργος Κοτζιάς ήταν γιος του παλιού δημάρχου Αθηναίων, Κωνσταντίνου Κοτζιά.
Γεννήθηκε στα Χανιά, γιατί ο πατέρας του ως υποστηρικτής του βασιλιά Κωνσταντίνου και αντιβενιζελικός, είχε απομακρυνθεί από την Αθήνα για κάποια χρόνια. Μεγάλωσε όμως στο κλεινόν άστυ, σε περιβάλλον με μεγάλη και γνήσια πνευματική παράδοση. Το 1940, ήδη φοιτητής του πέμπτου έτους στην ιατρική, ετοιμάζεται για μια συμβατική καριέρα χειρουργού. Ο πόλεμος που ενσκήπτει, σταματά τα όνειρα του νεαρού σπουδαστή και αναγκάζει αυτόν και την οικογένειά του να κατευθυνθούν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρώτο μέλημα στην καινούργια του πατρίδα είναι να τελειώσει τις σπουδές του. Στέλνει αιτήσεις σε όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Νέας Υόρκης ζητώντας να τον κάνουν δεκτό στις ιατρικές τους σχολές.
Τα αμερικάνικα πανεπιστήμια όμως, βρίσκουν τις επιστημονικές γνώσεις του νεαρού αιτούντα καθώς και τις δεξιότητές του στην Αγγλική ελλιπείς και τον απορρίπτουν. Ο Γιώργος δεν απελπίζεται. Θυμάται την κουβέντα του πατέρα του: «όταν έβαλα υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος Αθηνών δεν πέτυχα. Την επόμενη φορά έβαλα υποψηφιότητα για δήμαρχος και εξελέγην». Έτσι κι αυτός. Αυτήν τη φορά στοχεύει ψηλότερα. Απευθύνεται στο ξακουστό πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Του ζητούν να πάει για interview. Ο καθηγητής που αναλαμβάνει αυτήν την υποχρέωση είναι Γερμανοαμερικάνος διωγμένος και ο ίδιος από την Ευρώπη, λόγω των ναζί. Η συνέντευξη γυρίζει γρήγορα στα γερμανικά που ο Γιώργος τα γνωρίζει καλά και η κατάταξή του στο τρίτο έτος της Ιατρικής του Χάρβαρντ είναι γεγονός. Στα δυό χρόνια επάνω, παίρνει από τους πρώτους και το πτυχίο. Στην αρχή υπηρετεί σαν βοηθός γιατρός και επιμελητής στα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Βοστώνης. Σύντομα όμως οι έρευνες και οι πειραματικές μελέτες, τον κερδίζουν. Το έργο του επικεντρώνεται σε διάφορες ερευνητικές ενότητες. Φθάνει μέχρι τη Χιλή όπου μελετά τα προβλήματα μυϊκής αδυναμίας που παρουσιάζουν οι μεταλλωρύχοι εκεί. Καταδεικνύει ότι το αίτιο της νόσου είναι το ιχνοστοιχείο μαγγάνιο. Επιστέγασμα όμως των ερευνών και κορωνίδα των επιτευγμάτων του είναι η μεγάλη ανακάλυψη για τη θεραπεία της νόσου πάρκινσον με το φάρμακο L-Dopa.
«Η πιο σημαντική θεραπεία της νόσου από την εποχή της ανακάλυψής της μέχρι και τώρα. Κάθε ασθενής θα τη λάβει κάποια στιγμή στη ζωή του. Η νόσος του πάρκινσον είναι μια ασθένεια του εγκεφάλου που ακόμη και σήμερα δεν θεραπεύεται. Το φάρμακο που ανακάλυψε ο Κοτζιάς δεν σταματά την εξέλιξή της. Θεραπεύει όμως τα συμπτώματα της και είναι τόσο αποτελεσματικό και ισχυρό που έχει αλλάξει στην ουσία τη φυσική ιστορία της νόσου. Ακόμα και τα άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται γι’ αυτήν, στην πραγματικότητα μιμούνται τη δράση της L-Dopa», ακούω να λέει μια νευρολόγος, ειδικευμένη στην αρρώστια αυτή.
«Ευεργέτησε την ανθρωπότητα» γράφουν οι ειδικοί «και άνοιξε νέους ορίζοντες σε αναδυόμενες επιστήμες, όπως είναι η νευρολογία, η νευροχημεία, η νευροφυσιολογία. Έδειξε τον δρόμο της θεραπείας και σε πολλές άλλες παρεμφερείς ασθένειες του κεντρικού νευρικού συστήματος», συνεχίζουν. Ο τρόπος που χρησιμοποίησε ο Γιώργος Κοτζιάς τη L-Dopa εφαρμόζεται σήμερα όλο και περισσότερο – και σε άλλα νοσήματα και φάρμακα.
