Θυμάμαι με πόση αγωνία και πόση ελπίδα περίμεναν μια αλλαγή οι Σουδανοί που συναντήσαμε στο τελευταίο μεγάλο ταξίδι της εκδρομικής μου παρέας, πριν τον κορωνοϊό. Επιτέλους, έλεγαν, να φύγει ο Αλ-Μπασιρ που τους είχε κάτσει στον σβέρκο τριάντα χρόνια και να έχουν κι αυτοί μια ομαλή, ελεύθερη πολιτική ζωή. Και να μπορέσει το κράτος τους επιτέλους να αναπτυχθεί μακριά από την διαφθορά και τους ντόπιους και ξένους «ημέτερους». Ένας από τους συνοδούς μας στο ταξίδι μέσα στην έρημο της Νουβίας ήταν σίγουρος ότι μέχρι να επιστρέψουμε στην πρωτεύουσα, ο δυνάστης θα είχε πέσει. Το ξέραμε ακόμα κι εμείς, πως τότε, αρχές του 2019, όλη η πόλη ήταν ανάστατη και ότι οι διαδηλώσεις ήταν καθημερινές, με πολύ ξύλο και θύματα.
Όλα μου έρχονται και πάλι στον νου αυτές τις μέρες που η μεταφορά των Ελλήνων της Σουδανικής ομογένειας έπαιζε στα δελτία ειδήσεων. Που οι οθόνες γέμισαν με ένοπλες εμφύλιες συγκρούσεις και με βομβαρδισμούς στις πόλεις της αφρικανικής αυτής χώρας. Μιας χώρας που στην ουσία τα τελευταία εκατόν σαράντα χρόνια βρίσκεται σε συνεχή εμπόλεμη κατάσταση με κάποια μικρά ήσυχα διαλλείματα. Είτε με τους Ευρωπαίους, είτε με τους γειτονικούς αποικιοκράτες της τους Αιγύπτιους, είτε μεταξύ των διάφορων αντιμαχομένων ομάδων της στο εσωτερικό. Συνέπεια της όλης κατάστασης η γενοκτονία εκατοντάδων χιλιάδων και η μετακίνηση εκατομμυρίων αμάχων στο Δυτικό Σουδάν στο Νταρφούρ. Συνεπακόλουθο η πείνα, η δυστυχία, οι φρικαλεότητες. Πολιτική συνέπεια η απόσχιση του Νότιου Σουδάν που από το 2011 αποτελεί ένα ξεχωριστό κράτος.
Επαναλαμβάνεται και εδώ μια ιστορία πασίγνωστη και κοινότυπη. Μια χώρα πλούσια-τι λέω με αμέτρητες πλουτοπαραγωγικές πηγές χρυσό, ουράνιο, πετρέλαιο. Αλλά με εκατομμύρια φτωχούς κατοίκους. Γιατί τον πλούτο δεν τον νέμονται οι φυσικοί δικαιούχοι αλλά οι εκάστοτε ισχυροί ντόπιοι και ξένοι και οι κλίκες τους.
Ωστόσο, σήμερα θα αφήσω τα άσχημα στην άκρη. Και θα σας μιλήσω γι αυτά που είδα και έζησα στην 10ήμερη εκδρομή μας στην χώρα με τους «πιο φιλόξενους ανθρώπους στην Αφρική».
Η πρώτη συνάντηση έγινε αργά μετά τα μεσάνυχτα. Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος Έλληνας δεύτερης γενιάς με καταγωγή από την Κεφαλονιά μας περίμενε να μας καλωσορίσει στο ξενοδοχείο της οικογένειάς του στην πρωτεύουσα της χώρας. Στο ξενοδοχείο Ακροπόλ-δεν θα μπορούσε να λέγεται αλλιώς. Αυτός και τα δύο αδέλφια του ασχολούνταν από παλιά με τον τουρισμό-ο ένας μάλιστα ήταν ο Έλληνας πρόξενος- και καταλάβαμε ότι, αυτό εδώ το ξενοδοχείο ήταν διαχρονικά, το κέντρο αναφοράς, συνάντησης και διαμονής ερευνητών, ιστορικών, πανεπιστημιακών και διπλωματών. Οι τοίχοι γύρω ήταν γεμάτοι από φωτογραφίες διάσημων επισκεπτών και επιστημονικών αποστολών. Μάθαμε ότι το κτίριο είχε καταστραφεί ήδη μια φορά από βομβαρδισμούς, το 1988.
