Τελειώνω σήμερα την περιήγηση των τριών χωρών της Μέσης Ανατολής, της Συρίας, της Ιορδανίας και του Λίβανου που είχα γνωρίσει σε ένα θαυμάσιο ταξίδι πριν δέκα έξι ακριβώς χρόνια. Τότε που οι συνθήκες επέτρεπαν ώστε η εκδρομή αυτή να γίνεται και στα τρία κράτη μαζί. Αναφέρθηκα στα προηγούμενα κείμενά μου, στις αναμνήσεις του γιορτινού Πάσχα που πέρασα εκεί, καθώς και στα μνημεία του πολιτισμού και της φύσης που είδα. Στο σημερινό μου άρθρο, θα σας πω για μια άλλη πλευρά της περιήγησης αυτής. νομίζω την σημαντικότερη. Τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους όπως τους είδα και τους έζησα αυτές τις λίγες ημέρες-περίπου δέκα πέντε- που βρισκόμουν εκεί.
Το πρώτο που παρατηρούσε κανείς με το που έφτανε, ήταν τα πλήθη που κυκλοφορούσαν στους δρόμους, ως επί το πλείστον νέοι. Οι περισσότεροι άνδρες με την παραδοσιακή κελεμπία και ένα κάλυμμα στο κεφάλι. Πολλές γυναίκες με ευρωπαϊκά ρούχα αλλά και την απαραίτητη μαντήλα που έκρυβε τα μαλλιά. Αρκετές επίσης φορούσαν μακρύ ένδυμα μέχρι τους αστραγάλους. Μερικές είχαν το πρόσωπό του σκεπασμένο με φερετζέ. Είδαμε και κάποιες, λίγες, που φορούσαν μπούρκα. Σ αυτές δεν μπορούσες να διακρίνεις κανένα σημείο του σώματος τους γυμνό, αφού ακόμα και τα χέρια τους ήταν καλυμμένα με μακριά γάντια.
Στις περιηγήσεις μας συναντούσαμε μαγαζιά με παντός είδους περιεχόμενο. Στους δρόμους όμως, υπήρχαν και πολλοί μικροπωλητές που επιδείκνυαν και διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους σε καρότσια, σε μηχανάκια, ακόμα και χάμω, πάνω σε μια εφημερίδα. Τι ομορφιά! Και τι πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων! Στα αγαθά που πουλούσαν είδαμε από φράουλες μέχρι τζάνερα και τσάγαλα. Από κόκκινες λαχταριστές ντομάτες. μέχρι ραπανάκια και φρέσκα κρεμμυδάκια. Αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν οι ποσότητες των μυρωδικών που είδαμε να διακινούνται. Αγκαλιές ο άνηθος, ο δυόσμος, η μέντα. Τι να πω και για τον μαϊντανό. Σε κασόνια μέσα, να τον πουλούν παντού. Μέχρι και ειδικό εξάρτημα είχαν βρει οι ντόπιοι, για να τον ψιλοκόβουν οι νοικοκυρές. Περιχαρείς αγοράσαμε και φέραμε στα σπίτια μας, κάμποσα από αυτά. Μόνο που για μεγάλη μας λύπη ποτέ δεν δούλεψαν εδώ. Παρά τις προσπάθειές μας, γιατί όταν τα αγοράσαμε τα δοκιμάσαμε πολλές φορές, τα καταπληκτικά αυτό κοφτηράκια έμειναν ανενεργά. Σαν να ήθελαν να μας πουν, πως το κάθε πράμα θέλει τον τόπο του και τον καιρό του.
Στους δρόμους, μαζί με τους σύγχρονους ανθρώπους βλέπαμε να κυκλοφορούν κάποιοι που λες και έβγαιναν από τις ιστορίες των παππούδων. Σε μεγάλες πόλεις είδαμε νερουλάδες να προσφέρουν στους διψασμένους ένα τάσι με το πολύτιμο εμπόρευμά τους αντί κάποιου μικρού τιμήματος. Μια εικόνα τόσο αλλόκοτη, μα και τόσο ιδιαίτερη για μάς τους μοντέρνους ανθρώπους του δυτικού πολιτισμού και του πλαστικού μπουκαλιού.
Στο διάβα μας είδαμε και πάμπολλα καφενεία. Εικόνα οικεία. Με τον γνώριμό μας καφέ-εδώ με γλυκάνισο-το ασυνήθιστο για μας τσάϊ-με πολύ πολύ ζάχαρη- και τους λησμονημένους πια- στον τόπο μας- ναργιλέδες. Σε ένα ξακουστό καφενείο που μάζευε πολύ κόσμο ντόπιο και ξένο, συναντήσαμε άλλον ένα ιδιαίτερο κύριο..
-Είναι παραμυθάς μας είπαν. Καθίστε να τον ακούσετε.
Βολευτήκαμε, και γυρίσαμε να τον κοιτάξωμε. Καθισμένος πάνω σε μια μικρή εξέδρα έλεγε κι έλεγε. Κουνούσε τα χέρια του πέρα δώθε, πάνω κάτω. Κι αυτά γίνονταν αναλόγως άνθρωποι, σκάλες, άλογα, δράκοι.
Τι παράξενο! Ο άνθρωπός αυτός, δεν ήξερε την γλώσσα μας. Ούτε κι εμείς την δική του.
Όμως κάτι μαγικό, συνέβαινε. Όλοι μας, κάθε ράτσας και φυλής που βρεθήκαμε εκεί, όλοι καταλάβαμε- ή μήπως να πω αιστανθήκαμε;- το παραμύθι του με την κυνηγημένη πεντάμορφη και το βασιλόπουλο που μετά από χίλιες δυό περιπέτειες, την έσωσε και την παντρεύτηκε. Συναρπαστική ώρα!
