Ανθρωπε συ που κάποτε σκορπάς
τα πλούτη σου χωρίς να τα λογαριάζεις,
τη χήρα, το φτωχούλι δεν κοιτάς;
λίγο ψωμί γιατί δεν τους μοιράζεις;
Κοίτα τριγύρω πόσα νηστικά
κάθε βραδιά θα παν’ να κοιμηθούνε.
Σκέψου τις μάνες όπου μυστικά
στην Παναγιά τον πόνο τους θα πούνε.
Πώς θα γιορτάσουν τα παιδιά
σε κάθε ερχομό του νέου χρόνου;
Πώς θα χαρεί η μαύρη του καρδιά
αφού τη σφίγγει δυνατή θηλιά του πόνου;
Σκέψου, διαβάτες είμαστε στη γη
στο ίδιο ανηφορούμε μονοπάτι,
που σ’ ένα τέρμα όλους οδηγεί
ψηλά εκεί στης κρίσης το παλάτι.