«Είδαμε πως ήμασταν κυκλωμένοι από τους Γερμανούς… είμαστε λίγοι και ξέραμε πως το αποτέλεσμα θα ήταν μοιραίο, αλλά δεν οπισθοχωρήσαμε. Είπαμε θα προσπαθήσωμε… αν τα καταφέρωμε καλώς, αλλιώς θα πολεμήσωμε μέχρι θανάτου» διηγείται σε μια εκπομπή στο διαδίκτυο, ο ασπρομάλλης παλιός Κρητικός αγωνιστής και μετά «συγγνώμη, συγκινήθηκα» λέει σιγανά και η φωνή του σπάει και τα μάτια του γυαλίζουνε από κάποια δάκρυα που σφίγγεται να μην τα φανερώσει. Γιατί οι θύμησες είναι εκεί, ολοζώντανες, ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια.
Τελευταίο δεκαήμερο του Μάη. Κάθε χρόνο η μνήμη ξεστρατίζει στα όσα σημαντικά έχουνε γίνει, ανά τους αιώνες, μέσα σ αυτές τις μέρες. Κορυφαίο γεγονός για το νησί μας η μάχη της Κρήτης. Χαίρομαι να βλέπω πως η ιστορία δεν ξεχνιέται. Πως δεν μένει μόνο σε στεγνές αφηγήσεις επίσημων φορέων. Πως η συλλογική συνείδηση την κρατάει και την απλώνει.
Και φέτος γιορτάζοντας τα 81 χρόνια που έχουνε περάσει, πολλές εκδηλώσεις γινήκανε. Τόσες που δεν πρόφταινες να τις παρακολουθήσεις όλες. Εγώ πήγα στο θεατρικό έργο «Μαύροι σταυροί» που ανέβηκε στο γήπεδο Μουρνιών. Στο γήπεδο γιατί δεν νομίζω να χωρούσε σε άλλο μέρος μια τόσο πολυπρόσωπη και πλούσια παράσταση. Υπερπαραγωγή την ονομάτισαν οι συντελεστές της και δεν έχουν άδικο. Κατάφεραν να παρουσιάσουν μέσα σε δυό περίπου ώρες, κομμάτια της πρόσφατης ιστορίας μας. Κομμάτια σημαντικά γιατί μέσα από την καταγραφή τους περιγράφονται, χαρακτηρίζονται και νοηματοδοτούνται οι άνθρωποι και οι καταστάσεις. Χάρηκα που είδα τόσους νέους να γεμίζουν το γήπεδο και να φεύγουν με ένα ύφος ευχαριστημένο και προβληματισμένο μαζί. Οι νέοι είναι αυτοί που πρέπει να μαθαίνουν και να συνεχίζουν.
Βλέπω και ακούω για μια ακόμα φορά ντοκιμαντέρ και μαρτυρίες για την επιχείρηση Ερμής που έπληξε το νησί μας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Για την πρώτη και μοναδική αερομεταφερόμενη επιχείρηση κατάληψης που επιχειρήθηκε. Είχαν χρησιμοποιηθεί, λένε, οι αλεξιπτωτιστές κι άλλη φορά στην Ολλανδία αλλά είχαν βοήθεια και από άλλα σώματα. Για την Κρήτη όμως, αποφασίστηκε η κατάληψή της να γίνει μόνο από αέρος. Και όπως υποστήριζαν οι επικεφαλείς ήταν υπόθεση 24 ωρών να την πραγματοποιήσουν. Και μην σας νοιάζει, έλεγαν στους ιπτάμενους στρατιώτες τους. Δεν υπάρχει μεγάλη δύναμη πυρός να σας αντιμετωπίσει και οι κάτοικοι δεν θα αντιδράσουν, μάλλον θα σας καλοδεχτούν.
