ΚΑΙ ΜΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ!!
Μοιάζει να µην καταλαβαίνουµε τι µας περιµένει, καθώς οι καταστάσεις που δεν χωράει ο νους δεν λένε να τελειώσουν! Πόλεµοι ταλανίζουν διαρκώς το πλανήτη κι η αυτοκαταστροφή του άπληστου ανθρώπου συνεχίζεται… Λαοί αλληλοεξοντώνονται εν ριπή οφθαλµού! Με τη τεχνολογία, αντί να λύνει προβλήµατα να τα επιτείνει και να σκορπά το θάνατο εκατέρωθεν! Γοργά και τελεσίδικα να αφανίζει το καθετί που θα βρεθεί στο δρόµο της… Με πρώτο θύµα την ανθρώπινη ζωή! Κι είναι ν’ αναρωτιέται κανείς προς τι τόση αλαζονεία, φανατισµός κι έλλειψη σεβασµού προς τον άνθρωπο, τα ζώα και τη φύση πάνω στη όµορφη γη µας; ∆εν µπορούν τάχα µου οι λαοί να ζουν στον τόπο του ο καθένας, και να συµπορεύονται, επιλύοντας ειρηνικά κάθε διαφορά τους; Τόσο δύσκολο είναι να πρυτανεύσει η λογική κι η αγάπη στον συνάνθρωπο ασχέτως γλώσσας, θρησκείας και πιστεύω;
«ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ» ή «ΚΟΥΤΙ»;
Το ίδιο µας κάνει! ∆ιότι στην ουσία µόνο το όνοµα και βεβαίως η εποχή διαφέρουν. ∆ιαχρονικό γαρ το θέµα των…καταγγελιών! Τώρα θα έχουµε τις «πλατφόρµες», όπου ο έντιµος πολίτης θα κάνει την καταγγελία του, η υπόθεση θα ερευνάται και θα προχωρεί κατά πως πρέπει! Αυτά στον σύγχρονο κόσµο µας, όπου γίνεται γνωστή -µε το που µπαίνει στο σύστηµα- και η ταυτότητα του καταγγέλλοντα. Ωστόσο, µερικούς αιώνες πριν, στην ανθούσα Βενετία, υπήρχαν εδώ κι εκεί σε δηµόσια κτήρια κάτι …ανθρωπόµορφα κουτιά µε…ανοιχτό στόµα, όπου έριχνες µέσα το χαρτάκι σου µε τη καταγγελία κι αποχωρούσες διακριτικά. Τώρα βέβαια, κατά πόσο φερέγγυος και αντικειµενικός µπορεί να ήταν ένας ανώνυµος αυτό δεν το ξέρουµε! Υποθέτουµε ωστόσο ότι η πολιτεία θα είχε πάρει τα µέτρα της! Υποθέτουµε επίσης ότι κάποιοι, όχι µόνο δεν θα εισακούστηκαν, αλλά ίσως και να πήραν γοργά το δρόµο για τη κοντινή…«Γέφυρα των στεναγµών»! Όχι «Γέφυρα των…ερωτευµένων» όπως νοµίζουν µερικοί, αλλά των…άτυχων εκείνων που την περνούσαν για να φτάσουν στο διπλανό κτήριο µε τις υπόγειες φυλακές της Γαληνοτάτης. Στην σύγχρονη εποχή µας, σίγουρα τα πράγµατα είναι διαφορετικά, οι καιροί χαλεποί ωστόσο, κι ας έχουµε τον νου µας…
ΟΙ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΕΣ…
Καθηλωτικό το σηµερινό ντοκιµαντέρ για κάποια πόλη των Βαλκανίων που µας φάνηκε φτιαγµένη για να τη χαίρονται και ν’ απολαµβάνουν το φυσικό της περιβάλλον οι κάτοικοι, αλλά και οι επισκέπτες της. Στη κατάφυτη κεντρική πλατεία της -προστατευµένο είδος, εδώ και δέκα χρόνια µε σχετικό διάταγµα- οι…κουκουβάγιες! Έχουν κάνει τις φωλιές τους στα φυλλώµατα των δένδρων, φεύγουν στα γύρω χωράφια τη νύχτα για ν’ αναζητήσουν τροφή και επιστρέφουν µετά στο καταφύγιό τους, όπου τους έχει εξασφαλιστεί η ησυχία κι ο σεβασµός. Τα παιδιά εκπαιδεύονται από µικρά να τις αγαπούν, να µην τις παρενοχλούν και να τις προστατεύουν. Τα βλέπουµε παντού στους πεζόδροµους να παίζουν µε τη ψυχή τους και δεν µπορούµε να µην θαυµάσουµε και τον βραβευµένο, κεντρικό δρόµο της όµορφης αυτής πόλης µε τη εντυπωσιακή δενδροστοιχία. Βλέποντάς την από ψηλά εντυπωσιαζόµαστε απ’ το ατέλειωτο πράσινο που συνεχίζεται στα µπαλκόνια και στις αυλές των σπιτιών και φτάνει πυκνό και λαµπερό µέχρι και τη κοντινή πεδιάδα. Τους ζηλέψαµε είν’ αλήθεια! Αλλά βέβαια, όλ’ αυτά έγιναν µε κόπο! Και χάρη στο όραµα και τη συνεχή προσπάθεια των ανθρώπων της…
Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΑΣ Η ΚΑΛΗ!
Αχ αυτές οι γιαγιάδες µας, οι αξέχαστες. Σήµερα ας πούµε ξύπνησα αξηµέρωτα, ανασηκώθηκα αλαφιασµένη, κοίταξα το ρολόι κι ήταν ακόµα τρείς η ώρα! Εδώ και η γιαγιά! «Έχεις οδοντίατρο σήµερα στις 10 το πρωί!», µου ψιθύρισε στ’ αυτί. «Είναι νωρίς ακόµα…», αντέτεινα και χώθηκα κάτω απ’ τα σκεπάσµατα, αλλά ύπνος δεν ερχόταν! «Και τι κέρδιζε η γιαγιά που σηκωνόταν πριν φέξει κάθε που ήταν να πάει στο χωριό και βολόδερνε…ώρες µέχρι να πάρει το…µεσηµεριανό λεωφορείο; Αυτή η αγχώδης κυρία που µας κληροδότησε χαρίσµατα, αλλά κι ελαττώµατα σαν κι ετούτο εδώ! Όχι δεν θα της περάσει!» σκέφτηκα και βολεύτηκα ακόµα πιο βαθιά κάτω απ’ το µαλλιαρό πάπλωµα. Αλλά η ακαταπόνητη γιαγιά συνέχισε τις παρενοχλήσεις: «Τι θα γίνει όµως, αν δεν είσαι εκεί στην ώρα σου; Θα χάσεις τη σειρά και το πρωινό σου όλο…» Σαν να είχε δίκιο! Σηκώθηκα λοιπόν αξηµέρωτα, έστρωσα κρεββάτι στις 5 π. µ., ήπια τον πρωινό καφέ µου στις 6, ντύθηκα στις 7 και ύστερα έκατσα στον υπολογιστή µέχρι να πάει 9 για να φύγω για τον οδοντίατρο… Τι να κάνουµε; Γονίδια είν ’αυτά! ∆εν παλεύονται…