Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024

Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν!

«Ήθελα να μιλήσω με τα πουλιά: Θέλω να τα ρωτήσω,
πώς μοιράζουν έτσι καλά
τον ουρανό με τ’ αδέλφια τους…»
Ερασμος

…Σκούπισε με την ανάποδη της απαλάμης ένα δάκρυ που κύλαγε στα ρυτιδιασμένα μάγουλα και στράλιαζε στη δασύτριχη κατάλευκη γενειάδα. Μόνιμη έκφραση ψυχής τούτο το υφάλμυρο απόσταγμά της για το γέρο-Μπάτη, από τη μέρα που η “στοργή” των αδερφών, τον απίθωσε στο Δημοτικό Γηροκομείο της επαρχιακής πολιτείας…
…Ο γέρο-Μπάτης! Είχε ξεχάσει και τ’ όνομά του –Διαμαντή τον είχαν βαφτίσει- σαν του έμεινε το παρατσούκλι του θαλασσινού αγέρα, καθώς ταξίδευε “όπου φύσαγε” τούτος, για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Ναύτης σε γκαζάδικα και ποντοπόρα φορτηγά, ταξίδεψε σε όλο τον πλανήτη για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Σύναξε γνώσεις κι εμπειρίες μα δεν το κατόρθωσε να συνάξει πλούτο, καθώς, το μηνιάτικο το έστελνε όπως το είσπραττε στην οικογένεια: Στα δέκα μικρότερα αδέρφια και στους ξωμάχους γονείς. Αυτός εξάλλου ήταν και ο λόγος που επέλεξε τις θαλασσένιες στράτες. Πρωτότοκος γιος της πολυμελούς οικογένειας, εγκατέλειψε το σχολείο από τα δέκα χρόνια του και ρίχτηκε στη βιοπάλη για τις ανάγκες της φαμίλιας. Και 15χρονο, τον μπάρκαρε ο πατέρας σε γκαζάδικο, μιας και το μεροκάματο της θάλασσας ήταν πιο “πλούσιο” από το στεριανό. Κι εκείνος, συνέχισε να στέλνει τον αλμυροπότιστο ιδρώτα του στη φτωχή φαμίλια. Και το χαιρόταν. Ηταν άνθρωπος της προσφοράς!
…Πέρασαν χρόνια! Αβγάτισε ο κόπος του Μπάτη, σπούδασαν τα αδέρφια, βολεύτηκαν, μα εκείνος συνέχισε να στέλνει, απολαμβάνοντας τη “χαρά της προσφοράς”, καθώς δεν τέλειωναν οι ανάγκες, μα και η τάση για εκμετάλλευση των στεριανών αδερφών για τον γαλαντόμο πρωτότοκο της οικογένειας.
Ο ίδιος, οικογένεια δεν έκανε, δεν βρήκε η φύτρα του μήτρα για να καρπίσει, καθώς η έγνοια και ο νους όλα τα θαλασσοδαρμένα χρόνια, ήταν τα αδέρφια!
Και σαν ξεμπάρκαρε -εβδομηντάρης πλέον- δεν τον περίμεναν παιδιά κι εγγόνια…
…Σαν διάβηκε τη θύρα του πατρικού σπιτιού, τον υποδέχτηκε με ύφος βλοσυρό το στερνοπούλι της οικογένειας, η αδερφή. “Μαζί μας θα μείνει αυτός;” τη ρώτησε ο σύζυγος, κι εκείνη ένευσε αρνητικά. Κατάλαβε ο ναυτικός πως ήτανε ανεπιθύμητος στην πατρική οικία (προίκα της αδερφής). Διάβηκε διαδοχικά τις θύρες των σπιτιών των αδερφών, ίδια η αύρα της αποστροφής τον τύλιξε, τον πλάνταξε, καθώς η θλίψη της εγκατάλειψης θρονιάστηκε στα εσώψυχα του γέρου.
…Δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο δευτερότοκος ο αδερφός, του ανακοίνωσε την “ετυμηγορία” των υπολοίπων: «Στο Γηροκομείο αδερφέ, καθώς έχουμε όλοι οικογένειες… Καταλαβαίνεις!…». Κατάλαβε ο γέρο-Μπάτης. Έκρυψε ένα δάκρυ που κύλισε αυθόρμητα απ’ της ψυχής το τάρταρο και ακολούθησε τον αδερφό στον “Οίκο Ευγηρίας” καθώς διάβασε την ευμεγέθη επιγραφή στην προμετωπίδα του Ιδρύματος.
…Εκεί “έριξε άγκυρα” ο θαλασσοδαρμένος αδερφός… Απόμακρος από τους άλλους τρόφιμους, μουγγός απ’ το παράπονο της ψυχοδέστρας της απόρριψης, πού τον έχανες, πού τον εύρισκες, κάτω από τον ίσκιο μιας μουριάς, συντροφιά με το τρανζιστοράκι του, που τον συντρόφευε για χρόνια στις θαλασσινές πορείες του, μα και στο τωρινό, το στεριανό όσο και στερνό αγκυροβόλιό του. Μα πιότερο βυθιζόταν στη μελαγχολία της εγκατάλειψης σαν έβλεπε τους επισκέπτες των υπόλοιπων τροφίμων του Ιδρύματος, μα για εκείνον δεν ερχότανε κανένα από τα δέκα αδέρφια και τα πολυάριθμα ανίψια, να του κρατήσει λίγη συντροφιά…
…Ετσι κι απόψε, μόνος κι έρημος κάτωθε της μουριάς, ένοιωθε την ψυχοδέστρα μοναξιά να τον πλαντάζει, και τα δάκρυα μούσκευαν τη δασύτριχη λευκή γενειάδα. “Δε ναυάγησα στη θάλασσα με τα μπουρίνια της και ναυάγησα στη στεριά…” σιγοψιθύρισε. Τον άκουσε η μοναξιά και η σιωπή, μόνιμες συντρόφισσές του…Άνοιξε το τρανζιστοράκι του. Τα ερτζιανά, μετέδιδαν το γνωστό τραγούδι του Διονύση Τσακνή: «Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν». Η προσοχή του εστιάστηκε στο ρεφραίν του τραγουδιού:
Σ’ ένα λιβάδι άσπρα άλογα τη χαίτη τους τινάζουν…
…..
Σ’ ένα ρεφραίν των τραγουδιών μου θα τα κλείσω,
κι ας καλπάζουν πριν κάποιοι τα προλάβουνε
γιατί σκοτώνουν τ’ άλογα, μωρό μου, σαν γεράσουν.
Εκλεισε το τρανζιστοράκι. Είχε λάβει το «μήνυμα». Έβγαλε από την τσέπη του πουκαμίσου του το μπλοκάκι του και το στυλό, και άρχισε να ταιριάζει κάποιους δικούς του στίχους:
Ζηλεύω των αλόγων σαν γεράσουν
την αξιοπρεπή ευθανασία,
δεν τα πετάνε, μάτια μου, για να πεθάνουν
σε κρύα κι άχαρα Γηροκομεία…
Κάλλιο να με σκοτώσει μία σφαίρα
παρά να σβήνω κάθε μέρα μοναχός,
χωρίς αγάπη και ανθρώπου χέρα
είναι ο θάνατος, αγάπη μου, αργός!
Φύλαξε τα “σύνεργά” του στην τσέπη του πουκαμίσου, σηκώθηκε, και με βήματα αργά και κουρασμένα, τράβηξε για τον κοιτώνα του…

*γεωπόνος – συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα