«Ήταν το 2014 όταν ξεκίνησαν όλα. Από εδώ. Από τη Νάπολι».
Ακούω τον Έλληνα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας στην Νότιο Ιταλία κ. Γιάννη Κορίνθιο να μιλάει για μια φαεινή ιδέα που είχε εκείνη την χρονιά και που κατάφερε να την κάνει πράξη. Να προτείνει δηλ. σε αρμοδίους στην Ελλάδα και την Κύπρο την καθιέρωση της 9ης Φεβρουαρίου ως παγκόσμιας ημέρας εορτασμού για την Ελληνική γλώσσα. Πρόταση που δρομολογήθηκε και έγινε δεκτή με μια Κοινή Υπουργική Απόφαση το 2017. Τώρα όπως τονίζει ο καθηγητής μένει να προωθήσομε αυτήν την ημέρα και στην UNESCO.
Και βέβαια δεν θα μπορούσε να τιμάται και να εορτάζεται η γλώσσα μας παρά την 9η Φεβρουαρίου. Ημέρα μνήμης του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Αυτού που ως τα είκοσί του είχε διδαχθεί, σπουδάσει μιλήσει και γράψει στα Ιταλικά, μιας και στα Επτάνησα τα Ελληνικά, ήταν η γλώσσα των λαϊκών και όχι της αριστοκρατίας.
Ωστόσο ο νεαρός ποιητής από την στιγμή που πήρε την απόφαση δεν πισωγύρισε. Μελέτησε με προσοχή και πάθος αυτήν την γλώσσα που δεν του ήταν οικεία, την έμαθε και προσπάθησε να την κατακτήσει. Την καλλιέργησε δε σε τέτοιο βαθμό και δημιούργησε τέτοιου ύψους ποίηση, που το έργο του θα αποτελέσει το θεμέλιο της νεώτερης λογοτεχνίας μας. Ο Σεφέρης γράφει πως «… την πορεία της Ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια για πάντα η διάνοια του Σολωμού ….που δεν ήξερε Ελληνικά, αλλά τα έμαθε και τα μάθαινε ως το τέλος της ζωής του».
Ο καθηγητής Μπαμπινιώτης εξηγεί: «Η γλώσσα δεν είναι ένα απλό εργαλείο. Είναι αξία. Δηλ. είναι ο πολιτισμός μας, η ιστορία, η σκέψη και η ταυτότητά μας. Η γλώσσα δεν είναι οι λέξεις της. Οι λέξεις υπάρχουν για να ονομάζουν τις έννοιες. Επομένως η γλώσσα συνδέεται με την σκέψη, τον νου, την νόησή μας. Μέσα από αυτά πλησιάζομε, αντιλαμβανόμαστε και ζούμε τον κόσμο. Η Ελληνική γλώσσα είναι μοναδική. Όχι γιατί είναι η δική μας, αλλά γιατί είναι η μόνη παγκοσμίως που έχει αδιάλειπτη συνεχή παρουσία 4.000 χρόνων. Κι άλλες γλώσσες υπήρξαν τόσο παλιές. Η Ελληνική όμως, είναι η μόνη που ομιλείται από το 2.000 π.Χ. μέχρι και σήμερα. Σαράντα αιώνες ζωής, με αλλαγές βέβαια και διακυμάνσεις, αλλά με συνέχεια χρήσης ομιλίας. Αλλά και σαράντα αιώνες καλλιέργειας γιατί η γλώσσα αυτή χρησιμοποιήθηκε από διανοητές του διαμετρήματος ενός Πλάτωνα και ενός Αριστοτέλη»,
Ο Γιώργος Σεφέρης, όταν το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ, στη σχετική ομιλία του στην Σουηδική Ακαδημία θα πει: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα».
Κι ο Ελύτης στην αντίστοιχη ομιλία για την παραλαβή του ίδιου βραβείου το 1979, λέει: «Μου εδόθηκε, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικοπνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου».
