Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Σκέψεις.. Ταξίδια… Ιστορίες…

ΚΟΝΤΟΜΑΡΙ

«Τούτες οι εικόνες, είναι οι µοναδικές που δείχνουν εκτελέσεις» µου έλεγε κάποιος από το Κοντοµαρί. «Πουθενά αλλού, ούτε στο ∆ίστοµο των 229 νεκρών, ούτε στα Καλάβρυτα των αγνώστου αριθµού πάντως πάνω των 500 εκτελεσθέντων, δεν υπάρχουν τέτοιου είδους αποτυπώσεις της ωµής και σκληρής πραγµατικότητας των ¨πάρα πολύ πολιτισµένων Αρίων κατακτητών µας ¨ του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου».
Και βέβαια µου µιλούσε για τούτες τις φωτογραφίες που κυκλοφορούν ελεύθερα όλο τον χρόνο, αλλά εµφανίζονται ως επί το πλείστον αυτές τις ηµέρες µε την ευκαιρία της Μάχης της Κρήτης. Για να µας φρεσκάρουν την µνήµη και να µας πληγώσουν. Χρειάζεται άραγε ένα ορφανό του τότε, που ακόµα και µετά από 83 χρόνια, παππούς πια, κουβαλά το τραύµα εκείνης της ηµέρας φωτογραφία, για να του θυµίσει την δυστυχία του; Σίγουρα όχι. Την χρειαζόµαστε οι υπόλοιποι, όµως. Την χρειάζονται οι νεώτεροι. Και οι φωτογραφίες αψευδείς µάρτυρες µιας αποφράδας ηµέρας είναι εκεί και µας µιλούν-γιατί πραγµατικά µιλούν µε χίλιες λέξεις -για τα γεγονότα και τα αισθήµατα. Τα γεγονότα τα βλέπεις αποτυπωµένα στο χαρτί. Καταλαβαίνεις: Την µάζωξη των κατοίκων από τα οπλισµένα, µόλις µιας µέρας, αφεντικά τους. Το ξεχώρισµα: από εδώ οι γυναίκες και οι γέροι κι από εκεί …. οι νέοι, οι άξιοι, αυτοί που µπορεί να λαβώσουν το γόητρο του κατακτητή, Τις ανήσυχες συνοµιλίες…..
Τα αισθήµατα τα διαβάζεις στα πρόσωπα των εµπλεκοµένων. Από φωτογραφία σε φωτογραφία η αρχική έκφραση των κρατουµένων αλλάζει. Στην αρχή υπάρχει µια υποψία αλλά το βλέµµα είναι ακόµα αθώο, ο νους δεν πάει στο κακό. Στο τέλος τούτη η αψηφησιά έχει αλλάξει. Αντίστοιχα βλέπεις και τα µάτια των κατακτητών. Εκείνοι µοιάζουν σαν να πηγαίνουν εκδροµή και εκεί στην καλύτερη στιγµή να τους βάζουν να κάνουν µια αγγαρεία. Που δεν τους φαίνεται βαριά, ούτε παράλογη. Την εκτελούν-µια δουλειά που είναι να γίνει ας γίνει µια ώρα αρχύτερα- κι αποχωρούν. Μοιάζει σαν τίποτα να µην τους αγγίζει. Ανθρώπους σκότωσαν όµως φαίνεται να µην έχουν συναίσθηση της πράξης τους.
Προσωπικά τούτες οι φωτογραφίες από την εκτέλεση των αµάχων στο Κοντοµαρί, µε συγκλονίζουν γιατί τις βλέπω ακριβώς όπως σας τις περιέγραψα παραπάνω. Βλέπω τους δουλευτήδες, τους ξωµάχους, τις γυναίκες και τα µικρά παιδιά να προσπαθούν να συνεννοηθούν να βγάλουν µια άκρη. Βλέπω την συµπεριφορά των «αποφασίζω και διατάζω κι εσύ ο απέναντι είσαι σκουπίδι και ανήµπορος να αντιδράσεις». Συµµετέχω σ αυτήν την δοξαστική ανθισµένη φύση, που υµνεί την ζωή. Και µετά; Μετά στον ειρηνικό ελαιώνα κάτω από µια αιωνόβια ελιά µέσα στο απαύγασµα του απογευµατινού φωτός, να κείτεται ένας σωρός από σακατεµένα κορµιά. Να και η χαριστική βολή! Και µετά; Μετά εκκωφαντική σιωπή.