Ναι. Τα καταφέρανε οι Γερμανοί και την πήραν την Κρήτη. Όχι σε 24 ώρες αλλά σε δώδεκα μέρες. Ναι. Οι σύμμαχοι μας αν και ήταν εκεί, ήταν λειψοί και κακά οπλισμένοι. Όμως πολέμησαν σαν λιοντάρια. Ακόμα και οι Νεοζηλανδοί και οι Μαορί που έρχονταν στην κυριολεξία από την άλλη μεριά του κόσμου, από το νότιο ημισφαίριο, που δεν ήξεραν όχι που πέφτει το νησί μας αλλά ούτε καν ότι υπήρχε, ακόμα κι αυτοί έγραψαν ιστορία με την γενναιότητά τους. Αλλά η μεγάλη έκπληξη ήρθε από τους ντόπιους. Αυτούς που θα υποδέχονταν υποτίθεται με ρόδα τους καταχτητές. Αυτοί οι μεστωμένοι άνθρωποι-γιατί όλοι η νεολαία του νησιού που αποτελούσε την 5η μεραρχία Κρητών είχε ήδη σταλθεί από το φθινόπωρο του 1940 να πολεμήσει στην Αλβανία, αφήνοντάς τον τόπο και τους ανθρώπους του απροστάτευτους- αυτοί οι βετεράνοι των βαλκανικών πολέμων και του άλλου μεγάλου πολέμου του πρώτου, ακόμα και οι γυναίκες και τα παιδιά, αυτοί οι ανίδεοι οι άοπλοι κάνανε την μεγάλη διαφορά. Αυτοί που αν και βλέπανε πρώτη φορά στην ζωή τους αλεξιπτωτιστές κι αεροπλάνα, το ψυχανεμιστήκανε το πράγμα. Πιάσανε την κατσούνα και το δικράνι, πήρανε τον παλιό γκρά και ξαμοληθήκανε σε πλαγιές και λόγγους. Να υπερασπιστούνε βωμούς και εστίες. Να υπερασπιστούνε τον τόπο, τους ανθρώπους και την λευτεριά.
Ναι, την πήρανε την Κρήτη οι καταχτητές, μα την πήραν με τον δύσκολο τρόπο. Με πολύ αίμα και μεγάλες απώλειες. Γι αυτό φαίνεται πως μετά, όταν μας κυριέψανε, φανήκανε τόσο μα τόσο σκληροί. αδυσώπητοι και χωρίς έλεος, Να κάψουν, να καταστρέψουν, να σκοτώσουν μέχρι και βρέφη, γυναίκες και άμαχους.
Πόσο όμορφος είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος, λέει ο αρχαίος ποιητής.
Μα τούτοι δω οι κατακτητές διαλέξανε την άλλη μεριά, όχι αυτή του ανθρώπου. Ωστόσο μέσα στα τόσα σκληρά, βίαια και άσχημα που άκουσα και είδα αυτές τις μέρες, εγώ θέλω να κρατήσω κάποια διαφορετικά. Την κουβέντα ενός γέροντα Κρητικού: «δεν μου φταίνε οι Γερμανοί, έλεγε, μου φταίει ο Ναζισμός». Την επιστροφή των συμμάχων βετεράνων όσο ζούσαν ακόμα και τώρα των απογόνων τους κάθε χρόνο τέτοιες μέρες στην Κρήτη για να συνεορτάσουμε και να αποτίσουν φόρο τιμής σε εκείνους που λείπουν από αυτό το προσκλητήριο. Τους Αυστραλούς εργαζόμενους σε πλοία που όταν μάθουν ότι περνούν από τα ανοιχτά της Κρήτης. βγαίνουν στο κατάστρωμα και στέκονται προσοχή όση ώρα φαίνεται το νησί μας στον ορίζοντα. Το νοσοκομείο που είχαν φτιάξει στο νησί και όπου νοσηλεύονταν αδιακρίτως Έλληνες, σύμμαχοι και Γερμανοί. Την μάνα που πήγαινε στο νεκροταφείο των Γερμανών στο Μάλεμε και άναβε τα καντήλια στους τάφους των εχθρών μας.
Κρατώ για το τέλος την διαπίστωση, ειπωμένη μάλιστα από το χείλη ενός αμερόληπτου του Γερμανού καθηγητή Φλάϊσερ ότι η αντίσταση της Κρήτης γίνηκε οδηγός και σύμβολο. Παρ όλη την παντοδυναμία του εχθρού, όλοι θέλανε πια να πράξουν ό,τι και οι Κρήτες και να φανούν ισάξιοί τους.