Πολλές εικόνες έχω να σας μεταφέρω:
Ανθρώπων στην Νεκρά θάλασσα, που για θεραπευτικούς λόγους ήταν βουτηγμένοι από την κορυφή μέχρι τα νύχια στην ιαματική μαύρη λάσπη των αλμυρότερων νερών του κόσμου και περιφέρονταν σαν βαμμένοι με κατράμι.
Βεδουϊνων στην έρημο της Ιορδανίας, στην όαση της Παλμύρας, στο φαράγγι της Πέτρας ντυμένων με παραδοσιακά ρούχα και το χαρακτηριστικό μαντήλι – την κεφίγιε- στο κεφάλι, οδηγώντας καμήλες, άλογα, γαϊδουράκια και άμαξες.
Γυναικών στον κόλπο της Άκαμπα να κολυμπούν και να λιάζονται με τα ρούχα, έχοντας καλυμμένο με ύφασμα μέχρι και το τελευταίο εκατοστό του κορμιού τους.
Των κατοίκων του χωριού Χαμιντιέ που μας υποδέχτηκαν με μαντινάδες, μας μίλησαν σε βαριά κρητικά και μας έδειξαν τα σπίτια τους όπου σε περίοπτη θέση δέσποζαν φωτογραφίες της Κρήτης, των Κρητικών τους προγόνων και σημαίες της Ελλάδας.
Των πάμπολλων οργάνων του νόμου, της τάξης και της εξουσίας που περιδιάβαιναν ανακατεμένοι με το πλήθος. Των συχνών μπλόκων για έλεγχο της αστυνομίας, ειδικά στον Λίβανο.
Εικόνες πολλές, που δεν θα έφθαναν ώρες για να σας τις περιγράψω.
Τελειώνω με ένα πρωϊνό στα σουκ του Χαλεπιού. Το Χαλέπι είναι μια πόλη στα βόρεια της Συρίας που έχει συνεχή οίκηση από το 7,000 π.Χ. Όταν το επισκέφθηκα ήταν η μεγαλύτερη και η πιο εμπορική πόλη της Συρίας. Τα δε σουκ, η στεγασμένη αγορά τους δηλ. εθεωρείτο ( πριν τον πόλεμο) η μεγαλύτερη και πλουσιότερη σε όλη την Μέση Ανατολή. Εκεί βρεθήκαμε ένα πρωϊνό μαζί με την συνταξιδιώτισσα φίλη μου να αγοράζωμε καλούδια και δώρα. Το μαγαζί που μπήκαμε τυχαία είχε στενάχωρη είσοδο, μα όταν έφτανες στο εσωτερικό του βρισκόσουν ξαφνικά στην σπηλιά του Αλλαντίν. Ήταν τεράστιο και μέσα εύρισκες ό,τι αποζητούσε η ψυχή κάθε καλού καταναλωτή. Μπήκαμε για ένα μαξιλαράκι αλλά μετά από 2 ώρες ήμασταν ακόμα εκεί, αγοράζοντας και παζαρεύοντας. Οι έμποροι, πατέρας και γιός μας φάνηκαν συμπαθείς και έντιμοι και αποφασίσαμε να ξεμπερδέψουμε εδώ και τώρα με όλα μας τα ψώνια για να αφεθούμε μετά απερίσπαστες στις περιηγήσεις και τα αξιοθέατα. Είχε πια μεσημεριάσει και οι αγορές μας ακόμα μάκραιναν –υπολογίζαμε ότι θέλαμε άλλη τόση ώρα- όταν είδαμε ένα πιτσιρικά να καταφτάνει στο μαγαζί με ένα χάλκινο ταβά στο κεφάλι, φορτωμένο με ό,τι φαγώσιμο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Το μεγάλο αφεντικό απάντησε στο απορημένο βλέμμα μας.
-Κάθε πράγμα έχει την ώρα του. Τώρα τέλειωσε η ώρα του εμπορίου και έφτασε η ώρα της φιλοξενίας. Κοπιάστε να φάμε.
Καθίσαμε λοιπόν εκείνο το απριλιάτικο απομεσήμερο μέσα στο σουκ του Χαλεπιού στην Συρία, δυο μουσουλμάνοι άνδρες και δυο χριστιανές γυναίκες. Φάγαμε και παρεϊσαμε.
Μιλήσαμε επί παντός επιστητού. Απλά κι ανθρώπινα. Όταν άδειασε ο δίσκος ο πατέρας έδωσε το σύνθημα.
-Έφτασε, είπε, η ώρα του εμπορίου και πάλι.
Αναπολώ αυτήν την εκδρομή. Τα μέρη, και πιο πολύ τους ανθρώπους. Κάθε χώρα είχε τις ιδιαιτερότητές της μα η Συρία είχε τους πιο χαμογελαστούς ανθρώπους που συναντήσαμε σε όλο μας το ταξίδι.
Σήμερα, ο πόλεμος έχει κάνει την χώρα αυτή, μια χώρα ερειπίων και προσφύγων. Τα ταξιδιωτικά γραφεία δεν την βάζουν πια στα πακέτα των εκδρομών τους. Η ευδαίμων Συρία έχει εξαφανιστεί. Οι χαρούμενοι άνθρωποί της έχουν χάσει στην καλύτερη, το χαμόγελό τους. Στην χειρότερη, την ζωή τους και την ζωή των δικών τους.
Αλήθεια λένε οι σοφοί, πως ο άνθρωπος είναι θηρίο. Γιατί δεν έχει τέλος η δυνατότητα αλλά και η διάθεσή του να πράττει το κακό. Να μεταμορφώνει επίγειους παραδείσους σε κόλαση.
Και χαμογελαστούς ανθρώπους σε ανέστιους πρόσφυγες.