Την άλλη μέρα περιμένοντας για να μπούμε στο αρχαιολογικό μουσείο περπατήσαμε λίγο στην πόλη. Η ζέστη-παρ ότι χειμώνας- αφόρητη. Δεν σου επέτρεπε να μείνεις πολύ έξω. Ψάχνοντας για ένα μέρος που να έχει κλιματισμό βρεθήκαμε τυχαία μπροστά σε ένα αεροδιαστημικό, πεντάστερο ξενοδοχείο. Ήταν ένα δώρο, μας είπαν, του Καντάφι προς το κράτος του Σουδάν, το υπερπολυτελές Κορίνθια. Πράγματι ένα κτίσμα σαν από άλλο κόσμο, που θα περίμενες να το δεις σε ένα πολυτελές θέρετρο, σε κάποια άλλη ήπειρο. Από τα παράθυρά του είδαμε αυτό το σημείο για το οποίο μιλάνε όλοι όταν αναφέρουν το Χαρτούμ. Το μέρος όπου ο Γαλάζιος Νείλος που πηγάζει από την λίμνη Τάνα της Αιθιοπίας συναντιέται με τον Λευκό Νείλο που έρχεται από την Ουγκάντα. Οι δυο κλάδοι του ποταμού ενώνονται σε ένα και ο περήφανος Νείλος, ενιαίος πια, συνεχίζει, διασχίζει και την Αίγυπτο και εκβάλλει στην Μεσόγειο.
Η πρωτεύουσα Χαρτούμ είναι μια πόλη που την δημιούργησαν οι Αιγύπτιοι το 1823 όταν μαζί με τους Άγγλους είχαν στην κατοχή τους το Σουδάν. Στην ουσία στην περιοχή αναπτύσσονται τρεις πόλεις. Το Χαρτούμ που είναι το διοικητικό κέντρο, το Ομντουρμάν όπου χτυπά η καρδιά του εμπορίου και το βόρειο Χαρτούμ ή Μπάχρι όπου είναι η βιομηχανική περιοχή.
Κάθε Παρασκευή- τουλάχιστον μέχρι την εποχή της έξαρσης του κορωνοϊού- η καρδιά όλης της πόλης χτυπούσε έξω από το μαυσωλείο του Σεΐχη Χαμέντ Αλ Νηλ στο Ομντουρμάν. Γιατί εκεί γινόταν ο χορός των δερβίσηδων-σούφι. Οι σούφι είναι μυστικιστικά τάγματα του Ισλάμ που επιδιώκουν μέσα από συγκεκριμένες ιεροτελεστίες και τρόπους να φτάσουν στον εξαγνισμό, στην θρησκευτική ανύψωση και στην ένωση με το Θείο. Είχα παρακολουθήσει μια αντίστοιχη γιορτή με περιστρεφόμενους δερβίσηδες στην Καππαδοκία. Μια απόλυτα μυσταγωγική τελετουργία. Φανταζόμουν ότι εδώ θα ήταν κάτι διαφορετικό, δεν θα ήταν το ίδιο. Άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι, άλλος ο τρόπος να εκφράσεις την πίστη σου.
Αργά το απόγευμα της Παρασκευής φθάσαμε στον καθορισμένο τόπο. Σε μια αλάνα δίπλα σε ένα νεκροταφείο σε ένα νοητό κύκλο, κάποιοι άνδρες με πράσινες και λευκές -ως επί το πλείστον- κελεμπίες, χόρευαν ξυπόλητοι κάτω από τον ρυθμό που έδιναν τύμπανα, κρουστά και οι προσευχές τους. Έξω από τον κύκλο κι άλλοι άνδρες με θυμιατά και λιβάνια, γυναίκες, παιδιά και …τουρίστες. Τουρίστες να φωτογραφίζουν και να προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς είναι αυτό που ζουν.
Ναι, δεν είχε τούτο σχέση με αυτό που έζησα στην Καππαδοκία. Εδώ θαρρώ, ο τόπος επέβαλε την δυναμική του. Εδώ είναι Αφρική. Οι δερβίσηδες εδώ το βλέπουν το Θείο αλλιώς. Αλλιώς προσεύχονται και αλλιώς διαλογίζονται. Όμως τι μεγάλο γεγονός ότι οι γυναίκες δεν είναι τελείως αποκλεισμένες από αυτή την πλευρά της θρησκείας τους. Δεν τις είδα μέσα στον κύκλο, αλλά ήταν απέξω, πανταχού παρούσες.
Με το πέσιμο του ήλιου τελειώνει κι η γιορτή. Τα πλήθη αποχωρούν και αφήνουν τον τόπο στην ησυχία του, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη εβδομάδα.
Μια πρώτη γερή εντύπωση ήταν αυτή η γιορτή και όλη τούτη η ημέρα. Θα συνεχίσω και με άλλα περίεργα και θαυμαστά από το Σουδάν, προσεχώς.