Με εύλογο ενδιαφέρον και περιέργεια είδαμε το αφήγημα του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, που δημοσιεύθηκε και διενεμήθη σε τρεις τόμους από την εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” στις τρεις Κυριακάτικες εκδόσεις του (22, 28.11 και 5.12.2015).
Δεν είναι πρώτη φορά που ο τέως επιχειρεί να ασχοληθεί με την πολυτάραχη εποχή του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, η πρώτη με εκτενή αρθρογραφία στην ίδια εφημερίδα το 2006, στην οποία ο ρόλος του για τον τόπο μας υπήρξε σημαντικός και μοιραίος. Ούτε είναι σπάνιο και μη αναμενόμενο σε τέτοια αφηγήματα να αποφεύγεται η αγιοποίηση προσώπων και η διασφάλιση της υστεροφημίας του κύκλου των. Με το «πρόσχημα» μίας κάποιας αντικειμενικότητας οι άνθρωποι, κατά κανόνα συγγράφουν, δεν γράφουν την ιστορία τους. Εδώ όμως δεν πρόκειται για φτηνό ρομάντζο ή κατασκευή «ποιητική αδεία». Το θέμα είναι σοβαρότερο απ’ όσο ίσως και ο ίδιος αντιλαμβάνεται, ιδίως με την έκταση, τη μορφή και στη συγκυρία που λαβαίνει χώρα. Τα αισθήματα που προκαλεί το σημερινό δημοσίευμα είναι πολλά και ποικίλα, ανάμεσά τους σκέψεις, απορίες, οργή, θλίψη και αγανάκτηση. Κανείς φυσικά δεν αμφιβάλλει και ως ένα σημείο είναι κατανοητό, ότι η προσπάθειά του δεν θα αποτελούσε μια επιχείρηση δικαιολόγησης των όσων συμπεριφορών του υπήρξαν αρνητικές στις εξελίξεις και ένα εγχείρημα εξωραϊσμού των καταστροφικών για τον λαό και τον τόπο ενεργειών του.
Ειδικά η «συνομήλική» του γενιά, η γενιά του 114, όπως αποκλήθηκε, που εξαιτίας των προσωπικών του κυρίως ενεργειών απόκτησε αυτήν την επωνυμία της και που εξαιτίας και σε αντίσταση στις συμπεριφορές και ενέργειες του εκείνες, προκλήθηκε η δράση της. Η απάντηση στα όσα περιέχονται στο αφήγημά του, με την αυτονόητη αναγκαία ανοχή μίας παρουσίασης της ιστορικής αυτής περιόδου, με απολογητική και εξωραϊστική διάθεση, προσωπική και οικογενειακή, ανήκει στους ιστορικούς. Ιδιότητες και ικανότητες τις οποίες δεν διεκδικεί ο γράφων. Μένει γι’ αυτόν μόνο η επισήμανση μερικών σημείων και η υπογράμμιση της συγκυρίας που λαβαίνει χώρα το εγχείρημα όπως και η υπογράμμιση κάποιων αποριών που γεννιώνται. Ιδιαίτερα, επισημαίνεται ο χρόνος που επελέγη, ο ευρύτερος χώρος όπως και το «μέσο» με το οποίο παρουσιάζεται το «ιστόρημα».
Σημειώνεται επίσης η «αρωγή» που του προσφέρει ένα σημαντικό στέλεχος του δημοσιογραφικού προπυργίου της δημοκρατικής παράταξης εκείνης, ιδίως, της εποχής. Χωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά, μετά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του συγκροτήματος αυτού, που οι διάδοχοι κυρίως του ιδρυτού, παρουσίασαν ρωγμές στην αταλάντευτη, σταθερή στήριξη αυτής της παράταξης, από την οποία ουκ ολίγα, υλικά και όχι μόνο, αποκόμισαν από την αποκλειστική μονοπώληση της έκφρασής της.
