Στις 4 του Φλεβάρη του 1843, πεθαίνει στην Αθήνα στο σπίτι του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Γέρος του Μοριά όπως τον ονομάτισε η λαϊκή φωνή και μνήμη. Ο Θοδωράκης όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του. Ο στρατηγός που έταξε την ζωή του στην απελευθέρωση της πατρίδας και ευτύχησε να δει τον σκοπό του να πραγματοποιείται.
Πάντα τον εκτιμούσα, μα τα διαβάσματά μου τα τελευταία χρόνια με έκαναν να δώσω μεγαλύτερες διαστάσεις σ αυτόν τον άνθρωπο. Σήμερα είμαι πεπεισμένη, ότι αν έχομε ένα κράτος, αν ζούμε σε μια χώρα με το όνομα Ελλάδα, αν έχομε την πολυτέλεια να πιστεύομε ότι είμαστε ελεύθεροι, το χρωστάμε κυρίως σε δύο ανθρώπους. Στον Κολοκοτρώνη και τον Καποδίστρια. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να περάσει η ημέρα θανάτου του στρατάρχη, χωρίς να τον μνημονεύσω. Κι επειδή έχω μιλήσει για την ζωή του και τα μεγάλα του κατορθώματά κι άλλες φορές, σήμερα θα σας πω για τα άλλα, τα μικρά, τα καθημερινά. Αυτά όμως που δείχνουν το ήθος και τον χαρακτήρα του ανδρός.
Γεννήθηκε το 1770 κάτω από ένα δέντρο στα βουνά της Μεσσηνίας, όταν η κυνηγημένη φαμίλια του προσπαθούσε να ξεφύγει από τους διώκτες της. Απόγονος μιας οικογένειας που για τριακόσια χρόνια γεννούσε ανυπότακτους, στον υποταγμένο Μοριά. Λέγεται πως όταν είπαν στον παππού του ότι γεννήθηκε ένα ακόμα αγόρι στην οικογένεια, αυτός αναστέναξε και είπε «Άντε μωρέ! και τούτο το παιδί θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά, θα κάνει εγγόνια και πάλι σκλάβοι θα είμαστε. Άλλος ένας ραγιάς γεννήθηκε!».
Θοδωρή τον ονομάτισε λένε, ο νονός του ο Ρώσος Θεόδωρος Ορλώφ που εκείνα τα χρόνια είχε ξεσηκώσει με τα αδέλφια του άλλη μιαν επανάσταση με ολέθρια αποτελέσματα, στην Ελλάδα .
Ο πατέρας του ο Κωνσταντής, σκοτώνεται μερικά χρόνια αργότερα. Η γυναίκα του θρηνεί. «Μην κλαις μάνα, λέει, ο μικρός γιός. Σαν θα μεγαλώσω θα σου φέρω εφτά τούρκικα κεφάλια». «Εγώ, λέει, ο μεσαίος θα σου φέρω εκατό».
Ο μεγαλύτερος δεν μιλά. «Κι εσύ Θοδωράκη» ρωτά η χαροκαμένη μάνα, «τι θα κάμεις;» Κι ο δεκάχρονος μεγάλος γιός. «Εγώ, μάνα, σαν μεγαλώσω θα διώξω τους Τούρκους από τον Μοριά να γλυτώσωμε μια για πάντα από δαύτους», απαντά με πλήρη συνείδηση.
Καιρό μετά, υποχρεωμένος να βοηθήσει στην συντήρηση της οικογένειας, πάει στην Τρίπολη να πουλήσει ξύλα με ένα γαϊδουράκι. Το ζωντανό γλυστρά στα λασπόνερο και βρέχει έναν Τούρκο που περνά από δίπλα. Αυτός θυμωμένος γυρίζει και χαστουκίζει το παιδί. Λένε, πως τότε ο Θοδωράκης πούλησε τον γάϊδαρο και αγόρασε με τα χρήματα του ζώου, όπλα. Κι είπε στην μάνα του όταν γύρισε στο σπίτι, τέσσερεις ώρες δρόμο μακριά. «Εγώ εκεί δεν ξαναπάω. Θα πάω μόνο αλλιώς». Πράγματι πήγε «αλλιώς» μετά σαράντα χρόνια. Στο ίδιο σημείο που έφαγε το χαστούκι έστησε ταμπούρια και όπως λένε από εκεί «κατέλυσε μια αυτοκρατορία».
