Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ Ο… ΠΙΝΟΚΙΟ!!
Μην μου πείτε πως δεν τον γνωρίζεται; Είναι εκείνο το κομμάτι ξύλο που ζωντάνεψε, έγινε το αγαπημένο παιδί του ξυλουργού – δημιουργού του, βγήκε να γνωρίσει τον κόσμο το μεγάλο, έμπλεξε σε περιπέτειες, έλεγε συνέχεια ό,τι του κατέβαινε για να παραπλανήσει, αλλά προδιδόταν, γιατί η μύτη του δυστυχώς μεγάλωνε σε κάθε καινούργιο ψεματάκι που ξεστόμιζε! Παραμυθάκια θα μου πείτε… Ομως για ρίξτε μία ματιά γύρω σας να δείτε πόσοι ψεύτες… ολκής, μας τριγυρίζουν. Απ’ τον πιο κοντινό μας φίλο, ας πούμε, που ενώ κάνει γενέθλια και βουίζει ο τόπος όλος, σε μας προσποιείται τον άρρωστο για να μην μας καλέσει! Απ’ το καλό το αφεντικό, που είναι όλο αγκαλιές και γλύκες και μας τάζει το εκπαιδευτικό ταξίδι που έχει ήδη δώσει σ’ άλλον, μέχρι και δικό μας τον μικρούλη -7 μπορεί και 77 χρονών!- που ως άλλος Πινόκιο σκαρφίζεται ό,τι μπορείς να φανταστείς για να μας φέρει στα νερά του, αλλά έλα που η μύτη του όλο και μεγαλώνει και μας τον αποκαλύπτει.
ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΥΠΟΨΙΑ…
Το βλέπεις και δεν το βλέπεις μέσα στην πρωινή δροσούλα και την καταχνιά της χειμωνιάτικης μέρας. Οσο πλησιάζεις ωστόσο, διαπιστώνεις πως ναι, εκεί είναι! Μια μικρή φλογίτσα στην άκρη ενός πεταμένου -ακόμα αναμμένου!- τσιγάρου, που σιγοκαίει, ευτυχώς πάνω σε αμμώδες έδαφος του πάρκου! Με μια κάποια υποψία του αχνού καπνού του ν’ ανυψώνεται, να στροβιλίζεται στο πρωινό αεράκι και να προδίδει την ύπαρξή του, ενώ γύρω του ανυποψίαστοι περνούν και φεύγουν οι πολλοί περιπατητές του χώρου… Που σίγουρα το βλέπουν, μα κανείς δεν σκέφτηκε ν’ απλώσει λίγο το ποδαράκι του να το πατήσει! Αλλά τι θα γινόταν άραγε, αν το βοριαδάκι μετέφερε το τσιγάρο μας λίγα εκατοστά πιο πέρα πάνω στα κοντινά, ξερά φύλλα; Θα είχαμε φωτιά; Πυρκαγιά; Καταστροφή; Και ποιος θα έπαιρνε πάνω του το… κρίμα; Αυτός που πέταξε το τσιγάρο; Δόλιοι εμπρηστές με κουκούλες που θέλουν να καταστρέψουνε τον τόπο; Ο κάθε απερίσκεπτος που το είδε εν τη γενέσει του κι αδιαφόρησε ή μήπως ο… αγέρας, αυτός ο μέγας ένοχος πολλών κακών;
ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ;
«Α, μπε, μπα μπλόν, του κείθε μπλόν, ά μπε μπα μπλόν του κείθε μπλόν, μπλήν-μπλόν!!», και δώστου η μια ομάδα να εφορμά εναντίον της άλλης και να σκάμε στα γέλια με τα περίεργα λόγια, τ’ ακαταλαβίστικα, που συνόδευαν το δυναμικό παιχνίδι μας στη μέση του καλντεριμιού! Τα χρόνια πέρασαν, το μάθαμε στα παιδιά μας, μεγάλωσαν κι αυτά, κάποια το θυμήθηκαν, το πέρασαν στα δικά τους, και το αστείο, ρυθμικό τραγουδάκι -έτσι όμορφα που ακούγεται- θα συνεχίζει να πηγαίνει από γενιά σε γενιά, πιθανότατα ελαφρώς παραλλαγμένο. Λογικό! Αλλιώς πώς θα έφθανε μέχρι τις μέρες μας το παιχνίδι των Αρχαίων Αθηναίων που προετοιμαζόταν από παιδιά για πολεμιστές κι επιτίθεντο η μία ομάδα εναντίον της άλλης, φωνάζοντας και ξαναφωνάζοντας: «Απεμπολών, του κείθεν εμβολών»!! Σε απλά Ελληνικά και σε ελεύθερη μετάφραση «Σε σπρώχνω πέρα, σε απεμπολώ με το δόρυ ή το ακόντιό μου»! Η σχετική πληροφορία ήλθε στ’ αυτιά μας πρόσφατα κι είναι να μην απορεί κανείς με το πόσο λίγα γνωρίζουμε τελικά για πράγματα καθημερινά, γνωστά και δεδομένα, για τη μεγάλη άγνοια που μας χαρακτηρίζει σε κάθε λόγο και πράξη μας.