Χριστός Ανέστη, συμπολίτες.
Μια εκπομπή στην τηλεόραση, αυτές τις άγιες ημέρες της Πασχαλιάς, μου θύμισε χρόνους περασμένους. Τότε, που η οικονομική κρίση μάς ήταν άγνωστη. Τότε που τις καραντίνες του κορωνοϊού, μόνο σε βιβλία επιστημονικής φαντασίας μπορούσες να τις συναντήσεις. Τότε λοιπόν είχα κάνει ένα μεγάλο ταξίδι.
Ημέρες Λαμπρής ήταν και είχα την τύχη να επισκεφτώ τρεις χώρες της Μέσης Ανατολής. Την Συρία, την Ιορδανία και τον Λίβανο. Η Συρία, τότε, ήταν ακόμα ευνομούμενο κράτος που ο πόλεμος δεν το είχε αγγίξει και ο Λίβανος βρισκόταν εκείνη την εποχή σε μια πρόσκαιρη ειρηνική ανάπαυλα. Το ταξίδι μου αυτό ήταν πολλώ λογιώ αξιοθαύμαστο. Τρεις χώρες παρόμοιες αλλά και διαφορετικές μεταξύ τους.
Χώρες που η ιστορία έχει καταγράψει πάνω τους, το πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα ίχνη του είναι πανταχού παρόντα. Σε αρχαία μέρη που έχουν κτιστεί από αυτόν, σε ακροπόλεις που πολιόρκησε, σε τόπους που διέσχισε.
Χώρες που υπήρξαν για κάποιους αιώνες κομμάτια βασικά και σημαντικά της βυζαντινής παντοκρατορίας. Που αυτοκράτορες και αυτοκρατορικοί στρατοί τις διεκδίκησαν και τις υπερασπίστηκαν στο διάβα των χιλίων εκατό χρόνων της ζωής της.
Χώρες που αν και σήμερα είναι μουσουλμανικές κάποτε ήταν το λίκνο και η βάση του Χριστιανισμού. Όταν ξεκίνησε το ταξίδι ήμουν πεισμένη ότι το χρόνο εκείνο το Πάσχα θα ήταν μια ξεχασμένη υπόθεση, αφού αποκλειόταν εκ των πραγμάτων να το γιορτάσουμε όπως εδώ. Όμως η προσμονή για εικόνες νέων άγνωρων τόπων και η γνωριμία μιας άλλης κουλτούρας ισοφάριζε την απώλεια αυτή.
Όλη η Μεγάλη εβδομάδα πέρασε χωρίς να την καταλάβομε τρέχοντας από τόπο σε τόπο και από αξιοθέατο σε αξιοθέατο. Είχαμε πολλά να δούμε. Πάμπολλες; αρχαίες πόλεις, ελληνιστικά θέατρα, άπειρα Ελληνόγλωσσα ψηφιδωτά, κάστρα των σταυροφόρων, την θαυμαστή πόλη της Πέτρας και βέβαια την Νεκρά θάλασσα και την έρημο. Κάποιο απόγευμα μέσα στο τουριστικό λεωφορείο, επιστρέφοντας στην βάση μας σε ξενοδοχείο στο Αμμάν την πρωτεύουσα της Ιορδανίας, κάποιος από τους συνταξιδιώτες είπε:
-Μεγάλη Παρασκευή σήμερα παιδιά, μην το ξεχάσουμε.
Και γυρίζοντας προς τον ξεναγό τον ρώτησε αν υπάρχει στην περιοχή κάποια Χριστιανική εκκλησία που να μπορούμε να πάμε. Εκείνος αμέσως μας κατατόπισε και με έκπληξη πληροφορηθήκαμε ότι αυτό που γυρεύαμε ήταν πιο εύκολο από ότι νομίζαμε. Εν ριπή οφθαλμού γινήκανε συνεννοήσεις μεταξύ μας και με τους υπεύθυνους. Ενώ μέχρι εκείνη την στιγμή δεν μας είχε πειράξει που απείχαμε από τα θρησκευτικά μας καθήκοντα, ξαφνικά αιστανθήκαμε μεγάλη νοσταλγία και δεν μπορούσαμε πλέον να διανοηθούμε ότι θα περνούσε η Μεγάλη Παρασκευή, χωρίς μια πράξη υπενθύμισης της ιερότητάς της.. Έτσι, την κανονισμένη ώρα βραδιασμένα πια, βρεθήκαμε όλοι στην είσοδο του ξενοδοχείου, ντυμένοι με τα καλά μας και με την ανάλογη διάθεση. Δεν περιμέναμε κάτι το ιδιαίτερο. Μόνο να αιστανθούμε λίγο το κλίμα της εβδομάδας των Παθών, που λόγω της εκδρομής το είχαμε τελείως ξεχάσει. Τα ταξί μας άφησαν έξω από ένα μεγάλο οίκημα με περίβολο. Εκκλησιά κανονική ήταν και μάλιστα μεγάλη, φωταγωγημένη και μεγαλοπρεπής. Μπήκαμε στην αυλή. Αντιληφθήκαμε πολύ κόσμο και πάρα πολλούς νέους. Από το εσωτερικό ήδη ακούγονταν τα εγκώμια ψαλμένα στα αραβικά. Μετά βρεθήκαμε στην είσοδο του ναού. Οι ντόπιοι εκκλησιαζόμενοι με το που μας είδαν αμέσως έστρεψαν την προσοχή τους πάνω μας.