Ο ξενητεμένος πολυγραφώτατος και πολύ γνωστός συγγραφέας Θοδωρής Καλλιφατίδης γράφει : «Όταν πεθαίνουν γονείς και φίλοι, μένουν παιδικές αναμνήσεις και η γλώσσα. Υπερηφανεύομαι που κρατάω τα ελληνικά μετά από 53 χρόνια στην ξενητιά. Να μιλάω χωρίς να ψάχνω τις λέξεις. Αυτή είναι η πατρίδα. Η γλώσσα. Όσο ζούσε η μάνα, έλεγα «Ελλάδα είναι η μάνα». Τώρα που δεν υπάρχει, τα ελληνικά είναι η πατρίδα».
Ο καθηγητής Κορίνθιος συμπληρώνει: «Η γλώσσα είναι φορέας αξιών και αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο της πολιτιστικής ταυτότητας ενός λαού. Η ενιαία ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός αποτελούν τα σημαντικώτερα συνεκτικά στοιχεία της ταυτότητας των Ελλήνων αλλά και μιας ευρύτερης δύσης. Οπότε αυτή η γλώσσα καθόρισε γενετικά και το ύφος του δυτικού πολιτισμού. Είναι μια ιερή παρακαταθήκη και ένα υλοποιό στοιχείο της ταυτότητας της Ευρωπαϊκής παιδείας. ….. Κάθε έθνος προσδιορίζεται από την γλώσσα του. Τις πολιτιστικές μας ρίζες δεν μας τις δίνει τόσο ο τόπος καταγωγής όσο η μητρική μας γλώσσα. Εκεί αισθανόμαστε σαν στο σπίτι μας. και για να είμαστε καλά στο σπίτι μας πρέπει να είμαστε επαρκείς και στην χρήση της γλώσσας».
Και ο αποβιώσας καθηγητής Χρίστος Τσολάκης είπε όταν τον ρώτησαν αν κινδυνεύει η γλώσσα μας από τους Ευρωπαίους: « Η γλώσσα μας κινδυνεύει από εμάς. Από την έλλειψη παιδείας όχι των Ευρωπαίων, αλλά την δική μας. Γιατί έχομε στρέψει τα σχολεία προς την αγορά εργασίας και όχι προς την πραγματική μόρφωση. Καλλιεργημένος είναι ο άνθρωπος που πραγματώνει την ανώτερη φύση του, την πνευματική του ουσία και αυτό θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο».
Διαβάζω όλα τα παραπάνω και πολλά περισσότερα για τις θαυμαστές γλώσσες όλων των ανθρώπων, αλλά και για την δική μας. Ακούω τους φόβους που εκφράζονται για την έλλειψη γνώσης της. Παρατηρώ γύρω μου.
Οι νέοι γράφουν ως επί το πλείστον με λατινικούς χαρακτήρες, γιατί αυτό είναι πιο εύκολο. Εκφράζονται με ξένες λέξεις και προτάσεις γιατί δεν ξέρουν πια πώς να πουν αυτό που θέλουν στην δική τους γλώσσα.
Οι επιγραφές παντού είναι γραμμένες ξενικά. Δεν είναι ούτε καν, δίγλωσσες.
Μεγάλες Ελληνικές εταιρείες επικοινωνούν μαζί μας με μηνύματα στα Αγγλικά.
Παντού βιώνομε μια απαξίωση της γλώσσας μας. Της πατρίδας μας δηλ. κατά πως είπαν πιο πάνω, οι ειδικοί. Της γλώσσας που είναι η έκφραση της δικής μας κουλτούρας και πολιτισμού.
Αναρωτιέμαι γιατί οι παιδαγωγοί μας δεν φροντίζουν να διδαχθεί σωστά.
Αναρωτιέμαι γιατί οι πολιτικοί μας δεν διασφαλίζουν την ποιότητα της γλώσσας και κατ επέκτασιν και την ποιότητα της παιδείας που λαμβάνουν τα παιδιά μας. Βολεύει να πλάθονται προβατάκια και όχι συνετοί και συνεπείς πολίτες με ήθος και άποψη που δεν θα μπορούν να χειραγωγηθούν εύκολα;
Αναρωτιέμαι γιατί εμείς τα δεχόμαστε όλα αυτά; Γιατί δεχόμαστε την γλωσσική μας απαξίωση; Γιατί δεν σεβόμαστε την γλώσσα μας, την παράδοσή μας, τον πολιτισμό μας;