“ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΑ” ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ!
Τα θυμόμαστε εκείνα τα συμπαθητικά πολυμάγαζα, όπου εύρισκες τα πάντα και προπαντός μια γνώριμη φωνή κι ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, κι ας μας έκλεβαν ενίοτε στο ζύγι; Κάθε μικρή γειτονιά και ένα συμπαθητικό μπακαλικάκι! Ή μήπως δυο ή τρία, που κανένα δεν δούλευε! Βλέπετε δεν έχουμε μόνο εμείς το προνόμιο, μόλις δούμε μαγαζί να κινείται λιγάκι να θέλουμε ν’ ανοίξουμε κι εμείς παραδίπλα ένα παρόμοιο! Σχετικό χρονογράφημα του 1928, που ανακαλύψαμε σε παλιά εφημερίδα. μεταξύ αστείου και σοβαρού μας πληροφορεί πως καλά πήγαινε λέει το μπακάλικο της γειτονιάς κι έτσι αποφάσισε ο άρτι αφιχθείς εξ Αμερικής μετανάστης να επενδύσει τα δολάρια του σε κατάστημα «Εδωδίμων’! Την ίδια ιδέα είχε και ο τσομπάνης που τον πιλάτευε η κόρη να κατεβούν στην πρωτεύουσα, να της ανοίξει μαγαζί! Τρία μπακάλικα όμως στη σειρά τι να σου κάνουν; Αφού κονταροχτυπήθηκαν άγρια μεταξύ τους κάμποσο καιρό, έβαλαν και τα τρία λουκέτο! Ενας αιώνας σχεδόν πέρασε από τότε, κι η ιστορία -ίδια κι απαράλλαχτη- να επαναλαμβάνεται…
ΦΑΤΕ ΜΑΤΙΑ ΨΑΡΙΑ…
Αξημέρωτα μπαίνεις στη γραμμή και να οι φίλοι που σε καλημερίζουν με μια πιατέλα σιροπιαστά ο ένας, μ’ ένα λαχταριστό κέικ σοκολάτας ο άλλος, κι ένας τρίτος σε προσκαλεί σε δείπνο, στέλνοντάς σου μια εικόνα απ’ το τραπέζι που παρέθεσε σε φίλους και γνωστούς! «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο…» που λέει κι η γνωστή ρήση! Την οποία -σύμφωνα με το «Λεξικό της λαϊκής σοφίας» του Τάκη Νατσούλη- πρωτοείπε εκείνος ο γέρο-ψαράς που πήγε να ξεφύγει απ’ τους φοροεισπράκτορες του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, τον καιρό εκείνο της απόλυτης σκλαβιάς, όπου για κάθε οκά ψάρι ή χέλια που θα αλίευε, θα του έδινε φόρο ένα γρόσι! Αλλά τα σαΐνια του δυνάστη δεν αστειευόταν, κι αν πήγαινες να κρύψεις κατιτί έκαναν κατάσχεση σ’ όλη τη ψαριά, κι έμενες στη γωνιά πεινασμένος να κοιτάς το φαί σου να κάνει φτερά…«Φάτε μάτια ψάρια…» λοιπόν, παντού και πάντα! Κι όχι το θέμα μας δεν είναι οι φοροεισπρακτικές τακτικές των καιρών μας, ούτε βεβαίως το «πρόσωπο-βιβλίο»! Το θέμα μας είμαστε εμείς -οι αδαείς και απαθείς- που τα θέλουμε και τα παθαίνουμε!!
“ΝΕΟΑΣΤΕΓΟΣ” ΟΠΩΣ… “ΝΕΟΠΛΟΥΤΟΣ”!
