«Οι μάχες ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις του Σουδάν και την παραστρατιωτική οργάνωση ” Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης” έχουν προκαλέσει την κατάρρευση του νόμου και της τάξης, με λεηλασίες για τις οποίες η κάθε πλευρά κατηγορεί την άλλη. Τα αποθέματα τροφίμων, τα μετρητά και τα είδη πρώτης ανάγκης λιγοστεύουν…… Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας περίπου 705 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και τουλάχιστον 5.287 έχουν τραυματισθεί από τις 15 Απριλίου που ξεκίνησε η ένοπλη σύγκρουση. Και σχεδόν 1,1 εκατομμύριο άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους…» αναφέρουν οι τελευταίες ανταποκρίσεις από το πολύπαθο Σουδάν.
Ανάμεσα σ αυτούς τους δεκάδες που έφυγαν είναι και οι λίγοι Έλληνες που απάρτιζαν την κάποτε ακμαία και πολυπληθή Ελληνική παροικία του Σουδάν. Στα καλά της, γύρω στα μέσα του 20ου αιώνα οι Έλληνες ήταν η κοινότητα των ξένων που δέσποζε στην μεγάλη αυτή χώρα της Αφρικής.
Οι πρώτοι έποικοι φτάνουν γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Συν τω χρόνο, η παρουσία τους γίνεται αισθητή τόσο στην εμπορική και οικονομική όσο και στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή του τόπου. Εισάγουν νέους μεθόδους στην αγροτική καλλιέργεια. Λαβαίνουν μέρος σε πολέμους. Με το πλευρό των Άγγλων όταν ο Βρετανός Γκόρντον υπερασπίζεται το Χαρτούμ από τις επιθέσεις του Ελ Μάχντι (Μεσσία) που προσπαθεί να αποτινάξει τον αιγυπτιακό ζυγό. Όταν η πόλη κυριεύεται από τον Σουδανό πολεμιστή, κάποιοι από τους Έλληνες σκοτώνονται, φυλακίζονται ή ακόμα αναγκάζονται και να αλλαξοπιστήσουν. Μερικά χρόνια αργότερα όταν ο Αγγλοαιγυπτιακός στρατός προσπαθεί να ανακτήσει την χώρα, οι Έλληνες επωμίζονται με την τροφοδοσία του αγγλικού στρατού, σε τρόφιμα και νερό, διασχίζοντας με καμήλες την έρημο. Οι Άγγλοαιγύπτιοι τα καταφέρνουν τελικά. Αποκτούν την διακυβέρνηση και αρχίζουν να φτιάχνουν έργα υποδομών. Οικοδομούν νέα λιμάνια, δημόσια κτίρια, καταστήματα, ξενοδοχεία. Έλληνες μετανάστες ως επί το πλείστον από την Λέσβο, φτάνουν και ασχολούνται με την ανοικοδόμηση της χώρας. Οι περισσότεροι εγκαθίστανται στο Χαρτούμ όπου δημιουργείται το 1902 η πρώτη κοινότητα. Λίγο αργότερα δημιουργούνται και νέες σε άλλες πόλεις και χτίζεται στην πρωτεύουσα σχολείο και μητρόπολη. Η παροικία ευημερεί και προοδεύει. Ιδρύονται ένα σωρό λέσχες, σκοπευτικοί και γυμναστικοί σύλλογοι, σωματεία και αδελφότητες.
Γύρω στο 1930 όταν η αγγλική διοίκηση δίνει κίνητρα για την εγκατάσταση Ευρωπαίων στο Σουδάν, άλλη μια φουρνιά συμπατριωτών μας έρχεται. Κάποιοι φτάνουν μέχρι τον μακρινό, ερημωμένο κι αφιλόξενο Νότο της χώρας. Κατά την εγκατάστασή τους εκεί οι περισσότεροι παντρεύονται με ντόπιες γυναίκες. Κι όταν ξεσπούν διαδοχικοί εμφύλιοι με αίτημα την αυτοδιάθεση της περιοχής, αυτοί λαβαίνουν μέρος με το πλευρό των ανταρτών. Εκείνοι οι εμφύλιοι έληξαν το 2011 όταν δημιουργήθηκε το νεώτερο κράτος στον κόσμο το Νότιο Σουδάν. Σήμερα απόγονος της οικογένειας Γιαλούρη είναι κυβερνήτης μιας επαρχίας εκεί. Και η αδελφή του είναι σύζυγος του προέδρου της χώρας.
