Και τελικά έφτασε στο τέλος του γαλαξία
μέσα στην ανοιχτή θάλασσα των ματιών της
και έβαλε φωτιά σε ό,τι της μιλούσε με κακία.
Έσπασε τον γυάλινο πλανήτη της
Έβγαλε τα ρούχα που την είχαν βαρύνει
από την απάθεια και τα δάκρυα της,
και έμεινε γυμνή, νεκρή μέσα σε κρύσταλλα, ο καθένας να την κρίνει.
Τρέχουν τα τέρατα που είχε απελευθερώσει γύρω της.
Και εκείνη είναι φθαρμένη, μπερδεμένη,
από αυτά που έγραφε στο άσπρο χαρτί της.
Με το στυλό που αιμορραγούσε για μια καταδικασμένη.
Πριν από όλη την κοσμογονία, έζησε και έγραψε για την καταδικασμένη της γενιά.
Έκανε μια ευχή για τα παιδιά που υπήρξαν, αλλά δεν έζησαν ποτέ.
Μικρή, και αθώα έπαιξε την τελευταία της πενιά.
Πειθήνια και χαμογελαστή.
Έξω από τον ψεύτικο της κόσμο δεν έβγαινε.
Τελευταίο θρανίο, ένα τελειωμένο στυλό μέχρι να αποδοκιμαστεί.
Το ένα αφτί νεκρό από την σκιαμαχία, και το άλλο με ένα ακουστικό μόνιμο έμενε.
Και έψαξε το μέρος που δεν θα ξημερώσει ποτέ,
για να αξιώσει το ένα αστέρι που λείπει από τον ουρανό.
Και να ψιθυρίσει ότι μισεί εσένα, Ήλιε άφωτε.
Διβανίδη Φρειδερίκη, 1ο Γυμνάσιο Σητείας (Β΄ τάξη)
Ψευδώνυμο: Σελήνη