Στα δεκαπέντε του στήνει δικό του νταϊφά (ένοπλο σώμα). Κυνηγός μα και κυνηγημένος οργώνει τα βουνά του Μοριά κι όταν πια δεν μπορεί να ζήσει άλλο εκεί από τον κατατρεγμό, τις χωσιές και την πείνα, παίρνει την οικογένειά του και καταφεύγει στην Ζάκυνθο. Περνά περιόδους μεγάλης φτώχειας. Γίνεται μακελάρης και κουρσάρος. Οι Γάλλοι και οι Ρώσοι του ζητούν να υπηρετήσει στον στρατό τους (οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι μαίνονται και απαιτούν πεπειραμένο, έξυπνο και θαρραλέο έμψυχο δυναμικό). Αρνείται με πείσμα τις πιέσεις. Δεν μπορεί να υπηρετήσει άλλες πατρίδες. Θέλει να είναι ελεύθερος, χωρίς υποχρεώσεις, για όταν η δική του τον χρειαστεί. Κατατάσσεται όμως στο νεοσύστατο σύνταγμα ελαφρού πεζικού του δούκα της Υόρκης (το ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού). Εκεί εκπαιδεύεται στα του (μοντέρνου) πολέμου και προετοιμάζεται. Παρακολουθεί τα μαθήματα των παιδιών του. Συναναστρέφεται με λογίους. Με τα λίγα κολλυβογράμματα που ξέρει διαβάζει βιβλία και μαθαίνει την ιστορία του έθνους. Συνειδητοποιεί την κατάσταση στην Ευρώπη, αποκτά την γνώση ότι υπάρχει ένας κόσμος πέρα από τον Μοριά και αντιλαμβάνεται τον ρόλο και τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Μυείται στην Φιλική εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821, πενήντα ενός χρονών πια, γυρίζει στον αγαπημένο του Μοριά οπότε και αρχίζει η επαναστατική του δράση. Λίγο καιρό πριν την επιστροφή του πεθαίνει στην Ζάκυνθο η γυναίκα του η Κατερίνα. Τριάντα χρόνια ήταν μαζί. Στα σαράντα της, έπιασε κι έβαλε τον δίσκο με το κόλυβα στο κεφάλι του και πήγε έτσι στην εκκλησιά. Για να δείξει πόσο την αγαπούσε και την τιμούσε.
Κατά την διάρκεια της Επανάστασης, η εξυπνάδα, η αντίληψη και η στρατιωτική του ιδιοφυΐα κάνουν την διαφορά. Καταγάγει λαμπρές νίκες αλλά οι εμφύλιες έριδες τον στέλνουν για πρώτη φορά εξορία στην Ύδρα. Με την επέλαση του Ιμπραήμ που έρχεται στην Πελοπόννησο με έμπειρα στρατεύματα και Γάλλους αξιωματικούς, η κυβέρνηση αναγκάζεται να τον ελευθερώσει.
Βλέπετε δεν έχει άλλον κανένα που να μπορεί να τα βγάλει πέρα με τον Αιγύπτιο πασά. Και ο στρατηγός με το που φθάνει στο Ναύπλιο δηλώνει πως «τώρα που ερχόμουνα από την Ύδρα έριξα όλες τις πίκρες μου στη θάλασσα» ζώνεται ξανά το σπαθί, παίρνει τα κουμπούρια του και ρίχνεται στον αγώνα. Παρ όλο που ο Κολοκοτρώνης δηλώνει ότι τη μόνη φορά που φοβήθηκε για την επανάσταση ήταν με το προσκύνημα* του Ιμπραήμ, τα καταφέρνει με τον κλεφτοπόλεμο και τις ενέδρες να καταπονεί και να αδυνατίζει το στράτευμα του αντιπάλου του.
