Είναι τέτοια η παραγωγή βιβλίων -όχι μόνο στις μέρες μας, αλλά πολλά χρόνια τώρα-, που ελάχιστοι είναι πλέον οι εκδοτικοί οίκοι τους οποίους θα μπορούσε να εμπιστευτεί με κλειστά μάτια κανείς. Όσο αναπόφευκτο είναι λοιπόν να δοκιμάζει κανείς ενστικτωδώς την τύχη του με κάποιο βιβλίο ανάμεσα σε τόσα άλλα στον πάγκο του βιβλιοπωλείου, άλλο τόσο απαραίτητο είναι και να διαθέτει έναν κύκλο αναγνωστών, τη γνώμη των οποίων θα μπορούσε να εμπιστευτεί, ώστε να οδηγηθεί σε κάποιο -τουλάχιστον- ενδιαφέρον βιβλίο.
Το Σλάλομ το έχεις διαβάσει, με ρώτησε εκείνος ο δυνατός αναγνώστης, και όταν απάντησα με ένα ανασήκωμα των ώμων, εκείνος συνέχισε: να το διαβάσεις, θα πρότεινα. Την επομένη κατέβηκα στο βιβλιοπωλείο.
Μοιάζει -και ίσως όντως να είναι- χαζό να διαχωρίζει κανείς τη λογοτεχνία με βάση τη χώρα προέλευσης, και κατά συνέπεια να αναφέρεται στην ελληνική παραγωγή ως κάτι ξεχωριστό από τη λοιπή παραγωγή, καταλήγοντας σε ατάκες του στυλ: για ελληνικό καλό είναι. Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί όμως μια πραγματικότητα και καλό είναι να τον αποδεχτεί κανείς και να μην εθελοτυφλεί. Προσδοκίες λόγω της σύστασης, ελπίδες λόγω της επιλογής, ενδοιασμοί λόγω της εθνικότητας. Έτσι κάπως ξεκίνησα να διαβάζω το Σλάλομ, το οποίο εκδόθηκε στο τέλος του ’16.
Ο πολιτικός ακτιβισμός έχει πλέον μεταφερθεί στο διαδίκτυο, οι γνώσεις της φυσικής αποτελούν όπλο στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, το αντάρτικο πόλεων έχει πλέον ψηφιοποιηθεί. Δύο παλιοί φίλοι από τον στρατό που θέλουν αλλά φοβούνται να δείξουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, μία αποτυχημένη ληστεία, μία εισαγγελέας που νιώθει αποκλεισμένη από την έρευνα, ένας ιδιωτικός αστυνομικός βυθισμένος στο αλκοόλ και ένα μικρό νησί του Αιγαίου, πρωταγωνιστούν σε αυτή την ιστορία.
Αρχικά, στις πρώτες λίγες σελίδες δυσκολεύτηκα να μπω στο κλίμα, καθώς ο Καλόγηρος επιχειρούσε, ίσως κάπως άτολμα και αμήχανα, να εισαγάγει τον αναγνώστη, αλλά μάλλον και τον ίδιο, στο σύμπαν της ιστορίας του, να αποκτήσει αφηγηματικό βηματισμό, αλλά το συναίσθημα αυτό γρήγορα υποχώρησε. Ακολούθως, και για ακόμα κάποιες σελίδες, δεν μπορούσα παρά να νιώσω μια συγγένεια -καθόλου κατακριτέα- με τον Λένο Χρηστίδη, αυτόν τον συνδυασμό σάτιρας και παρατήρησης, αυτό το πικρό χιούμορ για τον κόσμο που μας περιβάλλει και στον οποίο είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε, αλλά και το συναίσθημα αυτό επίσης υποχώρησε μετά το τέλος του πρώτου κεφαλαίου. Εκείνο που τελικά έμεινε, ως εμπειρία και ανάμνηση της ανάγνωσης, ήταν η όμορφη αίσθηση μιας ιστορίας που κυλούσε, που διέθετε μεγάλη ποσότητα έμπνευσης και τρέλας, καθώς πραγματευόταν διάφορα θέματα χωρίς να υποκύπτει εντελώς στη σαγήνη της καρικατούρας, με ευδιάκριτες λογοτεχνικές αρετές, αλλά και κάποιες αδυναμίες, δικαιολογημένες και έως έναν βαθμό αναμενόμενες σε ένα πρωτόλειο, όπως για παράδειγμα η εναλλαγή ανάμεσα στο πρώτο και στο τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο, που ενίοτε λειτουργούσε θαυμάσια αλλά κάποιες φορές έστεκε κάπως αμήχανη, όπως οι επιμέρους ιστορίες, που πότε λειτουργούσαν ως ενιαίο αφηγηματικό σώμα και πότε όχι, καθώς και κάποια στερεότυπα η χρήση των οποίων ήταν κάπως υπερβολική κάποιες στιγμές. Όμως, επαναλαμβάνω, πρόκειται για ένα άκρως ενδιαφέρον βιβλίο, τρελό και ευφάνταστο, μια ευχάριστη αναγνωστική έκπληξη από έναν μικρό εκδοτικό οίκο που πόνταρε στο πρωτόλειο έργο ενός νεαρού συγγραφέα, γεγονός όλο και πιο σπάνιο στις μέρες της οικονομικής πραγματικότητας που επικρατεί.