Παρασκευάς Περάκης και Γιώργος Ουντράκης σχολιάζουν την επόμενη μέρα των εκλογών
Στον βορρά τώρα η Ελληνική κοινότητα ανθίζει. Είναι η μεγαλύτερη παροικία ξένων. Έμποροι, γιατροί, μηχανικοί, εργολάβοι, υπάλληλοι, βιομήχανοι κρατούν στα χέρια τους την οικονομική ζωή του τόπου και κάνουν θαύματα.
. Το 1956 το Σουδάν γίνεται ανεξάρτητο κράτος. Η κυβέρνηση αναθέτει στον Έλληνα αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Δοξιάδη να καταρτίσει το σχέδιο ανάπτυξης του Χαρτούμ. Αν και το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ συστηματικά, ο Δοξιάδης έχει αναγνωριστεί ως ο πατέρας της νέας επέκτασης της πόλης. Ετούτο τον καιρό η Ελληνική κοινότητα φθάνει στην μεγαλύτερή της άνθιση. Στην χώρα ζουν περίπου 6,000 ομογενείς. Παντού συναντάς ξενοδοχεία, καφενεία, σινεμά, εστιατόρια, εμπορικά καταστήματα ομογενών Μαζί και επιγραφές στα Ελληνικά. Μέχρι και τρείς Ελληνικές εφημερίδες εκδίδονται.
Η χώρα παρ ότι ανεξάρτητη ταλανίζεται από μακρόχρονους εμφυλίους. Το 1969 στρατιωτικοί αναλαμβάνουν την διακυβέρνηση. Ακολουθεί καθεστώς εθνικοποιήσεων και οι περισσότερες επιχειρήσεις που ήταν σε χέρια ξένων, όπως οι Ελληνικές, κρατικοποιούνται. Η άλλοτε ανθηρή κοινότητα συρρικνώνεται στους 2,000. Οι υπόλοιποι μεταναστεύουν.
Το 1974 η Ελληνική κοινότητα του Πορτ Σουδάν διαλύεται, πουλάει τα ακίνητά της και μεταφέρει τα κεφάλαιά της στο Χαρτούμ αφού πρώτα παραχωρήσει την εκκλησία της του Αγίου Μάρκου στους κόπτες.
Το 1983 με τους «νόμους του Σεπτεμβρίου» που επιβάλλουν την σαρία, απαγορεύεται η ιδιοκτησία και η λειτουργία εστιατορίων και νυχτερινών κέντρων. Τα μαγαζιά με αυτήν την επαγγελματική δράση κλείνουν και τα οινοπνευματώδη τους χύνονται στον Νείλο.
Το 1989 ένα άλλο στρατιωτικό καθεστώς διαδέχεται το προηγούμενο. Τα πράγματα συνεχώς χειροτερεύουν. Ολοένα και περισσότεροι ομογενείς βρίσκουν καταφύγιο στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες.
Το 2023 οι δυό στρατηγοί που είχαν εκδιώξει τον τελευταίο δικτάτορα, διεκδικώντας την εξουσία ο κάθε ένας για τον εαυτό του, επιδίδονται σε ένα άγριο ανηλεή εμφύλιο. Οι τελευταίοι Έλληνες της ομογένειας εγκαταλείπουν με την συνδρομή ξένων και της μητέρας Ελλάδας τον τόπο που τους στάθηκε πατρίδα, αφήνοντας πίσω φίλους, σπίτια και περιουσίες.