Στις εντελώς επιγραμματικές επισημάνσεις, με την επιφύλαξη που διατυπώθηκε παραπάνω, θα σημείωνα:
Α) ΙΣΤΟΡΙΚΑ
1. Αλήθεια, από πού αντλεί ο συγγραφέας την ιστορική αυθεντία στην αποτίμηση της προ αυτού συμπεριφοράς, της ιστορίας, της οικογένειάς του; Ιδιαίτερα, του παππού του Κωνσταντίνου του Α΄ ή του ΙΑ΄, όπως αποκλήθηκε, της γιαγιάς του Σοφίας όπως και της μητέρας του Φρειδερίκης. Πώς επιχειρεί, με κάποια λεπτότητα, να φορτώσει τον «διχασμό» αποκλειστικά στον Ελ. Βενιζέλο και την παράταξή του, όταν είναι πλέον πασίγνωστο, ότι ο Βενιζέλος όχι μόνο δεν δίχασε τον τόπο και δεν φατρίασε αντιμοναρχικά άλλα, αναλαμβάνοντας την αρχή, από μια επαναστατική διαδικασία, αρνήθηκε επίμονα την «παλαϊκή» αξίωση έξωσης του θρόνου, επιβάλλοντας την «αναθεωρητική» και όχι «συντακτική» Βουλή. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επανέφερε τον Κων/νο και τους εξοστρακισμένους πρίγκιπες στο στράτευμα και ανέδειξε φανατικούς αντιπάλους του σε κορυφαίους πολιτειακούς και στρατιωτικούς ηγέτες (Στρέιτ, Μεταξά, Δουσμάνη, Ρακτιβάν, κ.ά.). Τον Κων/νο μάλιστα, ανέδειξε σε στρατηλάτη, εξαγνίζοντάς τον από το όνειδος του πολέμου του 1897 στον οποίο ο «πρωταγωνιστικός ατυχής» του ρόλος, υπήρξε αδιαμφισβήτητος. Οπως και ότι με τις επίμονες προσπάθειές του κατάφερε να τον κατευθύνει προς τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο ίδιος επέμενε να εκκαθαρίσει το βόρειο και δυτικό μέτωπο, κατά τις υποδείξεις του επιτελείου του και μετά να ασχοληθεί με το μήλον της έριδος για όλους τους συμμάχους τη Θεσσαλονίκη και συνακόλουθα τη Μακεδονία και τη Θράκη. Έφτασε στο σημείο, όχι μόνο να τον «διατάξει», αλλά και να στείλει τον πατέρα του, συνετό Βασιλιά Γεώργιο, στην Κοζάνη για να τον ελέγξει και να τον μεταπείσει, να δεχθεί τελικώς, να ακολουθήσει τη σωτηρία για τη βόρειο Ελλάδα, κίνηση λίγες ώρες πριν η σπεύδουσα στρατιά του Βούλγαρου Θεοδωρώφ καταφτάσει και την καταλάβει. Ίσως, αν συνέβαιναν διαφορετικά τα πράγματα, σήμερα να χρειαζόμαστε διαβατήριο για μετάβασή μας στη Βόρειο Ελλάδα. Το ίδιο και με τη σύγκρουση για την έξοδο στον α’ πόλεμο, που την αποδίδει σε αθώες δήθεν, διαφορετικές εκτιμήσεις, λες και οι τεκμηριωμένες πλέον αποκαλύψεις του ρόλου της γιαγιάς του Σοφίας και της γερμανόφιλης καμαρίλας με τις μεθοδεύσεις και παρεμβάσεις του Γερμανού πρέσβυ είναι σήμερα αδιαφώτιστες! Όπως και για τη δολοφονία του Γεωργίου του Α’, που, αφελώς, την περιορίζει στην επιπολαιότητά του να επιδίδεται σε περιπάτους αναψυχής χωρίς την αναγκαία ασφάλεια σ’αυτή την εκρηκτική, εμπόλεμη, επικίνδυνη περιοχή, και την αιφνίδια αγανάκτηση του δολοφόνου, ο οποίος, κατά την πάγια πρακτική, αυτοκτόνησε, πριν ούτε αυτός, ούτε ο ανακριτής του, ούτε η Βασίλισσα Όλγα, που τον επισκέφθηκε στη φυλακή, αποκαλύψουν τους υποκινητές, τα αίτια και τους στόχους της πράξης του. Αυτά όπως και στην δήθεν, ανυπαρξία ευθύνης του Κων/νου για τις εξελίξεις της Μικρασιατικής εκστρατείας, λες και οι Κυβερνήσεις του, του 1920 επέβαλαν την πολιτική τους εν αγνοία του. Ιδιαίτερα, μετά την επί παρουσία του σύσκεψη του Υπ. Συμβουλίου στη Σμύρνη την άνοιξη του 1921, που αποφάσισαν την προέλαση προς την Άγκυρα. Όπως επίσης, και για τον ρόλο του θείου του πρίγκηπα Ανδρέα, στη μάχη στο Σαγκάριο. Δεν το τολμά ρητώς, αλλά αφήνει να διαφαίνεται η άποψη περί λάθους, γενικά, της εκστρατείας στη Μικρά Ασία, λες και θα υπήρχε Ελληνική Κυβέρνηση να αρνηθεί την κατάληψη της Σμύρνης. Της ελληνικής Σμύρνης, της Γκιαούρ Ισιμίρ κατά τους Τούρκους και την εγκατάλειψη των ομοεθνών μας στην «εκκαθαριστική» μανία των νεοτούρκων. Αυτά είναι θέματα φωτισμένα επαρκώς πλέον που δεν δικαιολογείται αποσιώπηση ή στρέβλωσή τους. Όπως και ο ρόλος του «γραφικού», όπως των περιγραφών «μπάρμπα» τους, του Γεωργίου του Κρητός στην παρεμπόδιση της Ένωσης της Κρήτης. Ο Βενιζέλος «δικαιώθηκε πλέον στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της συνταγματικής νομιμότητας» (Γ. Μαυροκορδάτος 1915, Ο Εθνικός Διχασμός), που καμία στρέβλωση δεν είναι ικανή να αντιστρέψει τους ρόλους και τις ευθύνες των τότε πρωταγωνιστών.
