-Έλλην, Έλλην! Είναι Έλλην!
Οι φωνές από τον κόσμο που βρισκόταν μέσα και έξω από το Παναθηναϊκό στάδιο εκείνη την ημέρα της 29ης Μαρτίου του 1896, ήταν ουρανομήκεις. Καπέλα πετάγονταν στον ουρανό από τους κυρίους, μαντήλια και ομπρελίνα κουνιούνταν μανιωδώς με ενθουσιασμό από τις κυρίες. Κάποιοι σκούπιζαν, με τρόπο, ένα δάκρυ χαράς. Ελληνικά σημαιάκια που μέχρι τότε ήταν κρυμμένα, εμφανίζονται να ανεμίζουν
Ο αθλητής με την φανέλα νούμερο 17, κατακόκκινος, ιδρωμένος αλλά ακμαίος ακόμη, μπαίνει μέσα στο στάδιο. Η χαρά και η φρενίτιδα του κόσμου είναι τέτοια που δεν μπορεί να περιγραφεί. Ο έφιππος παρατηρητής του αγώνα φωνάζει γεμάτος χαρά, πυροβολώντας στον αέρα:
-Είναι Έλλην, είναι ο Λούης!
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος τρέχει δίπλα στον δρομέα, ακολουθώντας τον.
-Κόψε την κλωστή, του φωνάζει
Και ο Λούης αργότερα θα πει στον Δημήτρη Ψαθά:
-Μωρέ τι κλωστή. Σχοινί να βάλετε, να το κόψω.
Τον σηκώνουν στα χέρια, τον αποθεώνουν. Εκείνη την ημέρα όλοι μαθαίνουν τον φτωχό νερουλά του Μαρουσιού. Κι αυτός αργά το βράδυ όταν έχουν κοπάσει λίγο οι πανηγυρισμοί, λέει. Ας γυρίσω τώρα στο χωριό μου.
Για τον Έλληνα νικητή του μαραθωνίου δρόμου στους πρώτους σύγχρονους ολυμπιακούς αγώνες, η νίκη αυτή είναι ένα όνειρο ζωής. Όχι γιατί κατάφερε να καταβάλλει όλους τους υπόλοιπους αθλητές. Όχι γιατί η νίκη είναι αυτοσκοπός. Είναι γιατί, από ότι λένε, αυτή η νίκη θα του εξασφαλίσει το χέρι της ποθητής του. Από την στιγμή που ήρθε πρώτος και δόξασε την πατρίδα, κανείς δεν μπορεί πλέον να του αρνηθεί οτιδήποτε. Και οι αυστηροί γονείς της ωραίας Ελένης των λογισμών και της καρδιάς του, δεν θα μπορούν πλέον να αγνοήσουν τον άσημο και αγράμματο νερουλά που ερωτεύτηκε την κανακάρισσά τους. Γι αυτό εκείνο το βράδυ είναι ευτυχισμένος.
1896. Το Ελληνικό κράτος προσπαθεί να βρει τον βηματισμό του ανάμεσα σε δυσκολίες, οικονομικά προβλήματα και κρίσεις αυτοσυνειδησίας. Η καταφυγή στο ένδοξο παρελθόν μοιάζει να δίνει μία κάποια διέξοδο, στα όσα δεινά το βασανίζουν -μην ξεχνάτε. Ήταν το 1893 που ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε πει το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Η αναβίωση των ολυμπιακών αγώνων που σκοπό θα έχουν να καλλιεργήσουν ιδανικά, να αναπτύξουν την ευγενική άμιλλα, την ειρήνη και την φιλία μεταξύ των ανθρώπων, είναι μια πολύ ωραία ιδέα του Γάλλου εκπαιδευτικού Πιέρ ντε Κουμπερτέν, που η παγκόσμια αθλητική κοινότητα την κάνει αποδεκτή. Πρώτος τόπος διεξαγωγής των αγώνων, τιμής ένεκεν, ορίζεται η Αθήνα. Ο Ελληνιστής Μισέλ Μπρεάλ, θέλει να προσθέσει κάτι καινοτόμο σ αυτούς τους σύγχρονους αγώνες, Κάτι που θα τους καταστήσει πιο ελκυστικούς. Θυμάται τον κήρυκα που έτρεξε ένοπλος από τον Μαραθώνα στην Αθήνα μετά το τέλος της ομώνυμης μάχης το 490 π.Χ. για να αναγγείλει στους Αθηναίους το χαρμόσυνο άγγελμα της νίκης. Η πρότασή του γίνεται δεκτή. Το αγώνισμα του Μαραθωνίου είναι πλέον γεγονός.
Πριν από την έναρξη των αγώνων όμως, η τιμία πλην πτωχή Ελλάς, πρέπει να φτιάξει υποδομές. Το κράτος δεν διαθέτει χρήματα για τον σκοπό αυτό. Οι υπεύθυνοι αποτείνονται στο Ελληνικό ιδιωτικό κεφάλαιο. Με τις 2,000,000 δρχ του Γεωργίου Αβέρωφ γίνεται η αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού σταδίου και έτσι αποκτούμε ένα αξιοπρεπή χώρο διεξαγωγής των αθλημάτων.
Η έναρξη των πρώτων διεθνών Ολυμπίων γίνεται πανηγυρικά στις 25 του Μάρτη του 1896, Συμμετέχουν 285 αθλητές από 13 χώρες. Η Ελλάδα έχει επιτυχίες ήδη από τις πρώτες ημέρες. Αλλά το κοινό τις προσπερνά. Ο νους κι ο λογισμός όλων είναι στο καινούργιο άθλημα. Το δικό μας. Εκεί, ονειρευόμαστε πολλά … τόσα, όσα δεν τολμούμε ούτε να τα ξεστομίσωμε. Ο Μαραθώνιος θα διεξαχθεί την Παρασκευή 29 του Μάρτη. Ενδόμυχα όλοι επιθυμούν και εύχονται, ο νικητής να είναι Έλληνας.