Αυτό ήταν ένα μικρό αφιέρωμα σε ένα κόσμο που χάθηκε δια παντός, μιας και ακόμα κι αν επιστρέψουν αυτοί που χθες έφευγαν κυνηγημένοι από τον πόλεμο, μάλλον δεν θα ξαναβρούν ό,τι άφησαν πίσω. Νομίζω τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ όπως πρώτα. Τώρα όμως θέλω να μιλήσω ξεχωριστά για ένα κτίσμα που το γνώρισα προσωπικά. Θέλω να αναφερθώ στο ξενοδοχείο Ακροπόλ, το ελληνικό ξενοδοχείο όπου εγώ και η παρέα μου καταλύσαμε κατά την παραμονή μας στο Χαρτούμ και στους ιδιοκτήτες του. Τα τρία αδέλφια Παγουλάτου-τώρα πια μόνο δύο αφού ο κ. Γιώργος αυτός που μας κατεύθυνε και μας οργάνωνε «έφυγε» λίγο μετά την γνωριμία μας. Το ξενοδοχείο το έχτισε ο πατέρας τους το 1952 στο κέντρο της πόλης και υπήρξε το σημείο αναφοράς εκατοντάδων επισκεπτών και περισσότερων αποστολών. Από τα δωμάτιά του εκτός από τους απλούς τουρίστες σαν κι εμάς, είχαν περάσει πάμπολλοι αρχαιολόγοι, επιστήμονες, δημοσιογράφοι, διπλωμάτες και μέλη παντός είδους οργάνωσης. Πρώτη δυσκολία που αντιμετώπισαν οι ιδιοκτήτες στην αρχή, όταν ακόμα λειτουργούσε σαν νυχτερινό κέντρο, ήταν τότε που οι αρχές πότισαν τα ψάρια του Νείλου με το αλκοόλ του μαγαζιού. Δεύτερος σταθμός η ανατίναξή του από τους τρομοκράτες του Οσάμα Μπιν Λάντεν και το ξαναχτίσιμό του στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Τρίτος σταθμός, το σήμερα. Το ξενοδοχείο πέφτει στα χέρια του ενός πολέμαρχου και τα αφεντικά του κλείνουν την επιχείρηση και έρχονται στην Ελλάδα κυνηγημένοι. Εμείς όταν το γνωρίαμε ήταν ένα απλό τρίτης κατηγορίας ξενοδοχείο με ευγενικούς ανθρώπους. Δεν ξεχνώ την οικογενειακή ατμόσφαιρα της τραπεζαρίας όπου όλοι μοιραζόμαστε φαγητό μαγειρεμένο από τις συζύγους των ιδιοκτητών. Δεν ξεχνώ πόσο τα αδέλφια Παγουλάτου μας έκαναν εύκολη την ζωή δίνοντας λύση άμεση στα όποια προβλήματα μικρά ή μεγάλα μας παρουσιάζονταν. Αυτές τις ημέρες του χαμού και της επιστροφής είδα τον ένα εκ των αδελφών, 80άρη πλέον να θρηνεί για την πατρίδα, την εστία και τους κόπους μιας ζωής που έχασε. Αναρωτιόταν αν θα μπορέσει ποτέ να ξαναγυρίσει.
Όταν οι ελέφαντες χορεύουν, την πληρώνουν τα μυρμήγκια, λέει μια παροιμία.. Κι αυτή η εικόνα των ενόπλων που πυροβολούν, που επιτίθενται, που σκοτώνουν, που καινε και διαγουμίζουν και των απλών άνθρωποι να τους κοιτάζουν με τρόμο χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα για να προστατευθούν οι ίδιοι και να προστατέψουν το βιός που μια ζωή με πολύ κόπο απόκτησαν, με στοιχειώνει.
Αν και ο πόλεμος ήταν η αφορμή για τούτη την αναδρομή σε μια πανέμορφη κι ενδιαφέρουσα χώρα με ήσυχους φιλόξενους ανθρώπους, εγώ προσεύχομαι για τη ειρήνη., όσο κι αν τούτη τη στιγμή μοιάζει μακρινή και άπιαστη.