Το 1827 έρχεται ο Καποδίστριας κι αρχίζει να εργάζεται για να δημιουργήσει κράτος. Αν και είμαι σίγουρη ότι οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του είναι ξένοι, αυτοί που πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν τον κυβερνήτη δυστυχώς ήταν Έλληνες. Σχολιάζοντας τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Γέρος του Μοριά θα πει μιαν ιστορία για τότε που τα γαϊδούρια αποφάσισαν να σκοτώσουν τον σαμαρά γιατί νόμισαν ότι αυτός έφταιγε που οι άνθρωποι τα φόρτωναν και ήταν δυστυχισμένα. Πίστευαν ότι χωρίς αυτόν θα έμεναν επιτέλους ελεύθερα χωρίς σαμάρια μιας και δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να τα φορτώνουν. Οι άνθρωποι όμως σαν πέθανε ο σαμαράς ανέθεσαν στους βοηθούς τους, τούς καλφάδες να κάνουν τα καινούργια σαμάρια. Οι καλφάδες ήταν άπειροι και τα σαμάρια που κατασκεύαζαν, κακοφτιαγμένα. Γι’ αυτό πλήγωναν και κούραζαν περισσότερο τα δυστυχισμένα ζώα τα οποία οι άνθρωποι βεβαίως συνέχισαν να τα φορτώνουν. Το ίδιο συνέβη έλεγε και με τους Έλληνες. Δεν τους άρεσε ο έμπειρος Κυβερνήτης και έπεσαν σε χειρότερα χέρια.
Στον καιρό της αντιβασιλείας οι αντίπαλοί του τον θυμούνται και πάλι. Στέλνουν απόσπασμα στρατιωτών να τον συλλάβει νύχτα κι αυτός απορεί. « Γιατί έστειλαν τόσους να με πιάσουν; Γιατί δεν μου έστελναν ένα γράμμα να πάω»;
Στην δίκη που ακολουθεί, τον ρωτούν τι επαγγέλλεται. Κι αυτός «πενήντα χρόνους κρατώ το ντουφέκι και πολεμώ για την ελευθερίαν της πατρίδος». Παρ όλα αυτά, τόλμησαν να τον καταδικάσουν σε θάνατο (για την εκτέλεση των θανατικών ποινών είχαν εισαγάγει από τας Ευρώπας μία πολύ αποτελεσματική γκιλοτίνα). Ωστόσο μπροστά στην κατακραυγή του κόσμου, ο βασιλιάς μετατρέπει την ποινή του σε εικοσαετή φυλάκιση. Πάλι ο Γέρος ψύχραιμος σχολιάζει. «Θα τους γελάσω. Γιατί θα πεθάνω πριν την εικοσαετία». Με την ενηλικίωσή του ο Όθωνας του απονέμει χάρη.
Ο Γέρος βγαίνει από τη φυλακή και όπως διηγείται ο ίδιος: «Η υποδοχή όπου μου έκαμε ο λαός, μ’ έκαμεν να λησμονήσω όλες τις δυστυχίες όπου επέρασα. Έβλεπα άλλους να κλαίουν, άλλους να γελούν και όλοι να φωνάζουν: Ζήτω ο Βασιλιάς! Ζήτω η δικαιοσύνη!». Πραγματικά, ο κόσμος δεν τον άφηνε να προχωρήσει. Δύο ολόκληρες ώρες έκανε για να φθάσει στο σπίτι του!
Σε λίγο καιρό ως σύμβουλος επικρατείας (τον είχε διορίσει ο Όθωνας μετά την αποφυλάκισή του) καλείται να αποφασίσει για το θέμα της κατάργησης της θανατικής ποινής. Ο Κολοκοτρώνης προσποιούμενος ότι έχει αντιρρήσεις λέει: «Όχι δεν συμφωνώ! θα ήθελα να δοκιμάσετε και εσείς την τρομάρα της γκιλοτίνας!».
