Το κοντό, δύσμορφο, καμπούρικο και κακοφτιαγμένο σώμα του δεν τον βοηθούσε. Παρ όλα αυτά έλαβε μέρος στην επανάσταση και ήταν λένε μεγάλος πατριώτης.
Μόνο που ποτέ δεν έπιασε τουφέκι και σπαθί, ποτέ δεν στάθηκε αντίκρυ στον εχθρό. Εκείνος πολεμούσε με την λύρα και τους στίχους του. Μ αυτά έβαζε φωτιά στους πολεμιστές, έδινε ορμή κι αέρα στον αγώνα τους και καυτηρίαζε τους φυγόπονους.
Το ανάστημα του Παναγιώτη Κάλλα «ήτον ως δωδεκαετούς νέου, ο δε χαρακτήρ του προσώπου του, παιδικός» γράφει ο βιογράφος του Νικόλαος Παπαδόπουλος. Οι περιγραφές τον θέλουν ραχιτικό, κοντό και στραβοπόδη. Γεννήθηκε το 1789 στην Δημητσάνα, στην Πελοπόννησο. Προερχόταν από πάμπτωχη οικογένεια και τα προβλήματα υγείας που είχε δεν του επέτρεψαν να τελειώσει το σκολειό. Παρακολούθησε μαθήματα μόνο για δύο χρόνια και το εγκατέλειψε λόγω απουσιών. Όσο μπόϊ του έλλειπε όμως, τόσο μυαλό ξυράφι είχε. Διέθετε δε και μια τεράστια ευκολία στο να σκαρώνει στιχάκια. Παιδί, λένε, καθισμένος στην άκρη ενός δρόμου στην γενέτειρά του Δημητσάνα, δεν άφηνε κανένα και τίποτα ασχολίαστο. Και παρ όλο που οι αλήθειες που ξεστόμιζε έκαιγαν, κανείς δεν τον σταματούσε. Του είχανε δώσει το όνομα Τσομπανάκος, Μερικοί υποστηρίζουν ότι τον είπανε έτσι, επειδή όταν περπατούσε στηριζόταν σε μια γκλίτσα. Εγώ θέλω να πιστεύω την άλλη εκδοχή ότι δηλ. τον ονομάτισαν έτσι, γιατί η φωνή του έμοιαζε με την φωνή του πετροκότσυφα. Ενός πουλιού που σε εκείνα τα μέρη το φωνάζουν «τσομπανάκο».
Με το που ξεκίνησε η Επανάσταση, αφήνει τους δρόμους και την σάτυρα. Τώρα πια, περιοδεύει τα χωριά, τα στρατόπεδα και τραγουδάει πολεμιστήρια σαλπίσματα που οπλίζουν τα χέρια και φλογίζουν τις καρδιές των αγωνιστών. Εξυμνεί την ανδρεία των καπεταναίων, περιγράφει τα κατορθώματά των, παινεύει τις νίκες τους και δίνει αέρα στο φρόνημά τους. Μαζί εμψυχώνει τον λαό που υποφέρει και καυτηριάζει την στάση όσων δειλιάζουν και αποφεύγον να πάρουν τα όπλα.
Ο Φωτάκος γράφει «οὗτος ὁ πυγμαῖος, ἂν καὶ τοῦ ἔλειπαν ὅλα, εἶχεν ὅμως μεγάλον τὸν Ἑλληνικὸν αἴσθημα κατὰ τῶν τυράννων, διότι ἔτρεχεν εἰς τὰ στρατόπεδα τῶν Ἑλλήνων, καὶ εἰς τὰς πολιορκίας, ἐνθουσιάζων τοὺς στρατιώτας, καὶ γράφων καὶ στίχους ἐπαινετικοὺς εἰς τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς καπεταναίους· ἦτον ὁ νέος ποιητὴς τῆς ἐπαναστάσεως».
Κι όταν τον κατηγορούσαν ότι και ο ίδιος δεν πολεμά ανταπαντούσε ότι πολεμά με τα δικά του όπλα. Την λύρα και τα τραγούδια του.
Γράφει ρίμες για όλους, μα είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Νικηταρά που όπως λένε, ήταν ο πρώτος που του τραγουδούσε τους στίχους του.
«Γεια σου καπέ Νικηταρά
πούχουν τα πόδια σου φτερά».
«Του Λεωνίδα το σπαθί
Νικηταράς θα το φορεί
Τούρκος σαν το ιδεί λιγώνει
και το αίμα του παγώνει».
Και κάπου αλλού:
«Ω! Λεωνίδα καινουργέ,
των Τουρκών όλων φονουργέ,
στο γιαλό οι Τούρκοι πέφτουν,
την παντιέρα σου όταν βλέπουν».
Γράφει όμως και για άλλους:
Ωρέ Γέρο του Μοριά,
θέλουμε ελευθεριά…
Άιντε, Γέρο, μάνι μάνι,
τράβατο το γιαταγάνι…
Να και μερικοί στίχοι από ένα θούριο του Τσοπανάκου:
Έλληνες τώρα άγωμεν
τα όπλα μας ας λάβωμεν,
η Πατρίδα μας φωνάζει
και ο Ρήγας μας διατάζει!…
Αναφέρεται ως ανέκδοτο, αλλά πρέπει να είναι αληθινή ιστορία, ότι κάποτε ο Νικηταράς που ήξερε τις δυσκολίες και την ανέχειά του τού χάρισε ένα άλογο από τα λάφυρα της μάχης των Δερβενακίων, για να μπορεί να πηγαινοέρχεται έφιππος. Ο Τζομπανάκος είχε τέτοια φτώχεια που δεν μπορούσε ούτε το άλογο να ταΐσει. Στέλνει αμέσως μήνυμα στον καπετάνιο:
Τό δώρο τού Νικηταρά
είν’ άλογο δίχως ουρά
ή μού στέλνεις τό κριθάρι
ή σού στέλνω τό τομάρι.
Η παράδοση θέλει ο Νικηταράς να στέλνει το κριθάρι του αλόγου και η Πελοποννησιακή Γερουσία να αναλαβαίνει την διατροφή και συντήρηση του ίδιου του τραγουδιστή.. Ο ποιητής έχει την άνεση τώρα να διέρχεται έφιππος από χωριό σε χωριό και από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και να κάνει αυτό που θεωρούσε χρέος του.
Ο Τζομπανάκος πέθανε νωρίς το 1825 σε ηλικία μόλις 36 ετών, εξ αιτίας όπως μαρτυρείται της πείνας του. Σε κάποια από τις διαδρομές του συνάντησε στον δρόμο μια κορομηλιά. Ανεβασμένος όπως ήταν στο άλογο πλησίασε το δέντρο που ήταν κατάφορτο. Έκατσε από κάτω του και έφαγε τόσα πολλά κορόμηλα που πέθανε από δυσεντερία.
Τα σατιρικά του ποιήματα έχουν χαθεί, ενώ τα άλλα εκδοθήκαν το 1838 από τον Τριπολιτσιώτη τυπογράφο Ν. Παπαδόπουλο, με τίτλο «Άσματα Πολεμιστήρια». Μια δεύτερη έκδοση έγινε το 1846 από τους μαθητές του Βαρβακείου.
Η γενέτειρά του Δημητσάνα τον τίμησε δίνοντας το 1930 το όνομά του, σ’ έναν δρόμο της.
Γλυκοχαράζει η χαραυγή,
λάμπει ο ουρανός και η γη,
φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.
Απλοϊκοί στίχοι θα σχολιάσει κάποιος. Όμως ήταν αυτοί που έπρεπε για να φλογίσει τους αγράμματους και απαίδευτους ακροατές του.
Συγκινητικό κείμενο!