ΝΤΑΜΠΛΑΣ!!
Κάτι ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά του σπιτιού. Ένα – δυο μικρά χτυπήματα που θα μπορούσαν να είναι κάτι που έπεσε στο δάπεδο του πιο πάνω διαμερίσματος. Κοιτάς ολόγυρα ερευνητικά! Ναι απ’ εκεί θα πρέπει θα ήταν! Ηρεμείς, αλλά να που τα χτυπήματα συνεχίζονται!! Κι όχι δεν έρχονται απ’ την κεντρική είσοδο που εξάλλου έχει και κουδούνι! Αργά – αργά προσεγγίζεις την είσοδο και κοιτάς απ’ το ματάκι. Κανείς δεν είναι εκεί έξω, εντούτοις ο επισκέπτης… ξαναχτύπησε! Στέκεις στην άκρη του διαδρόμου και κοιτάς προς την κλειστή πόρτα του δωματίου σου, απ’ όπου με τρόμο διαπιστώνεις ότι έρχονται τ’ ανυπόμονα και πιο συχνά πλέον χτυπήματα. Από πού μπήκε μέσα στο σπίτι ο απρόσκλητος επισκέπτης, αφού η κάμαρα έχει μόνο ένα παράθυρο που βγάζει στο μπαλκόνι; Μήπως το ξέχασες ανοιχτό και σου μπούκαρε κάποιος μέσα; Κιτρινίζεις σαν το λεμόνι, μαρμαρώνεις στη θέση σου και κοιτάς όλο αγωνία την κλειστή πόρτα που καταχτυπιέται τώρα δαιμονισμένα. Μα αν ήταν κλέφτης δεν θα την είχε ανοίξει και δεν θα σου είχε ορμήξει; Παίρνεις θάρρος στη σκέψη, στέκεις μπρος της, το χέρι στο πόμολο, το κατεβάζεις αποφασιστικά, να ’σου η γριά η… σκύλα -που μετρά 14 χρόνια ζωής και πείρας!- από πίσω να σε κοιτά απορημένη. Τόσο αργός έχεις γίνει πια και τόσο γέρασες που δεν ακούς τόση ώρα που σου χτυπά;
ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ ΟΝΕΙΡΑ!
Μέσα στο γεμάτο μαγαζί σοβαροί οι υπάλληλοι ανοίγουν, κλείνουν, γεμίζουν, αδειάζουν κούτες! Βλέπεις τώρα, πρέπει να φυλαχτούν τα πολύχρωμα φωτάκια, οι απούλητες, λαμπερές μπάλες σ’ όλα τα είδη και μεγέθη, τα πλουμιστά Χριστουγεννιάτικα δένδρα κι οι περισσευούμενοι Αϊ-Βασίληδες! Ξεπούλησε -έστω και με χασούρα- ξέφτισε πια για φέτος τ’ όνειρο της θαλπωρής και της αγάπης! Τώρα ήλθε η ώρα των μεταμφιέσεων… Σειρά έχουν, να βγουν απ’ τα κουτιά, οι Ωραίες Κοιμώμενες, οι Χιονάτες, οι Σταχτοπούτες, οι γενναίοι τους Πρίγκιπες, ήρωες κι ιππότες όλων των εποχών, λαών κι εθνών! Και χαρούμενοι κλόουν, πιερότοι, κολομπίνες, επιδέξιες μπαλαρίνες ή καουμπόηδες! Μαζί με μύριες προσωπίδες προσωπικοτήτων, μάσκες δαιμόνων και μάσκες αγγέλων, καπέλα, βέλα, όμορφα διακοσμητικά φτερά ή ψεύτικα, για όσους θέλουν να πετάξουν! Μα σύντομα, θα ’ρθει η ώρα τους να φυλαχτούν κι αυτά! Τη θέση τους θα πάρουν κόκκινα, κίτρινα, πράσινα αβγά, πλουμιστά καλάθια, ευτυχισμένα χνουδάτα κουνελάκια, διάφανες και λαμπερές κορδέλες, μύρια φανάρια κι οτιδήποτε άλλο απίθανο και φανταστικό, θα βοηθούσε να… ζήσουμε και να… συνεχίσουμε να ζούμε το άπιαστο, το όνειρο, που εδώ που τα λέμε, το ’χουμε μεγάλη ανάγκη…
ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ;
Μέσα σ’ όλα που μας θλίβουν και μας καταβάλουν καθημερινά, κι η λεγόμενη αποξένωση μεταξύ στενών συγγενών! Κι αν κάποια μέρα με το μάτι στις εναλλασσόμενες εικόνες του μηχανήματος, ξάφνου σταθείς σε φωτογραφία, που σαν κάτι να σου θυμίζει, μην εκπλαγείς. Γιατί έπεσες πάνω στη γυναίκα ενός εξαδέλφου που ελάχιστα γνωρίζεις, που ζει όχι και τόσο μακριά, δυο τετράγωνα μόνο πιο πέρα απ’ το σπίτι σου! Μπαίνεις ταχύτατα στο προφίλ της τόσο κοντινής, αλλά και μακρινής συγγένισσας. Να ’την εδώ με τον ξάδελφο στην φωτογραφία του γάμου τους! Να και το σπίτι το γνωστό σου, το πατρογονικό, όπου μένουν! Εδώ και τα δυο τέκνα τους, σε ηλικία γάμου πλέον. Και πόσο μοιάζουν στους κοινούς παππούδες, που ήταν οι καλύτεροι συγγενείς των παιδικών σου χρόνων! Βλέπεις ωστόσο τον ανιψιό και δεν τον αναγνωρίζεις. Αναστενάζεις! Να κάνεις αίτημα φιλίας στην άγνωστη γυναίκα του; Και τι να της πεις; Οι προπάπποι μας ήτανε αδέλφια! Χαμένος κόπος… Κι αν κάνει αποδοχή θα της λες που και που μια τυπική καλημέρα στο μηχάνημα κι όλα καλά; Πάει πια εκείνη η γειτονιά που ήξερες, όπου μεγάλωναν σιμά-σιμά κι αγαπημένα τα πρωτοξάδελφα και τα παιδιά τους; Ή μήπως αδιαφόρησες όταν έπρεπε κι άφησες τις ευκαιρίες και το χρόνο να ξεγλιστρήσουν απ’ τα χέρια σου; Μήπως ήλθε τελικά, η ώρα, να κάνεις την κίνησή του;