Τις φωτογραφίες αυτές δεν τις γνωρίζαµε από τον πόλεµο . Τις µάθαµε κάποια στιγµή περίπου σαράντα χρόνια πριν. Θέλω σήµερα να σας πω την ιστορία τους. µια ιστορία που µε στοιχειώνει από τότε που την πρωτόµαθα.
Το γεγονός είναι ότι ο δηµοσιογράφος Βάσος Μαθιόπουλος που βρισκόταν ήδη από την δεκαετία του 60 στην Γερµανία ανταποκριτής κάποιων Ελληνικών εφηµερίδων, ψάχνοντας στα Γερµανικά αρχεία ανακάλυψε κι αυτές τις συγκεκριµένες ανάµεσα σε πολλές άλλες φωτογραφίες της Κατοχής από την Ελλάδα. Ήταν φιλµ που είχε πάρει ο φωτογράφος Franz-Peter Weixler . Ο Φραντς είχε σταλεί από την Γερµανική προπαγάνδα και η δουλειά του ήταν να στέλνει ανταποκρίσεις για το πόσο καλοί, γενναίοι και χαρούµενοι ήταν οι συµπατριώτες του. Η ανώδυνη αποστολή εξ αρχής φανερώνεται δύσκολη. Ο υποσµηναγός Χορστ Τρέµπες µε το που τέλειωσε η Μάχη και η χώρα του κυριάρχησε στο νησί, τού ζητά να πάνε για µια απογευµατινή αποστολή. Βλέπει τον νεαρό στρατιωτικό να χαµογελά αλλά βλέπει και το µάτι του που γυαλίζει. Ξέρει, ότι ανήκει στο 3ο τάγµα αλεξιπτωτιστών ένα τάγµα που στην µάχη έχασε τα 3/4 των ανδρών του (400 από 600) και όλους τους αξιωµατικούς του πλην αυτού του θερµοκέφαλου 24χρονου, του αναστηµένου µέσα στις αγκάλες της Χιτλερικής νεολαίας.
Ο Φραντς τραβά αυτές τις φωτογραφίες και κάποιοι υποστηρίζουν ότι τις δηµοσιοποίησε ήδη πριν το τέλος του πολέµου. Στην Βικιπαίδεια αναφέρεται ότι δικάστηκε γι αυτό και έµεινε για κάποιο διάστηµα στην φυλακή το 1944.
Οι φωτογραφίες έµειναν στα συρτάρια των Γερµανικών αρχείων όπου τις ανακάλυψε ο Έλληνας δηµοσιογράφος. Ήξερε ότι οι φωτογραφίες ήταν από την Κρήτη αλλά πουθενά δεν αναφέρονταν ο συγκεκριµένος τόπος εκτέλεσης. Τις έστειλε λοιπόν στον «Ταχυδρόµο» προς δηµοσίευση. Από το περιοδικό στάλθηκε ο δηµοσιογράφος Κωστής Παπαπέτρου να κάνει έρευνα και να µάθει ποιό τόπο της Κρήτης αφορούσαν. Ακούω τον ίδιο τον Παπαπέτρου να λέει ότι το Κοντοµαρί ήταν το 48ο χωριό που επισκεπτόταν. Με το που έδειξε την πρώτη εικόνα ο χωριανός που του µιλούσε έµεινε στα χέρια του λιπόθυµος. Είχε αναγνωρίσει εκεί µέσα τον γονιό που δεν είχε προλάβει ζωντανό ποτέ. Σε λιγάκι κι άλλοι ήρθανε. Κι άλλες αναγνωρίσεις γινήκανε. Πατεράδες, σύζυγοι, αδελφοί. Να πεθαίνουν πάλι και πάλι και πάλι µέσα στο χαρτί των φωτογραφιών. Και οι ζωντανοί να θάβουν για άλλη µια φορά και να ξαναζούν την ορφάνια, την στέρηση και την ανελέητη φτώχια.