“Νεοάστεγος”! Το ακούσαμε και αυτό! Καινούργια λέξη με πρώτο συνθετικό το “νέο”, που ήρθε κι αυτή να δώσει στο παρόν στην νεοελληνική μας γλώσσα που όσο πάει κι αυγατίζει. Τώρα τι σχέση μπορεί να έχει με την χιλιοακουσμένη, παρεξηγημένη «νεόπλουτος»; Εχει και παραέχει! Γιατί μαζί με κάθε «νέο-άστεγο», που θα χάσει το ακίνητό του για μις-δυο χιλιάδες ευρώ, που δεν μπορεί να βρει όταν θα του έλθει το φακελάκι με κάθε λογής επιπρόσθετη φορολογία -που κανονικά θα έπρεπε να λέγεται «κινητό» έτσι εύκολα που κάνει φτερά στις μέρες μας!- εμφανίζεται απ’ το πουθενά κι ένας…νεόπλουτος με καμιά δεκαριά «ακίνητα-κινητά» στ’ όνομά του! Τώρα βέβαια, εδώ γεννάται ένα άλλο μεγάλο ερώτημα! Μέσα στη τόση δυστυχία, δυσπραγία κι έλλειψη ρευστού, που τα βρήκε ο αθεόφοβος τόσα λεφτά; Που;
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΟ “ΚΑΦΕ”…
Είναι τα “Καφέ” χώρος έμπνευσης για τους κάθε λογής γραφιάδες που παρατηρούν τον κόσμο ολόγυρα και συνθέτουν στο μυαλό τους το κομμάτι της ημέρας; Βεβαίως και είναι! Ας πούμε ότι είσαι κι εσύ εκεί, κάπου κοντά στο παράθυρο, αναμένοντας αγωνιωδώς τη παρέα σου. Ας πούμε ότι ανάμεσα στο τραπέζι σου και στο τζάμι παρεμβάλλεται περίγραμμα σώματος μοναχικού ανθρώπου, που σερφάρει στο μηχάνημα, την οθόνη του οποίου βλέπεις καθαρά. Ο φίλος αργεί, η αδημονία μεγαλώνει και το βλέμμα όλο στρέφεται προς την είσοδο. Ακόμα κι αν δεν έχεις σκοπό να καταγράψεις την εικόνα, αδύνατον να μην σου εντυπωθεί και να μην βγάλεις τα συμπεράσματά σου: Θλιβερή φιγούρα σκυφτή, βλέμμα κουρασμένο, στυλωμένο σε μια συνεχή εναλλαγή εικόνων στους τοίχους “φίλων” του “πρόσωπο-βιβλίου”! Το χέρι αδιάκοπα στο ποντίκι! Κατά τ’ άλλα ακινησία… Που και που μεταφέρει λίγο το σώμα προς τη μια ή την άλλη πλευρά για να ξεμουδιάσει. Δεν τον βλέπουμε να συμμετέχει πουθενά, ούτε και να κάνει σχόλια. Μόνο κοιτά και κατασκοπεύει γνωστούς κι αγνώστους αποχαυνωμένος! Ποιον, μα ποιόν μας θυμίζει αλήθεια;
ΝΟΕΡΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
Εκπληκτοι το κοιτούσαμε, κι ένας το έδειχνε στον άλλο, όταν προ ημερών έστεκε ώρα -καρφωμένο λες- στην ίδια θέση! Με τα τρία πατώματά του, πελώριο για να μας χωρέσει όλους, καλοσχεδιασμένο από αέρα και νερό -σκέτο μπαμπάκι!- στη μέση του ξάστερου ουρανού, το… διαστημόπλοιό μας δεν έλεγε να φύγει! Κι αφού το αποθαυμάσαμε όλοι και το μελετήσαμε με ζέση, άρχισαν οι πιο ρομαντικοί να το αποθανατίζουν! Αδιαφορώντας για το πρόσκαιρο της ύπαρξής του και για την επερχόμενη βροχούλα, εδώ το στέλνουν, εκεί το στέλνουν με τα κινητά, κι οι ευαίσθητες ψυχές απανταχού της γης, μπαίνουν ευθύς μέσα κι αποχωρούν για το ονειρικό ταξίδι…