Μπιπ, μπιπ, μπιπ!!!
Κρατάμε στο χέρι τον αριθμό, αναμένουμε και ξάφνου ακούγεται το πολυπόθητο… “μπίπ”! Κάνουμε ένα γρήγορο υπολογισμό και διαπιστώνουμε με φρίκη πως αργούμε ακόμα, πως θα το φάμε το μισό πρωινό μας εδώ πέρα! Λίγο αργότερα κι άλλα “μπίπ”, αριθμός 102 και 103 εξυπηρετούνται κι αποχωρούν. Στο μεταξύ για καλή μας τύχη έφυγαν μαζεμένα το 104, το 5, το 6, 7, 8 κι 9! Ο Έλληνας βλέπεις κόβει νούμερο, φεύγει γι’ άλλες δουλειές και ξεχνάει να ξαναγυρίσει! Βάζουμε τώρα στοίχημα με τον εαυτό μας πως θα τελειώνουμε όπου να ’ναι! Έτσι γίνεται, ξεμπερδέψαμε σ’ ένα τεταρτάκι και κανένα παράπονο δεν έχουμε!
Στη ρετρώ βιτρίνα!
Πίσω απ’ το περίτεχνο μελανοδοχείο με την πένα ακόμα νωπή και το μπουκαλάκι του μαυρισμένο απ’ το μελάνι, βρίσκονται τ’ αγγελάκια δεμένα στο πώμα ενός βάζου από γαλαζωπή οπαλίνα. Να και μερικά ποτηράκια του λικέρ, αναπαυμένα σε βαρύτιμο δίσκο! Μια σειρά πολύτιμα αντικείμενα κι έπιπλα εποχής, καλαισθησία και καλή ψυχή άφησαν παράλληλα οι δωρητές, στον Δημόσιο χώρο που τον γεμίζουν πλήθος ανήσυχες ψυχές καθημερινά. Πώς να μην νοιώσεις συμπάθεια κι αγάπη, γι’ αυτούς, κι ας μην τους γνώρισες ποτέ σου;
Αναρριχήσεις…
Καταφέραμε κι αναρριχηθήκαμε στα ψηλά, κι από εδώ πάνω που βρισκόμαστε πίνουμε γουλιά-γουλιά το καφεδάκι μας κι απολαμβάνουμε τη θέα. Τα πιο κοντινά μας δένδρα με τα πυκνά φυλλώματά τους που θροΐζουν αδιάκοπα στο απογευματινό αεράκι, τ’ αμάξια που περνούν, τους διαβάτες που πάνε κι έρχονται στο πλάι… Όλα καλά κι ωραία! Το μάτι γεμίζει κι η ψυχή ευφραίνεται, αλλά τώρα ήλθε η ώρα να φύγουμε και πώς θα κατεβούμε από εδώ πάνω που ανεβήκαμε; Που θα πάρουμε σβάρνα όχι μόνο το δικό μας το τραπέζι, αλλά κι όλα τα πλαϊνά; Και τι δουλειά είχαμε εμείς σ’ ετούτο εδώ το όμορφο, νεανικό καφέ με τις… ψηλές καρέκλες;
Ο πρώτος φίλος!!
Με το που θα σε δει, σου χαμογελάει πλατιά. Είναι ο πρώτος στην παρέα που θα κόψει τις τυπικότητες και θ’ απλώσει χέρι φιλικό κι αδελφικό στην πλάτη σου. Αυτός είναι φίλος! Σε κερδίζει στο λεπτό! Μόνο που με τα κόλπα και τις γαλιφιές του κέρδισε κι όλους τους άλλους. Εγινε δημοφιλής, αξιαγάπητος, ο πρώτος της παρέας! Κι ο πρώτος, που στα δύσκολα, θα σου γυρίσει πλάτη…
Πού πάμε αλήθεια;
Πού πάει έτσι βιαστικά η κοπελιά που παλαντζάρει επικίνδυνα πάνω στο μοτοσακό, απασχολημένη με το μηχάνημα το κολλημένο στ’ αυτί; Κι η νευρική κυρία που ούτε φλάς δεν έβγαλε καθώς πήρε άτσαλα τη στροφή, τι να λέει στον συνομιλητή της στην άλλη άκρη του σύρματος; Ο άνετος νεαρός με το σακίδιο στον ώμο που διασχίζει τον δρόμο αδιάφορος, χαμένος κι αυτός στη συζήτηση, για πού το έβαλε; Πού να πηγαίνουν άραγε έτσι βιαστικοί; Και προς που οδεύουμε όλοι μας, μα την αλήθεια;
Αόρατοι προστάτες…
Μια μουσική ηρεμιστική φτάνει στ’ αυτιά μας, μας χαλαρώνει στο λεπτό, οι πόρτες ανοίγουν και κλείνουν πίσω μας πρόθυμα, το ασανσέρ μας ανακοινώνει τους ορόφους μην τυχόν και χαθούμε, μια γλυκιά φωνή που έρχεται από ψηλά μας προειδοποιεί να μην αφήνουμε αφύλαχτα τα πράγματά μας, κρυφά μάτια μας περιφρουρούν διακριτικά -αλλ’ αδιάκριτα -από κάθε γωνιά, σε κάθε κίνησή μας οι αόρατοι προστάτες μας επαγρυπνούν…
«Μια Κυριακή μου έχει απομείνει…»
Καλοπροαίρετη, ακούραστη κι όπως πάντα χαμογελαστή η κοπέλα που μας εξυπηρετεί στο γνωστό μας μαγαζί. Σήμερα όμως, σαν κάτι να την βασανίζει… «Τι συμβαίνει;», ρωτάμε όλο ενδιαφέρον. «Τι να συμβαίνει; Μια Κυριακή μου είχε απομείνει, για ν’ ανάψω ένα κεράκι, να πάω στη μάνα μου στο χωριό, να τελειώσω τις μικροδουλειές μου, να χαρώ την οικογένειά μου, να ξενοιάσω μια σταλίτσα! Τώρα μου τη στερούν κι αυτή! Ποιοι είν’ αυτοί που αποφασίζουνε για μας με τόση σκληρότητα; Ποιοι;;» Άδικα στεναχωριόσουνα κοπέλα μου. Το είδες πως τελικά κανείς δεν άνοιξε! Κι οι λίγοι που τάχα μου… “δούλεψαν”, άδικα ανοίξανε κι αυτοί!