Αντιληφθήκαμε ένα σούσουρο και μια περιέργεια, όταν κατάλαβαν ότι είμαστε ξένοι.
Χαμογελαστά πρόσωπα μας έδειξαν από πού να αγοράσωμε ένα κερί και που να προσκυνήσωμε. Και παρ όλη την κοσμοπλημμύρα, μόλις αναγνώρισαν ότι μιλούσαμε Ελληνικά, όλοι άνοιξαν εμπρός μας ένα διάδρομο και μας έσπρωξαν προς την ωραία πύλη. Γύρω μας ακούγονταν ψίθυροι: «Είναι Έλληνες». «Ήρθαν από την Ελλάδα».
Χωρίς να καταλάβομε το πώς, βρεθήκαμε κοντά στους ιερείς . Ένας από αυτούς ξεκίνησε στα Ελληνικά: Αι γενεαί πάσαι… Συγχρόνως μας έδωσε ένα βιβλίο με τα τροπάρια στην γλώσσα μας.
Σε λίγο όλο το εκκλησίασμα έψελνε. Μια στροφή εμείς στα Ελληνικά, μια στροφή οι ντόπιοι στα Αραβικά. Η εκκλησιά αντηχούσε από τον θρήνο των εγκωμίων, που όλοι λέγαμε, ο κάθε ένας στην γλώσσα του, αλλά με θαυμαστό συγχρονισμό και βαθιά συγκίνηση.
Όταν τέλειωσε η ακολουθία και βγήκαμε έξω μας βομβάρδισαν με ερωτήσεις και ευχές.
Απάντησαν και στις δικές μας απορίες, πού βρέθηκαν εκεί τόσοι Ορθόδοξοι και πώς ήξεραν τόσο καλά Ελληνικά. Μάθαμε λοιπόν ότι υπάρχουν πολλοί Ιορδανοί που έχουν σπουδάσει στην Ελλάδα. Ότι έχουν γίνει αρκετοί μεικτοί γάμοι και ότι υπάρχει και μια μειονότητα κατοίκων γύρω στο 5% που είναι Χριστιανοί.
Το Μεγάλο Σάββατο στο δείπνο στο ξενοδοχείο, δίπλα από το πιάτο μάς περίμενε ένα κόκκινο αυγό. Την Κυριακή του Πάσχα δε, ακούσαμε την λειτουργία της Ανάστασης από τον Πατριάρχη Αντιοχείας στην Δαμασκό της Συρίας.
Στο μυαλό μου ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει τόσα χρόνια φυλάω αυτήν την πολύτιμη ανάμνηση της μισής Μεγάλης Εβδομάδας που πέρασα σε μέρη τόσο κοντινά σ αυτά που διαδραματίστηκε το Θείον Πάθος.
Κάθε φορά με κατακλύζει η ίδια συγκίνηση όταν θυμάμαι την κοινή Ελληνοαραβική ψαλμωδία και προσευχή. Τον ενθουσιασμό του ιερέα όταν βρήκε και μας έδωσε το βιβλίο με τους ύμνους στην γλώσσα μας. Την χαρά που καθρεφτιζόταν στα πρόσωπα των ντόπιων όταν μας πλησίασαν και θέλησαν να μάθουν νέα μας. Την δική μας έκπληξη γι αυτήν την όαση της ορθοδοξίας μέσα σε ένα αλλόθρησκο κράτος.
Σκέφτομαι τελικά πόσα πολλά πράγματα παίρνει κανείς ταξιδεύοντας, συναντώντας ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων και γνωρίζοντας τις συνήθειες και την κουλτούρα τους. Αντιλαμβανόμαστε τελικά, πόσο οι άνθρωποι σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, έχομε τις ίδιες έγνοιες και τα ίδια προβλήματα. Διαφέρουμε μόνο στον τρόπο που τα επιλύομε και στον τρόπο που ζούμε.