Δεν ξέρουν, λένε, να μας πουν πόσοι ακριβώς ήταν οι επιβάτες της αμαξοστοιχίας που στοίχειωσε τούτον τον Μάρτη. Τούτον τον χρόνο. Τον φετινό, μα και τους επόμενους.
Δεν το ξέρουν αυτό λένε, γιατί δεν υπήρχαν ονομαστικές καταστάσεις. Δεν το ξέρουν αυτό λένε, γιατί έμπαιναν στον συρμό και άνθρωποι που δεν είχαν βγάλει εισιτήριο.
Τα έχω ξανακούσει αυτά τα λόγια. Διατυπωμένα με τον ίδιο τρόπο. Αυτολεξεί.
Μόνο που τότε αφορούσαν το πλοίο ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ της γραμμής Σούδα Πειραιά που ναυάγησε στην Φαλκονέρα και που ποτέ ως τα σήμερα δεν έγινε γνωστός ο ακριβής αριθμός των θυμάτων του. Τα επίσημα στοιχεία μιλούσαν για 244, ή 247, ή 273 νεκρούς. Τα ανεπίσημα, για πολλούς περισσότερους.
Μόνο που τότε ήταν 1966 και σήμερα 2023. Πέρασαν 57 χρόνια και όλον αυτόν τον καιρό, μοιάζει σαν μα μην έχομε καταφέρει να μάθωμε από τα παλιά μας παθήματα.
Γιατί πρέπει σε τούτη την χώρα πάντα να μας ξεπερνούν τα γεγονότα; Γιατί αντί να τα προλαβαίνομε, τα ακολουθούμε;
Μετά το ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ νομοθετήσαμε για απαγορευτικά, για θαλάμους διαχείρισης κρίσεων, για υποχρεωτικό αριθμό σωσιβίων, λέμβων και ένα σωρό άλλα.
Μετά και το τραίνο τούτο, πάλι θα νομοθετήσωμε.
Μόνο που αυτοί που έφυγαν, δεν θα γυρίσουν πίσω.
Μόνο που αυτοί που έμειναν, δεν θα ξεχάσουν. Θα φέρουν το τραύμα και τις συνέπειές του σε όλη τους την ζωή.
Μόνο που μια κοινωνία ολόκληρη, σημαδεύτηκε για άλλη μια φορά.
Τρείς μέρες εθνικό πένθος. Τρείς μέρες με εικόνες που πληγώνουν.
Με την καινούργια βδομάδα γεμίσανε τα παράθυρα στις οθόνες και στα κάθε είδους μέσα, παπαγάλους και τιμητές. Με κουβέντες, κουβέντες, κουβέντες. Του αέρα οι περισσότερες. Και πολιτικές αντιπαραθέσεις που κανένα ουσιαστικό νόημα δεν έχουν, μιας και τα όσα έχουν γίνει, δεν αλλάζουν.
Ας σωπάσομε καλύτερα .
Ας μιλήσομε με έργα από εδώ και πέρα.