Δεν είναι τυχαίο που το αμερικανικό ιατρικό περιοδικό Family Health τον κατατάσσει ανάμεσα στους πρώτους μέσα στον κατάλογό του με τις 100 μεγαλύτερες επιστημονικές προσωπικότητες στον χώρο της Υγείας.
Ο Γιώργος Κοτζιάς ταξίδεψε, πολύ νωρίς, για το μεγάλο ταξίδι τον Ιούνιο του 1977 σε ηλικία 59 ετών, από καρκίνο των πνευμόνων. Είχε προλάβει προηγουμένως να απολαύσει τιμές και αναγνώριση για το έργο του και από τις δυό του πατρίδες. «Αποτελεί», γράφουν τα μέσα, «μαζί με τον Γεώργιο Παπανικολάου, έναν από τους πιο πολυβραβευμένους Έλληνες ερευνητές του 20ού αιώνα, έχοντας τιμηθεί επάξια με 22 σημαντικότατες επιστημονικές διακρίσεις. Σίγουρα η πιο σημαντική ήταν το βραβείο Albert Lasker που, μετά το βραβείο Nobel, θεωρείται η σπουδαιότερη επιστημονική τιμητική διάκριση στην Ιατρική». Πρόλαβε επίσης να αδελφοποιήσει δυό αντικαρκινικά κέντρα ένα Αμερικάνικο και ένα Ελληνικό, ενώ εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ.
Αν και πέθανε στην Νέα Υόρκη η κηδεία του έγινε στην Αθήνα, δημοσία δαπάνη με την παρουσία του προέδρου της Δημοκρατίας και αφού η σορός του εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα για τρεις ημέρες.
«Όταν εργαζόμουν στον Καναδά μου έκανε εντύπωση πόσο συχνά με ρωτούσαν για δύο μεγάλους Έλληνες επιστήμονες. Τον Γιώργο Παπανικολάου και τον Γιώργο Κοτζιά», ακούω να λέει ένας πανεπιστημιακός καθηγητής της Ιατρικής στο διαδίκτυο. «Και βέβαια όλοι ξέρουν τον δόκτορα Παπ. Όμως πόσοι γνωρίζουν τον εξίσου σημαντικό και διάσημο Γιώργο Κοτζιά;» συνέχιζε.
Πραγματικά δεν είναι κρίμα τέτοιας εμβέλειας και διαμετρήματος προσωπικότητες να μένουν στο ημίφως; Να τους γνωρίζουν τόσο καλά οι ξένοι κι εμείς να τους αγνοούμε ολότελα; Να μην τους φανταζόμαστε καν. Η ελληνική πολιτεία κυκλοφόρησε παλιότερα ένα γραμματόσημο με τη μορφή του Γιώργου Κοτζιά. Το κοιτάζω κι αναρωτιέμαι. Άραγε θα έψαχνα να μάθω ποιος είναι αυτός ο άγνωστος, αν το έβλεπα τυχαία;
Σκέφτομαι και όλους αυτούς τους ασθενείς της πάρκινσον. Όπως αναφέρεται, της δεύτερης πιο γρήγορα εξελισσόμενης νόσου στην εποχή μας, μετά το αλτζχάϊμερ. Που με την ανακάλυψή του κατάφερε να τους προσφέρει ποιότητα ζωής. Όχι περισσότερα χρόνια, αλλά καλύτερα χρόνια. Νομίζω ότι όλοι οι νευρολόγοι και οι γιατροί των σχετικών ειδικοτήτων έχουν χρέος να τον αναφέρουν ανελλιπώς στους ασθενείς τους, ώσπου να αντιληφθούμε όλοι μας τι του οφείλουμε. Και να του απευθύνουμε ένα νοερό ευχαριστώ.
Αναλογίζομαι επιπλέον, τι είδους γιατρός θα γινόταν ο Κοτζιάς αν παρέμενε στην Ελλάδα. Όμως έχω την πεποίθηση ότι οι λαμπροί άνθρωποι, τα μεγάλα πνεύματα, πάντα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, τα καταφέρνουν να διακριθούν, Όπως λέει και ο σοφός λαός μας «απού φελά, παντού φελά».