Με αγιογραφίες και ωραιοποιήσεις δεν γράφεται η Ιστορία. Πολύ περισσότερο δεν στρεβλώνεται και δεν παραποιείται η ήδη καταγεγραμμένη.
Β. ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ
1. Αλλά και τα παρατιθέμενα για την εποχή του προκαλούν από απορίες μέχρι οργή και αγανάκτηση. Κάνει την παραχώρηση να παραδεχθεί το σφάλμα των επιστολών του προς τον Γ. Παπανδρέου το 1915 και την έλλειψη υπομονής και επιμονής του να τον πείσει, όπως και στην λάθος ενέργεια του να ορκίσει – αποδεχθεί τη χουντική κυβέρνηση το 1967. Προσπαθεί να δικαιολογήσει τις ενέργειες του μεταθέτοντας τις ευθύνες του σε ανευθυνοϋπεύθυνους παράγοντες, πολιτικούς και στρατιωτικούς της εποχής, αρκούμενος στην επιείκεια της αναγνώρισης του ελαφρυντικού της νεαρής ηλικίας. Επαφίεται στην άφεση των αμαρτιών του και ως συνέπεια των εξομολογουμένων τώρα κριμάτων του!Καλή η μετάνοια αλλά για την άλλη ζωή. Ομως, στις επιλογές του που ακολούθησαν, τόσο στο στράτευμα όσο και στις κυβερνητικές θέσεις και τις γνωστές μεθοδεύσεις του, ποιος είχε τον πρώτο, κύριο, και τελευταίο λόγο αν όχι ο ίδιος, όπως άλλωστε σε πολλά σημεία του αφηγήματός του παραδέχεται. Και αν υπήρξαν συμβουλές, που τον οδήγησαν σε λάθος εκτιμήσεις και ενέργειες, ποιος επέλεξε τους συμβούλους του εκείνους. Βεβαίως σε ό,τι αναφέρεται σε ιδιωτικές και προσωπικές του ενέργειες και συζητήσεις δεν είναι εύκολο να του αντιλέξει κανείς, άσχετα με τα όσα πολλά και εντυπωσιακά, έχουν ήδη διαφωτιστεί σήμερα που οι πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου έχουν φύγει από τη ζωή. Ετσι, μένει η εικονογραφία που επιχειρεί, ακόμα και για τη μητέρα του, ότι υπήρξε άνθρωπος άσχετος και αμέτοχος των ενεργειών του, παρόλο που και ο ίδιος την εμφανίζει με έντονη προσωπικότητα και πληθωρική δράση, σε πλείστα όσα επίπεδα, λίαν υψηλά, μέσα και έξω από τη χώρα, εκτός της περιόδου της αποστασίας, κατά την οποία η δήθεν ουδετερότητα της υπήρξε άψογος, κατά την άποψή του. Ομοια με αυτή της γιαγιάς του Σοφίας κατά την περίοδο του διχασμού! Με ενδιαφέρον θα άκουγα τη μαρτυρία γι’ αυτά του μόνου επιζώντος από τους πρωταγωνιστές της εποχής εκείνης, επιτίμου προέδρου της ΝΔ, πρώην πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, στον οποίο επιφυλάσσει την αφέλεια να διαπορεί «γιατί βιάστηκε να επιλέξει το Γ. Νόβα» ως πρώτο πρωθυπουργό της αποστασίας. Δυστυχώς για τον συγγραφέα, υπάρχουν πολλά, ξεκαθαρισμένα πλέον που δεν καταπίνονται εύκολα, τα ιστορούμενά του.
