Aσκοπες σπατάλες
Λαμπτήρες μονίμως αναμμένοι που κάνουν τη νύχτα μέρα, ανοιχτές βρύσες που τρέχουν ακατάπαυστα για να πλυθεί μια μαγειριά χόρτα, τηλεοράσεις που παίζουν μόνες τους ενώ εμείς παίζουμε παιχνίδι με φίλο στο διαδίκτυο, χιλιάδες τηλέφωνα-ασύρματοι που δεν παύουν να χτυπούνε για ψύλλου πήδημα… Σπατάλη άσκοπη παντού! Είναι να μην γυρίζει ο νους στα παλιά; Τότε που μας έλεγαν συνέχεια «Σβήσε το φως!», «Κλείσε τη βρύση!!», «Μα τι λες τόση ώρα στο τηλέφωνο; Τέλειωνε πια!»…Οι παλιοί βεβαίως! Που έτρωγαν μαζί με όλη την πολυπληθή τους οικογένεια από ένα πήλινο πιάτο στη μέση του τραπεζιού, που έπλεναν το φρούτο σε ντενεκεδένιο κουβαδάκι και φύλαγαν το νερό για να ποτίσουν την τριανταφυλλιά! Που δεν είχαν χρόνο για σπατάλες, γιατί με κόπο παρήγαγαν τα χρειαζούμενα, που μ’ αργό ρυθμό και σεβασμό κατανάλωναν…
Είναι κι αυτό ένα θέμα…
«Το παιδί και το σκυλί όπως το μάθεις», λέει η παροιμία. Κι αν, ας πούμε, δεν είναι σκυλί ή παιδί, αλλά περιστέρι; Ή μάλλον ολόκληρο σμήνος περιστεριών; Τρεις γενιές που ζουν, τρέφονται κι αναπαράγονται στην αυλή σου; Που αν τα αγνοήσεις κάποιο πρωινό και δεν πάρουν τη γερή μερίδα τους, καταλαμβάνουν τα απέναντι κάγκελα, καμιά δεκαριά στη σειρά, έχεις τα είκοσι τους μάτια ν’ ακολουθούν κάθε σου κίνηση κι αν καθυστερήσεις κι άλλο στέλνουν αγγελιοφόρο των πρεσβύτερο που στήνεται έξω απ’ το παραθύρι της κουζίνας σου και σε κοιτά όλο αποδοκιμασία! Τα ταΐζεις ή δεν τα ταΐζεις, λοιπόν! Κι ύστερα καθαρίζεις ολήμερις το μπαλκόνι απ’ τις κουτσουλιές ή δεν καθαρίζεις; Είναι κι αυτό ένα θέμα…
Ασήμαντα αλλά μας… λείπουν!
Απορίας άξιον πως μερικά πράγματα -άψυχα ή έμψυχα- μας λείπουν τόσο όταν χαθούν απ’ τη καθημερινότητά μας! Τα δυο ψηλά πεύκα π.χ. που κόπηκαν σύρριζα, γιατί προφανώς έκρυβαν την θεα και βρώμιζαν τα μπαλκόνια των πλαϊνών τους κτηρίων… Η συμπαθητική γριούλα που αέριζε τα στρωσίδια της στο μοναδικό ανοιχτό παράθυρο του ερειπωμένου νεοκλασικού της γειτονιάς μας… Το σκυλί που μας γαύγιζε πίσω απ’ την καγκελόπορτα, κι όλο του γλυκομιλούσαμε για να περάσουμε απ’ το στενάκι με ασφάλεια… Το κλειστό μαγαζάκι όπου όλο και κάτι βρίσκαμε να ψωνίσουμε, μ’ έναν Αι-Βασίλη να στέκει εδώ και τρία χρόνια, σκονισμένος σε μια άκρη της βιτρίνας του… Το παλιό ποδήλατο που κάποιος ενοχλητικός επέμενε να δένει στην κολώνα της εξώθυράς μας… Εκείνος ο άγνωστός μας πωλητής κουλουριών που καλημέριζε όλο τον κόσμο. Αυτά κι άλλα πολλά! Μικρά κι ασήμαντα που όλα μαζί χτίζουν τη σιγουριά του κόσμου μας, του δυστυχώς ες αεί μεταβαλλόμενου…
Στη μεγάλη πόρτα…
Στη πόρτα, τη κλειστή ακόμα, στοιβάχτηκε προχθές το πλήθος. Όλοι τους κάποιας ηλικίας, με την στωικότητα στο βλέμμα που χαρακτηρίζει εκείνη την παλιά γενιά, τη καταταλαιπωρημένη, κοιτάζει ο ένας τον άλλο, όλοι μαζί αναμένουν κι ένας ανυπόμονος πατάει κάθε δυο λεπτά το κουμπί της εισόδου, αλλ’ αυτό αδρανεί! Πεισματάρικα κλειστή η μεγάλη πόρτα -βλέπεις είναι νωρίς ακόμα- απ’ όπου θα βγουν με τη μειωμένη σύνταξη του μηνός στο χέρι! Κι όσο παραμένει σφραγισμένη κι ο χρόνος κυλά αργά, κουνούν κάθε τόσο το κεφάλι και σκέφτονται μ’ αγωνία μήπως αύριο βρουν κατεβασμένα τα ρολά, μήπως μια μέρα σταθούν απ’ έξω και τους πουν πως δεν τους χρωστούν τίποτα πια! Περήφανα γηρατειά πού καταντήσαμε!
Ωρα για δημιουργία…
Εθισμένοι στις χωρίς βάθος εικόνες, που κατακλύζουν μέσα από οθόνες κάθε είδους, τη ματιά και το πνεύμα μας, ώρα ν’ αφήσουμε τα κουτιά και να βάλουμε σ’ ενέργεια, τα χέρια, το μυαλό και το ταλέντο μας! Μη χάσουμε δα και τη διάθεσή για πραγματική ζωή! Για τη διαδικασία και τη χαρά του Χριστουγεννιάτικου στολισμού, ας πούμε, που τόσο επιζητούν μικρά και… μεγάλα παιδιά, ειδικά ετούτες εδώ τις μέρες, τις μίζερες; Τι μπορεί εξάλλου, να μας στοιχίσει μια γιρλάντα φύλλων ελιάς απ’ το χωράφι μας που με δυο κορδέλες θα γίνει στεφανάκι, μια γωνιά στολισμένη με χειροποίητα διακοσμητικά, μια κατασκευή που θα έχουμε ζωγραφίσει μόνοι μας;
Ξεχάσαμε το «Πενία τέχνας κατεργάζεται»; Πλήθος πρακτικές κι ευφάνταστες λύσεις βρίσκονται στη διάθεσή μας! Κέφι μόνο να έχουμε…