Ο ΚΑΛΟΣ Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ…
Ο καλός σου γείτονας με τα πολλά του χρόνια στο κουρμπέτι, όλα τα πάει εκεί που θέλει. Και βγαίνει πάντα από πάνω, ακόμα κι όταν κατάφωρα σε αδικεί. Είναι τόσο ευέλικτος κι επίμονος -ρήτορας σκέτος!- που σε λίγο θα σε κάνει να πιστέψεις πως… εσύ φταις! Χρόνια τώρα κάθε λίγο και λιγάκι μετακινεί τους στύλους που χωρίζουν τις ιδιοκτησίες σας. Στέκει από κοντά με ύφος βλοσυρό, οπλισμένος με το φτυάρι του, έτοιμος να σε συντρίψει καθώς οικειοποιείται μερικά ακόμα μέτρα απ’ την αυλή σου. Ύστερα δένει τα σκυλιά του στην άκρη για να μην μπορείς να πλησιάσεις! Την επομένη βγαίνει στη γειτονιά και λέει πως το ήσυχο σκυλί σου του έπνιξε πάλι μια κότα, κι έχει να λαμβάνει! Πως το κομμάτι που σου πήρε ήτανε δικό του κι εσύ του το ‘κλέψες με μπαμπεσιά! Πως είσαι παράλογος και κακώς τον κατηγορείς! Έτσι πάλι τα καταφέρνει! Κι όταν το πράγμα ξεχαστεί λιγάκι γίνεται ξανά «καλός κ’ αγαθός», σε γλυκοχαιρετά, σε χτυπά φιλικά στον ώμο και σου τάζει λαγούς με πετραχήλια. Για ν’ αλλάξει στάση στην πρώτη ευκαιρία, σαν κι εκείνο τον διπρόσωπο Ιανό! Τι να τον κάνεις ένα τέτοιο γείτονα, που πότε σου κάνει τον φίλο και πότε το εχθρό; Εξάλλου αυτός ξέρει πολλά τεχνάσματα, κι έτσι και του το επιτρέπεις, λίγο-λίγο θα σου το φάει το χωραφάκι! Κι ετούτη τη φορά πεισματικά θα επιμένει πως… δικό σου ήταν το λάθος! Και βεβαίως θα ‘χει δίκιο…
ΟΙ ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΣ…
Γνωστή σε όλους μας η Κασσάνδρα! Η πολυσυζητημένη εκείνη κυρία της αρχαιότητας στην οποία ο Απόλλωνας έδωσε το χάρισμα να μαντεύει, αλλά επειδή δεν του έκανε τα χατίρια την… καταράστηκε να μη γίνεται… πιστευτή! Παρότι βέβαια, όλ’ αυτά έγιναν αιώνες πριν, στην εποχή των μύθων και των αρχαίων, δύστροπων θεών, ακόμα και τώρα η Κασσάνδρα -ή μάλλον οι Κασσάνδρες- γίνονται «αποδιοπομπαίοι τράγοι»! Διότι πάντα προλέγουν τα… δυσάρεστα που θα μας βρουν στο μέλλον, τα οποία κανείς βεβαίως δεν θέλει να πιστέψει και να χάσει τη βολή του για πράγματα που δεν τον αφορούν άμεσα! Αυτό ακριβώς συνέβη και με τους «οικολόγους» που χρόνια φώναζαν μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής τους για την επερχόμενη «κλιματική αλλαγή», με ατράνταχτα επιχειρήματα χτυπούσαν δυνατά τα καμπανάκια, αλλά εμείς…κωφεύαμε! Κι έτσι σήμερα καταστροφικές πυρκαγιές αφανίζουν τα πάντα γύρω μας, θυελλώδεις άνεμοι και ξαφνικά μπουρίνια ξεριζώνουν δένδρα! Ορμητικοί χείμαρροι καταπνίγουν πόλεις και χωριά! Είναι και το φαινόμενο του θερμοκηπίου που έχει κάνει το ρετιρεδάκι μας σκέτο… φούρνο κι αδυνατούμε πια να ζήσουμε μέσα εκεί! Και πώς να δροσιστείς όταν το νερό που σου φέρνει η βρύση κυριολεκτικά… κοχλάζει; Όπως και τα νερά της θάλασσας που θερμαίνονται αφύσικα! Οι υψηλές θερμοκρασίες τους θ’ αφανίσουν, λέει, κάποια είδη. Κι όσα επιζήσουν θα τα διώξουν στα βαθιά! Μόνο η μέδουσα -η απεχθής τσούχτρα!- θα κολυμπά στην επιφάνεια, κι εμείς όπου φύγει-φύγει! «Τι μέλει γένεσθε;» λοιπόν! Θ’ αφήσουμε την τεχνολογία ανεξέλεγκτη να μας λύσει όλα τα προβλήματα; Θα εμπιστευτούμε τη «τεχνίτη νοημοσύνη» να διορθώσει τα πάντα, με αποτέλεσμα με τη πάροδο των χρόνων να… επιβιώσει μόνο αυτή και να κατακυριεύσει το γαλάζιο πλανήτη μας;
ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ;
Δεν είναι ποτέ ο ίδιος. Έρχεται, μένει κοντά μας λίγες ημέρες ή εβδομάδες μπορεί και μήνες και μετά εξαφανίζεται το ίδιο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί. Μας στεναχωράει βέβαια που τον βλέπουμε να κοιμάται στα παγκάκια, σε γωνιές των δρόμων, σε απόμερα σημεία στα παρκάκια μέσα. Δεν αντέχουμε με το τίποτα τη λιγνή θωριά, τα παλιωμένα ρούχα, το άδειο του βλέμμα… Συχνά πυκνά τον συναντάμε να ζητιανεύει σε κεντρικά σημεία. Ζητά νερό, φαγητό, απλώνει το χέρι για τον οβολό μας. Οι περισσότεροι διαβάτες ανταποκρίνονται. Κατά καιρούς είδαμε περαστικούς να του δίνουν χρήματα, να του προσφέρουν σουβλάκια, κάποια τυρόπιτα ή άλλα φαγώσιμα. Η πλειοψηφία όμως περνά αδιάφορη, δύσπιστη, ενίοτε φοβισμένη. Κάποιοι μόνο σταματούν και του υποδεικνύουν να πάει στους ξενώνες αστέγων, ν’ αναζητήσει τις δομές και τα συσσίτια που λειτουργούν γι’ ανθρώπους με ανάγκη. Συνήθως μοιάζει να μην καταλαβαίνει. Δεν μιλά τη γλώσσα; Ή μήπως τον έχει καταβάλλει τόσο η απελπισία που αδιαφορεί ακόμα και για τη ζωή του; Όμως σκέψου! Αυτός ο… άλλος άνθρωπος, ο άστεγος, ήταν κάποτε σαν κι εσένα! Είχε δικούς του ανθρώπους, σπίτι, δουλειά, καθαρά ρούχα κι όλα τα καλά του κόσμου! Που προφανώς δεν έχει πια! Μην ρωτάς το γιατί! Άπλωσε μόνο το χέρι και βοήθησέ τον…
ΜΕ ΜΑΥΡΗ ΨΥΧΗ…
Καλοκαιράκι! Η θάλασσα μπροστά γαλήνια, όμως κανείς δεν έκανε μπάνιο εκείνες τις ημέρες. Και δεν ήταν μόνο ο καπνός που ερχόταν πυκνός μέχρι εκεί που καθόμασταν, δεν ήταν τ΄ αποκαΐδια που έφταναν μέχρι εμάς και κάλυπταν τα πάντα ολόγυρα, δεν ήταν η δυσκολία στην αναπνοή! Δεν ήταν η ανασφάλεια που μας ταλάνιζε όλους μας! Πιο πολύ απ΄ όλα ήταν η θλίψη που μας είχε καταλάβει για τη πύρινη λαίλαπα που μέρες τώρα κατέτρωγε τα πάντα στο κατάφυτο βουνό πίσω απ’ τα χωριά μας! Η φωτιά μαινόταν στις απρόσιτες κορφές, εκεί όπου μόνο τα πυροσβεστικά μπορούσαν να επιχειρήσουν. Κάθε λίγο και λιγάκι έφθαναν στον κοντινό κόλπο, γέμιζαν τα ντεπόζιτα και χανόταν στο βάθος μες στη θολούρα μιας μαυρισμένης ατμόσφαιρας. Δεν κινδύνευαν άνθρωποι, ούτε περιουσίες, οι ελιές και τ’ αμπέλια του τόπου βρισκόταν πολύ χαμηλότερα! Δυστυχώς όμως η πύρινη λαίλαπα είχε ξεσπάσει στα αιωνόβια κυπαρίσσια, στη περίφημη πεύκη του ακριτικού νησιού, στη πλούσια πανίδα και χλωρίδα του παραδεισένιου αυτού τόπου! Στον πνεύμονα ζωής που κρατούσε ζωντανά τα χωριά μας. Που έστελνε το καλοκαιράκι τη μυρωδάτη ανάσα του στο σπίτια μας μέσα. Τον χειμώνα οι ρίζες των αμέτρητων δένδρων κρατούσαν γερά το χώμα του βουνού στη θέση του, η γη ολόγυρα ρουφούσε το νερό της βροχής κι οι πολλές αστείρευτες πηγές του τόπου ασταμάτητα έστελναν το καθαρό νερό τους στη στέρνα, στη στάμνα, στο ποτήρι μας μέσα. Τώρα όλα χάθηκαν! Κι αυτό επειδή κάποιος οδοιπόρος, που ανέβηκε στο βουνό για ν’ απολαύσει τη φύση και το καθαρό αέρα, άφησε πίσω του μια σπίθα της φωτιάς, που άναψε για να… κάνει τον καφέ του! Τι κρίμα αλήθεια! Και τι μεγάλη αμαρτία η ανευθυνότητα!