Ίσως δεν στερείται σημασίας οπωσδήποτε προκαλεί έκπληξη η όψιμη καθολική αρνητική αξιολόγηση του συγγραφέα και η έντονη αντιπάθειά του, όπως και του πατέρα του και της μητέρας του, προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Λες και υπήρξαν άσχετοι στην επιλογή και καθιέρωσή του εξ αρχής. Οπως και ο ξαφνικός ενθουσιασμός και η καταγοήτευσή του από τον Γεώργιο Παπανδρέου! Ιδίως, στον τελευταίο τόμο που, φτάνει σε τέτοιο σημείο διθυραμβικών αξιολογήσεών του που γεννά αισθήματα θλίψεως και τύψεις στη γενιά μας, τη γενιά του 114 και των ανένδοτων, της νεολαίας του γέρου, που δημιουργήθηκε και δραστηριοποιήθηκε σε απόλυτη, έντονη αντιπαράθεση με τον συγγραφέα και τις ενέργειές του, για το πόσο, ίσως, αδικήσαμε ένα τόσο ευαίσθητο στην συνταγματική νομιμότητα, προβληματισμένο και σοφό δημοκρατικό ηγέτη! Μολονότι, δεν κρύβονται οι συμπάθειές του στον αυταρχισμό και τους εκφραστές του (Ιντρίς Λιβύης, Σάχης της Περσίας κ.ά.). Δεν είναι αργά να αρνηθεί τη δεξιά και να ερωτευτεί το κέντρο. Εκτός αν θεωρεί «δεδομένη» την πρώτη και επιχειρεί «άνοιγμα» στο δεύτερο.
Γ. ΟΙ ΑΠΟΡΙΕΣ
Οι απορίες που μένουν είναι πώς εντάσσεται στη σημερινή συγκυρία το αφήγημα και πού στοχεύει. Γιατί, σαφώς, δεν πρόκειται για μια προσωπική, ανθρώπινη, καταγραφή και κατανοητή ωραιοποίηση προσωπικής και οικογενειακής δραστηριότητας. Είναι γεγονός ότι η εποχή μας είναι και θολή και αβέβαιη. Και είναι γνωστό ότι τέτοιες εποχές εγκυμονούν πολλά ενδεχόμενα. Οπως και ότι σε τέτοιες εποχές «ο λύκος χαίρεται».
Τα τελευταία χρόνια έχουμε ζήσει πρωτόγνωρες μοναδικές αποκαθηλωτικές και στρεβλωτικές της ιστορικής πραγματικότητας μεθοδεύσεις. Οπως την επιλογή του «σπουδαιότερου Έλληνα» της νεότερης Ελλάδας, που μετά βίας επέπλευσε, στην έβδομη θέση, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μέχρι τη θλιβερή πλαστογράφηση της δήθεν «αναθεώρησης» της δίκης των έξι. Με τους πανηγυρισμούς της αθώωσής τους!! Οσο και αν αναφέρονται αυτά σε ιστορικές πλέον καταγραφές που δεν αντέχουν στην σοβαρή αξιολόγησή τους, το σημερινό αφήγημα γεννά πολλές απορίες. Γιατί έρχεται σε μία ταραγμένη και ρευστή για τον τόπο εποχή που πολλές ορέξεις για ρόλους και μεθοδεύσεις έχουν ανοίξει. Εχουν μεθοδευτεί με επιμέλεια και αντικειμενικότητα. Ακόμη και η «παρουσία» πλέον, στον τόπο του συγγραφέα και της οικογένειάς του, πολύ προσεγμένη και μακρυά από επιπολαιότητες και προκλήσεις έχει τη σημασία της. Πλην με επιλογές και μεθοδεύσεις, όπως οι τόποι παραμονής τους, οι προσωπικές πλαισιώσεις τους και το μέσον και η διάσταση προβολής του «ιστορήματος».
Υ.Γ. Σημειώνω ιδιαίτερα, τη μη χρήση από τον Κωνσταντίνο της λέξεως «τέως». Οπως και την «άφεση» της τελικής κρίσεώς του στην Ιστορία και τον λαό. Ιδιαίτερα, ο τελευταίος, αλήθεια, πώς και πότε θα τον κρίνει!
* δικηγόρος – τ. βουλευτής