Ξεκινώ σήμερα να σας πω την τρίτη ιστορία του Λαφονησιού. Έλεγα πως αυτή θα ήταν η τελευταία. Όμως οι ιστορίες των Εννιά χωριών και της περιοχής των, είναι σαν και τον τόπο. Νεραϊδοπαρμένες κι ατελεύτητες.
Τούτη που θα σας διηγηθώ, συνέβη στις αρχές του 20ου αιώνα τον Φεβρουάριο του 1907, όταν το αυστριακό ατμόπλοιο Imperatrix (αυτοκράτειρα) περνούσε από τα ανοιχτά του νησιού εκτελώντας το δρομολόγιο Τεργέστη – Καλκούτα. Είχε πλήρωμα 144 ανθρώπους, 38 επιβάτες και μετέφερε κυρίως ζάχαρη, Ο κακός καιρός, οι σφοδροί άνεμοι, πιθανόν και κάποια ανθρώπινα λάθη συνετέλεσαν ώστε το πλοίο να παρεκκλίνει της πορείας του και να πέσει πάνω στους υφάλους που κρύβονται στην περιοχή. Δεν είναι το πρώτο ναυάγιο που έγινε σε κείνα τα νερά. Το Λαφονήσι έχει το όνομα «τάφος καραβιών» όχι αδίκως, κι αυτοί που ξέρουν λένε πως σε τούτο το κομμάτι της θάλασσας σχηματίζονται τα μεγαλύτερα κύματα της Μεσογείου. Τόσο μεγάλα, που κάποιες φορές κουκουλώνουν όλο το νησί και φτάνουν μέχρι την ανατολική του πλευρά.
Η «αυτοκράτειρα» λοιπόν σφηνώνεται στα βράχια, ενώ το πίσω της μέρος βυθίζεται. Οι μηχανές και τα φώτα σβήνουν. Τα κύματα τη χτυπούν αλύπητα. Ο πλοίαρχος διατάσσει να μαζευτούν όλοι στο σφηνωμένο μπροστινό τμήμα, Μερικοί από τους επιβαίνοντες τον αψηφούν και κατεβάζουν λέμβους ή πηδούν στην θάλασσα. Πνίγονται τριάντα οκτώ. Από το μοναστήρι της Χρυσοσκαλίτισσας ο ηγούμενος Γρηγόριος Πλοκαμάκης ξεσηκώνει τα γύρω χωριά και σπεύδει για βοήθεια των ναυαγών. Όλοι μαζί ηγούμενος, μοναχοί και κάτοικοι φτιάχνουν πρόχειρα καταλύματα, μαζεύουν ξύλα, ανάβουν φωτιές φέρνουν από τα σπίτια τους σεντόνια και κουβέρτες. Κουβαλούν τρόφιμα και κρασί. Να ταΐσουν, να ποτίσουν, να ζεστάνουν, να περιθάλψουν και να παρηγορήσουν. Δεν σκέφτονται την δική τους φτώχεια, τις δικές τους δυσκολίες. Μοιράζονται γενναιόδωρα το υστέρημα τους.
Ο Παν. Μοτάκης που ξέρει κολύμπι ρίχνεται στην θάλασσα κρατώντας ένα σχοινί και προσπαθεί να δέσει μ αυτό μια κλυδωνιζόμενη βάρκα που τελικά καταφέρνουν να βγάλουν στην ακτή. Μια κοπέλα σε μια άλλη λέμβο την στιγμή που προσεγγίζει την ξηρά, χάνει την ισορροπία της και πέφτει εξαντλημένη στην θάλασσα. Ένας αστυνομικός ρίχνεται στα παγωμένα νερά και την διασώζει. Κάποιος από τους κατοίκους σπεύδει έφιππος στα Χανιά (15 ώρες ταξίδι τότε) να μεταδώσει το νέο και να ζητήσει βοήθεια.