Διορίστηκε επίσης μέλος της Επιτροπής για την ανέγερση του κτιρίου του Πανεπιστημίου. Ενθουσιασμένος με το έργο αυτό που θα βοηθούσε τα Ελληνόπουλα να καλυτερέψουν την ζωή τους το επιθεωρούσε καθημερινά. Μια μέρα ρωτάει τον γιο του τον Κολίνο: «Ποιο είναι το Εθνικό Σπίτι της Ελλάδας;». Ο νεαρός, βιάστηκε να του πει: «Το Παλάτι του Βασιλιά!». «Όχι παιδάκι μου. Δεν είναι αυτό!» απάντησε ο Γέρος του Μοριά «Το Εθνικό μας Σπίτι είναι το Πανεπιστήμιο!».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης λίγο καιρό πριν πεθάνει, προαισθανόμενος το τέλος του, έκανε μια μεγάλη περιοδεία. Πέρασε από όλα τα μέρη που γνώριζε. που είχε πολεμήσει, που είχε φίλους – αλλά και εχθρούς. Τους αποχαιρετούσε και αντάλλασσε μαζί τους συγχώρεση. Συμφιλιώθηκε τότε με τον Κουντουριώτη, συγχώρεσε ακόμα και τον υπουργό Δικαιοσύνης Σχινά, που πάλεψε πολύ για την καταδίκη του όταν δικαζόταν. Εκείνες τις μέρες των αρχών του Φλεβάρη ο Γέρος ήταν χαρούμενος. Μόλις είχε παντρέψει τον γιό του, τον Κολίνο. Δυό μέρες μετά παραβρέθηκε σε χορό στο παλάτι. Ήταν όπως μαρτυρείται ευδιάθετος, έφαγε και ήπιε πολύ. Κάποια στιγμή ζήτησε από τον Όθωνα να παίξουν οι μουσικοί ελληνικούς χορούς, και με μεγάλη ευθυμία ζητούσε από τις κυρίες των τιμών να χορέψουν μαζί του. Γύρισε στο σπίτι του γύρω στα μεσάνυχτα και τότε άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Κάλεσε τα παιδιά του, τους έδωσε την ευχή του και τους ζήτησε να είναι μονιασμένα. «Παιδιά μου» ψιθύρισε «Σας αφήνω τόσους φίλους όσα και τα φύλλα που έχουν όλα τα κλαριά. Φροντίστε να μην τους χάσετε».
Πριν να φτάσει το μεσημέρι και παρ όλες τις ενέργειες των γιατρών, πεθαίνει από εγκεφαλική συμφόρηση. Όλα τα μαγαζιά της μικρής τότε Αθήνας κλείσανε και πλήθος κόσμου με κλάματα και οδυρμούς πέρασε από το σπίτι του να τον αποχαιρετίσει. Στην κηδεία του θρυλείται ότι όταν η πομπή ξεκινούσε από τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου, οι τελευταίοι δεν είχαν μπει καν, στην οδό Ερμού.
Θα τελειώσω με κάποια λόγια του Διον. Κόκκινου: «ο Κολοκοτρώνης» έγραψε, «είναι εκείνος που ενεσάρκωσε την ιδέαν του αγώνος. Αυτήν την ιδέαν την έζησε στο βουνό με το τουφέκι, πριν ο Ρήγας την κάνει κήρυγμα, εσκέφθη την πραγματοποίησιν της πριν κάνουν την εταιρείαν των εις την Οδησσόν οι πρώτοι Φιλικοί, την κατέστησε πράγμαν με την επαναστατικήν, την δημιουργόν ψυχήν του, που εκράτησεν τον σωτήριον δαυλόν αναμμένον εις όλας τας τραγικάς περιπετείας της επαναστάσεως, μέχρι του τέλους της».
*Προσκύνημα: Να δηλώσουν οι χριστιανοί υποταγή στην Υψηλή Πύλη, με αντάλλαγμα προνόμια.