Λίγες μέρες πριν την καθορισμένη ημερομηνία γίνονται και προκριματικοί. Πρώτος έρχεται ο Χαρίλαος Βασιλάκος. Ο Λούης δεν πληροί τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί, καθώς έχει ορισθεί ότι θα πάρουν μέρος μόνο οι 16 πρώτοι. Αυτός είναι 17ος. Ο παλιός του διοικητής στον στρατό όμως, ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος , που τώρα ευρίσκετοι στις τάξεις των κριτών εγγυάται για τον αθλητή. «Τον έστελνα να μου πάρει τσιγάρα από το Σύνταγμα κι ερχόταν σε λίγα λεπτά,» ισχυρίζεται και οι συμμετοχές γίνονται δέκα επτά..
Εκείνη την ημέρα ο κόσμος ξεχειλίζει το στάδιο. Περιμένει εναγωνίως τον πρώτο. Οι εκδηλώσεις ενθουσιασμού όταν όλοι βεβαιώνονται για την εθνικότητα του νικητή δεν περιγράφονται. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος μαζί με τα αδέλφια του τον σηκώνουν στους ώμους. Το όνομα του Σπύρου Λούη είναι στα στόματα όλων. Ξάφνου ο παρακατιανός, αγράμματος νερουλάς γίνεται θρύλος. Ο δεύτερος και ο τρίτος είναι κι αυτοί Έλληνες. Μα όλοι ξέρουν τον πρώτο, τον Λούη. Οι άλλοι δεν τους αφορούν.
Την επομένη παίρνουμε άλλο ένα χρυσό. Μα ποιος νοιάζεται γι αυτό. Εμάς μας ενδιαφέρει μόνο ο Μαραθώνιος.
Από την Γαλλία έρχονται άσχημα νέα. Ο Χαρίλαος Τρικούπης πεθαίνει την ίδια μέρα που ο Λούης στέφεται νικητής. Μα κι αυτό το σημαντικό νέο περνάει σχεδόν απαρατήρητο, μπροστά στην μεγαλειώδη νίκη του Μαρουσιώτη χωρικού.
Όλα περιστρέφονται γύρω από αυτήν και όλα τα υπόλοιπα χάνουν την σημασία τους μπροστά στην αίγλη της. Ο Λούης ατάραχος συνεχίζει την ταπεινή ζωή του. Παντρεύεται την Ελένη του και κάνουν οικογένεια. Συνεχίζει να εργάζεται σαν νερουλάς. Ο Συγγρός του κάνει δώρο μια σούστα και ένα άλογο που σε κάποια δύσκολη στιγμή, τα πουλά. Τον παίρνουν φύλακα στην Πεντέλη. Τον απολύουν. Μετά γίνεται επόπτης στον Δήμο Αμαρουσίου. Τον διώχνουν κι από εκεί. Κάπου στα 1925 ο Λούης κατηγορείται για πλαστογράφηση εγγράφων και φυλακίζεται για 6 μήνες. Η αθωότητά του φανερώθηκε γρήγορα, αλλά ο Πάγκαλος, λένε, κρατά τον ολυμπιονίκη στην φυλακή για να αποδείξει ότι δεν έκανε χατήρια σε κανένα. Κάποια στιγμή αρρώστησε η γυναίκα του και της έκοψαν το πόδι. Αυτός βρισκόταν πάντα δίπλα της.
Ο Σπύρος Λούης δεν έτρεξε ποτέ ξανά σε νέους αγώνες, παρ ότι προκλήθηκε από άλλους αθλητές. Δημοσιεύματα έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς, με υπόνοιες ότι η νίκη αυτή είναι χαλκευμένη και ότι στην ουσία ο Λούης την έκλεψε από τον δεύτερο Χαρίλαο Βασιλάκο. Νομίζω δεν μπορούμε πλέον να μάθωμε την όποια αλήθεια. Είναι πολύ εύκολο, στον καθένα να μιλά και να διασπείρει ειδήσεις και αναπόδεικτες κακοήθειες Γεγονός πάντως είναι, πώς ότι και εάν έγινε εκείνη την ημέρα ο Σπύρος Λούης δεν πλούτισε εξαιτίας της νίκης του αυτής. Ούτε έλυσε δια μιάς τα προβλήματα της ζωής του.
Την 1η Αυγούστου 1936, προσκλήθηκε από τον Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Εμφανίστηκε όπως το έκανε πάντα ντυμένος με φουστανέλα και το χρυσό μετάλλιο στο στήθος. Ο Λούης δεν χαιρέτισε με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έκαναν άλλοι. Συναντήθηκε όμως μαζί με τον δικτάτορα, φωτογραφήθηκε μαζί του, τού πρόσφερε ένα κλαδί ελιάς και του είπε: «Σου δίνω αυτό το κλαδί ελιάς από την Ολυμπία ως σύμβολο αγάπης και ειρήνης. Ελπίζοντας ότι οι λαοί θα συναντιούνται μόνο σε τέτοιους ειρηνικούς αγώνες.».
Ο Λούης πέθανε φτωχός και ξεχασμένος στις 26 Μάρτη του 1940. Λίγες ημέρες πριν από την συμπλήρωση 44 χρόνων από εκείνη την λαμπρή επέτειο της 29 Μαρτίου 1896 που έκανε όλους τους Έλληνες υπερήφανους.