Κι έτσι ξετυλίχτηκε ο µίτος του κουβαριού της ανεύρεσής των, Οι φωτογραφίες δηµοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Ταχυδρόµος το 1980. Μετά συµπεριελήφθησαν σε ένα βιβλίο του Μαθιόπουλου µε τον τίτλο «Εικόνες Κατοχής».
Λέγεται ότι ο Φραντς Βαίξλερ επέστρεψε στο Κοντοµαρί το 1955. Ήταν σούρουπο όταν κάθισε στο καφενείο και σιωπηλός, παρατηρούσε τους θαµώνες. Αυτοί όπως το επιτάσσει ο νόµος της φιλοξενίας τον κέρασαν τσικουδιά και συνέχισαν τις κουβέντες τους. Σε λιγάκι σαν ο ξένος βεβαιώθηκε ότι η κατάσταση είναι ήρεµη κι ότι κανείς δεν τον κοίταζε καχύποπτα φανέρωσε το µεγάλο του µυστικό. «Εγώ, τους είπε, είµαι ο φωτογράφος των νεκρών σας. Μα δεν έφταιγα. ∆εν τους σκότωσα εγώ. .Εγώ εκτελούσα διαταγές .»
«Εκείνη τη στιγµή ένα σπίρτο χρειαζότανε µόνο για να εκτραχυνθεί η κατάσταση» περιγράφει ένας από τους παρόντες χωριανούς. «Και να χαλάσωµε την ανθρωπιά µας και τις συνήθειες του τόπου µας». Τότε σηκώθηκε αυτός που οι «ευγενικοί» κατακτητές του είχαν στερήσει τον πατέρα και τρείς θείους στα οχτώ του χρόνια και αφού µάζεψε τους δικούς του: «Ελάτε τους είπε. Τηρήσαµε εµείς τα πρεπά, τα έθιµά µας και την µεγαλωσύνη του λαού µας. ∆ρόµο τώρα» κι αποχωρήσανε αξιοπρεπείς χωρίς να χάσουν την αυτοκυριαρχία µα κυρίως τον αυτοσεβασµό τους.
Αλλά κι αυτόν τον Γερµανό που την ώρα που πυροβολούσε χαµογελούσε, αναγνώρισε µια Ελληνίδα εργαζόµενη σε ξενοδοχείο, στο πρόσωπο ενός τουρίστα. Του έδειξε την φωτογραφία και τον ρώτησε αν ήταν αυτός για να λάβει την επιβεβαίωση και την πανταχού παρούσα δικαιολογία που δίνει κατά την άποψή τους άφεση σε όλα. «Εκτελούσα διαταγές» είπε κι αυτός. Αλλά φρόντισε να µην ξαναβρεθεί κοντά στην υπάλληλο αυτή.
Ο χρόνος που περνά, λένε, επουλώνει τις πληγές. Σήµερα ογδόντα τρία χρόνια µετά την 2α Ιουνίου του 1941, τα έργα της ειρήνης µοιάζει να έχουνε καλύψει τις πληγές του πολέµου. Μα στο µυαλό µου δεν παύει να τριγυρνά µια µαντινάδα που άκουσα από τον Γιώργο Βιτώρο:
Ήρθανε οι χρόνοι κι οι καιροί που πεθυµούσαµε όλοι, µα τα καλύτερα δεντρά λείπουν από το περβόλι.

Υ.Γ. τα στοιχεία για τούτο το κείµενο είναι παρµένα από την εκποµπή της Μηχανής του Χρόνου µε τον τίτλο: Κοντοµαρί (https://www.youtube.com/watch?v=nC4NxQSgG_g)


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα