Μεγάλη Δευτέρα. Η μέρα ξημέρωσε μουντή, βροχερή και κρύα. Είναι φυσικό. Συνήθως έτσι είναι η Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι σαν η φύση να συμμετέχει κι αυτή με τον τρόπο της στο Θείο Δράμα.
Στον νου μου έρχονται κάποιοι στίχοι που ακούγονται τέτοιες μέρες:
Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα, σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται…. Όλη μου την ζωή τα ξέρω αυτά τα λόγια. Είναι κάτι που πάει μαζί με τις ημέρες τούτες και με τα συνήθειά τους. Μαζί με τα κουλουράκια, τα τσουρέκια και τα κόκκινα αυγά. Μόνο όμως τώρα τελευταία έμαθα ότι προέρχονται από ένα έργο παλιό-παμπάλαιο. Από ένα Μεσαιωνικό μακροσκελές ομοιοκατάληκτο στιχούργημα, λόγιας όπως λένε καταγωγής, που μέσα στον χρόνο έφτασε να γίνει δημοτική ρίμα.
Δεν το θυμόμουν ολόκληρο. Ο πανδαμάτωρ χρόνος μου έκλεψε πολλές σειρές από το έργο. Το βρήκα όμως στο διαδίκτυο σε διάφορες παραλλαγές και διάφορες ντοπιολαλιές. Είναι το μοιρολόϊ ή καταλόϊ της Παναγιάς για το Πάθος του γιού Της. Άμεσο και συγκλονιστικό. Η μητέρα θρηνεί τον γιούλη της-τον μικρό της γιό-σπαρακτική την βρίσκω τούτη την λέξη την ασυνήθιστη που μέσα της περιέχει όλη την αγάπη της μάνας για το παιδί της και όλο τον πόνο για την απώλειά του.
» Η υποψήφια βουλευτής Χανίων της Ν.Δ. παρουσιάζει θέσεις και προτάσεις εν όψει των εθνικών εκλογών
Το μοιρολόϊ ακόμα και στις μέρες μας εξακολουθεί να τραγουδιέται όπως τα κάλαντα με θρηνητικό όμως χαρακτήρα σε διάφορες περιοχές της πατρίδας μας. Αλλού το τραγουδούν το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης περιφέροντας καλαμένιους σταυρούς μπλεγμένους με λουλούδια, αλλού στολίζοντας τον Επιτάφιο. Αλλού τραγουδιέται από παιδιά κι αλλού από ενήλικες γυναίκες. Αλλού μέσα στις εκκλησιές δίπλα στον Εσταυρωμένο κι αλλού στους δρόμους. Περιγράφει όλα τα στάδια του Θείου Δράματος αλλά μιλά και για τα συναισθήματα των εμπλεκομένων. Πιο πολύ της Παναγιάς που σαν κάθε μάνα πονά για τα βάσανα του παιδιού Της.
Ποὺ πκιάσαν τὸν Υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη…..
Ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι ὅλον τὸ φῶς ἐχάθη
καὶ τὸ φεγγάριν τ᾿ οὐρανοῦ κατὰ πολλὰ ἐπικράνθη.
Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ῥαϊστεῖτε
καὶ ποταμοὶ στραγγίσετε καὶ δένδρα μαραθεῖτε.
Σε κάποια άλλη παραλλαγή διαβάζω:
Υἱέ μου κανακάρη μου κ᾿ ἀκριβαναγιωμένον
Ποιὸς μοῦ τὸ λάλεν νὰ σὲ δῶ στὸ ξύλο σταυρωμένον
ὅπου μαχαίρι νὰ σφαγῶ, κι ὅπου γκρεμὸς νὰ δώσω
κι ὅπου ποτάμι σὰν θολὸ νὰ μπῶ νὰ παραδώσω
εἰδὲ μαχαίρι κοφτερὸ ποὺ μπῆκε στὴν καρδιά μου
ἐμπῆκε καὶ κατέκοψε μέσα στὰ σωθικά μου
ὅπου τρομάρα τρέμουσιν, τὰ μέλη μου σπαράζουν,
τὰ σωθικά μου τρέμουσιν, τὰ σπλάχνα μου ταράσσουν.
Μια άλλη στροφή λέει:
Τότε ἡ Παναγία μου ἐστέκετουν κλαμμένη,
θλιμμένη καὶ περίλυπη, χαμαὶ στὴ γῆ φυρμένη,
ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της, τὸ στῆθος της ἐχτύπαν
οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε, οὔτε φωνὲς ἀγρίκαν.
Τούτη η φράση «ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της» μου θυμίζει ένα θρύλο που διάβασα σε ένα βιβλίο με Πασχαλινές ιστορίες ήθη και έθιμα του κ. Βασ. Χαρωνίτη. Εκεί λέει ότι όπου τα δάκρυα της Παναγιάς και τα μαλλιά της έπεφταν στο χώμα φύτρωνε ένα φυτό, που οι επιστήμονες το ονομάζουν ελίχρυσο. Ο κοσμάκης όμως, το λέει «τα δάκρυα της Παναγιάς». Ανθίζει γύρω στο Πάσχα και όταν το κόψει κάποιος δεν χάνει ούτε το σχήμα ούτε το χρώμα του για πάρα πολύ καιρό.
Σε μια άλλη παράδοση μετά τη Σταύρωση του Χριστού, η Παναγία μοιρολογούσε θρηνώντας Τον Μονάκριβό Της. Κάποια στιγμή κουράστηκε και κάθισε κάτω από ένα δέντρο. Αποκαμωμένη Την πήρε άθελά ο ύπνος. Το δέντρο συμμερίστηκε το δράμα Της και σιγανά, σιωπηλά, έριξε όλα του τα φύλλα-μιας και μέχρι τότε δεν έβγαζε ποτέ άνθη- και Την σκέπασε. Όταν η Παναγία ξύπνησε είδε το δέντρο από πάνω Της τελείως γυμνό και συνειδητοποίησε ότι είχε ρίξει τα φύλλα του για να Την προστατέψει και να Τη ζεστάνει. Τότε Εκείνη το ευλόγησε κι από τότε το δεντράκι αυτό ανθίζει κοντά στο Πάσχα και βγάζει πανέμορφα μυρωδάτα άνθη. Γι’ αυτό οι άνθρωποι το ονόμασαν πασχαλιά.
Μαζί με τα φυτά και τα ζώα και κάθε λογής ζουζούνι συμμετείχε στο δράμα του Θεανθρώπου.
Όταν σταύρωσαν τον Χριστό και τον λόγχισαν και σιγουρεύτηκαν ότι είχε πεθάνει, οι Ρωμαίοι έδωσαν στην Παναγία την άδεια να Τον κατεβάσει από τον Σταυρό και να Τον θάψει. Η Παναγιά με τους κρυφούς μαθητές του Ιησού πήγαν να πάρουν το σώμα Του για να το πάνε στο μνήμα. Το σκοτάδι όμως ήταν πόσο πυκνό που δεν έβλεπαν. Τότε λοιπόν ένα μικρούλι έντομο πήρε στην ουρά του ένα καρβουνάκι και τους έφεξε. Επειδή όμως καιγόταν το καημένο, πήγαινε κάθε τόσο και βουτούσε την ουρά του στο νερό. Η Παναγιά συγκινήθηκε τόσο πολύ με την θυσία του μικρού πλάσματος, που του ευχήθηκε να έχει για πάντα στην ουρά του ένα φώς που να λάμπει μέσα στην νύχτα, χωρίς να το καίει όμως. Έτσι από τότε οι πυγολαμπίδες φωτίζουν τις σκοτεινές μας νύχτες και τις κάνουν παραμυθένιες.
Διαβάζω για όλες αυτές τις ιστορίες που δημιούργησε η ανθρώπινη πίστη και ευλάβεια. Σκέφτομαι πόσο συνδεδεμένη ήταν η ζωή παλιότερα με την φύση και τα πλάσματά της. Τόσο που οι παλιοί άνθρωποι τα έκαναν συμμέτοχους της καθημερινότητας μα και της σχόλης τους. Στην εποχή μας βέβαια, όλα αυτά θεωρούνται γραφικά και ξεπερασμένα. Τότε όμως κάλυπταν μια ανάγκη του ανθρώπου. Αναρωτιέμαι αν σήμερα στους καιρούς της γνώσης και της βεβαιότητας δεν έχομε μια αντίστοιχη ανάγκη για αθωότητα και φαντασία. Και αν ναι, πως μπορούμε να την καλύψωμε; Η τεχνητή νοημοσύνη που αναγγέλλεται ως το επόμενο βήμα της ανθρωπότητας, άραγε θα είναι το ίδιο υποστηρικτική και κοντινή μας;