Στην Σούδα εκείνη την εποχή της Κρητικής Πολιτείας, ναυλοχούν πλοία των μεγάλων δυνάμεων. Τα Ρώσικα Χιβίντις , 212, ένα γαλλικό, ένα ιταλικό και το αυστριακό Κάστωρ, κατευθύνονται στο Λαφονήσι όπου παραλαμβάνουν τους επιζώντες.
Το επόμενο χρονικό διάστημα ψάχνουν για τις σωρούς των πνιγμένων. Όσες βρίσκονται ενταφιάζονται στο νησί, όπου και στήνεται ένα μνημείο για τα θύματα του ναυαγίου.
Ο κυβερνήτης του Χιβίντις, πλοίαρχος Νικόλαος Φιλοσοφώφ, παρασημοφορείται για την συμβολή του στην διάσωση των επιβατών της «αυτοκράτειρας.»
Δέκα πέντε χρόνια μετά, η Ελληνική πολιτεία ενθυμούμενη το τραγικό ναυάγιο, αποφασίζει να κατασκευάσει φάρο στο μέρος αυτό, για την προστασία των διερχομένων πλοίων. Αναγείρεται ένας πέτρινος στην δυτική πλευρά του νησιού. Είναι ψηλός με 144 σκαλοπάτια και το φως του είναι ορατό σε απόσταση 40 μιλίων.. Δίπλα από τον φάρο κτίζεται σπίτι για τον φύλακα, στέρνα για το νερό, φούρνος για το ψωμί. Για να ψηθεί ο ασβέστης που χρειάστηκε για το σύνολο των κατασκευών, κόπηκαν με άδεια του δημάρχου της περιοχής, όλα τα δένδρα του νησιού. Κέδροι, βελανιδιές και χαρουπιές. Οι Γερμανοί στην κατοχή διώξανε τους φαροφύλακες και δημιούργησαν στον φάρο ένα φυλάκιο. Για να περνάνε την ώρα τους, έκαναν σκοποβολή με τα κρανία που έβρισκαν σπαρμένα σε όλο το νησί. Ώσπου κάποιος ντόπιος τους είπε ότι μπορεί τα κεφάλια αυτά να είναι και αυστριακά, από το ναυάγιο. Τότε σταματήσανε αυτό το βέβηλο παιχνίδι.
Το 1945 με το τέλος του πολέμου οι ηττημένοι πλέον Γερμανοί, τοποθέτησαν στην θάλασσα μια νάρκη νερού βάρους 250 οκάδων. Την πυροδότησαν φεύγοντας, πιστεύοντας ότι από την έκρηξη θα καταστραφεί όλο το νησί. Ανατινάχτηκαν μόνο, ο φάρος και τα κτίσματα γύρω του. Καθώς και το μνημείο για τους νεκρούς του Imperatrix. Σήμερα, ένας άλλος φάρος σιδερένιος και αυτόματος, προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία για το νησί και τους υφάλους του.
Οι παλιοί εννιαχωριανοί διασώζουν μνήμες ότι σαν παιδιά μετά το ναυάγιο έβρισκαν πλήθος από θησαυρούς. Σπασμένα γυαλιά και κεραμικά γέμιζαν την ακτή και γίνονταν πολύτιμα παιχνίδια σε καιρούς δύσκολους.
Τούτη δω η ιστορία του ναυαγίου της μεγαλοπρεπούς «αυτοκράτειρας» που ατύχησε, είναι μόνο η αρχή μιας άλλης μεγαλύτερης διήγησης που έχει να κάνει με τα γυρίσματα και τα παιχνίδια της μοίρας. Περιμένει ωστόσο υπομονετικά στην άκρη, για να την συνεχίσω την επόμενη εβδομάδα.
ΥΓ. Στοιχεία πολύτιμα για τούτο το κείμενο, άκουσα από τον κ. Εμμανουήλ Κογχυλάκη στην εκπομπή του Γιώργου Βιτώρου της Νέας Κρήτης tv. «Κρητών έργα: Ελαφονήσι. Το σμαράγδι της Κρήτης».