«Μπορεί να έχουν αλλάξει τα πάντα εδώ και 250 χρόνια αλλά δεν έχει αλλάξει και απολύτως τίποτα. Η επιθυμία και η τόλμη στη γυναίκα είναι στίγματα. Όλοι θέλουν μια γυναίκα να δουν να πετυχαίνει αλλά κανείς δεν θέλει να τη δει να πετυχαίνει πολύ. Και κανείς δεν θέλει να τη βλέπει να ζει ως ελεύθερο πλάσμα».
Η ηθοποιός και θεατρική συγγραφέας Σοφία Καψούρου επέστρεψε πριν από λίγες ημέρες στα Χανιά για έναν δεύτερο κύκλο παραστάσεων στο θέατρο “Fatum” του μονολόγου “Καραϊσκάκενα, ο θρύλος” που έγραψε η ίδια και ερμηνεύει σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζά. Μια παράσταση εμπνευσμένη από την αρχετυπική, αντισυμβατική και ποιητική προσωπικότητα της Ζωής Διαμάντως Διμισκή, μητέρας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, την οποία, όπως λέει η Σοφία Καψούρου, «η εποχή της δεν μπορούσε να την καταλάβει». Ίσως, βέβαια, να μην μπορούσε ούτε και η δική μας, με τα δικά της στερεότυπα και “πρέπει”. Από αυτή την ξεχωριστή ηρωίδα που πήγε κόντρα στα κοινωνικά στεγανά της εποχής της ξεκινήσαμε την κουβέντα μας με τη συνομιλήτριά μας, για να μιλήσουμε για τις γυναίκες του χθες και του σήμερα, την ποίηση που ασφυκτιά μέσα στις κοινωνικές συμβάσεις, τις αναγεννησιακές προσωπικότητες που δεν αρκούνται σε μια τέχνη αλλά και την «επανάσταση χωρίς εχθρούς» που θα μπορούσε να μας πάει λίγο πιο πέρα ως άτομα κι ως κοινωνία.
Τι σας συγκίνησε στην προσωπικότητα της Ζωής Διαμάντως Διμισκή, μητέρας του Καραϊσκάκη και γράψατε το έργο;
Πριν γράψω ήξερα ελάχιστα πράγματα γι’ αυτήν. Προηγήθηκε λοιπόν μια έρευνα 4 ετών για να μάθω τι γυναίκα ήταν αυτή. Αυτό που με συγκίνησε ήταν ότι η ίδια αυτή η γυναίκα ήταν η επανάσταση και δεν γέννησε μόνο και απλώς την επανάσταση, γεννώντας τον Καραϊσκάκη. Μιλάμε για μια γυναίκα που έζησε μια αντισυμβατική ζωή. Εκδιώχθηκε από την οικογένειά της και την έκλεισαν σε μοναστήρι για να είναι ελεγχόμενη. Εκεί μέσα στο μοναστήρι συλλαμβάνει το παιδί της και αρχίζει ο Γολγοθάς της. Μεγαλώνει μόνη το παιδί, που είναι αγνώστου πατρός και στιγματίζεται. Ωστόσο, τίποτα δεν την λυγίζει. Ζει ουσιαστικά ως προσφυγοπούλα μέσα στην ίδια της την πατρίδα και η ζωή της βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μεγάλα Μ: Μοναξιά και Μοιρασιά. Και βέβαια δεν έκανε ποτέ τίποτε λιγότερο από όσα η επιθυμία της πρόσταζε. Πέθανε νωρίς, αφήνοντας ορφανό σε πολύ τρυφερή ηλικία το παιδί της, αλλά είχε προλάβει να του διδάξει την ελευθερία και την υπευθυνότητα των πράξεών του. Είχε προλάβει να του μάθει – μέσα από την αθυροστομία της που υιοθέτησε κι αυτός – να πολεμάει για μια γλώσσα χωρίς φραγμούς, για την ποίηση.
Μοιάζει έτσι όπως το περιγράφετε να μιλάμε για μια γυναίκα σύμβολο, η οποία πρεσβεύει μια ελευθερία που ακόμα και σήμερα είναι ζητούμενο για πολλές γυναίκες…
Μπορεί να έχουν αλλάξει τα πάντα εδώ και 250 χρόνια αλλά δεν έχει αλλάξει και απολύτως τίποτα. Η επιθυμία και η τόλμη στη γυναίκα είναι στίγματα. Όλοι θέλουν μια γυναίκα να δουν να πετυχαίνει αλλά κανείς δεν θέλει να τη δει να πετυχαίνει πολύ. Και κανείς δεν θέλει να τη βλέπει να ζει ως ελεύθερο πλάσμα. Ακόμα και τώρα κάθε μέρα που ξυπνάμε οι γυναίκες πρέπει να αποδεικνύουμε πρώτα στην οικογένειά μας και μετά στον περίγυρο ότι αξίζουμε τον αέρα που αναπνέουμε. Είναι ανατριχιαστικό αυτό, ειδικά την τελευταία 3ετία – 4ετία όπου η επικαιρότητα ξεπερνάει τη θεατρική και κινηματογραφική φαντασία και σκηνοθεσία καθώς κάθε μήνα δολοφονούνται γυναίκες από εκείνους που νόμιζαν ότι τις αγάπησαν.
Η ηρωίδα του έργου φαντάζει μια αντιφατική προσωπικότητα. Καλόγρια αλλά και οπαδός, μάνα αλλά και επαναστάτρια. Είναι όντως αντιφάσεις αυτές ή μήπως τα κοινωνικά στερεότυπα δεν μας αφήνουν να αποδεχθούμε τους ανθρώπους στην ολότητά τους;
Υπάρχει το οξύμωρο της ανθρώπινης φύσης και το επαληθεύει η Καραϊσκάκενα. Είναι μια γυναίκα που όπως το νερό δεν έχει άκρες, μια γυναίκα σε συνεχή ροή. Είναι αρχετυπική φιγούρα, ερωτική και αιρετική, πιστή και άπιαστη. Σε κάθε περίπτωση, για όλους μας ο πόλεμος με τη σύμβαση είναι καθημερινός και δεν τελειώνει ακόμα κι όταν πας για ύπνο, γιατί τότε παλεύεις με τη συνείδηση, άλλη μια κατασκευή. Από εκεί και πέρα, τα “πρέπει” δημιουργούν μεν μια κοινωνική αρμονία αλλά συγχρόνως σφραγίζουν οτιδήποτε κάνει τον άνθρωπο ποιητή. Ειδικότερα την Καραϊσκάκενα η εποχή της δεν μπορούσε να την καταλάβει.
Το ποδόσφαιρο είναι ένας από τους “πρωταγωνιστές” του έργου. Ποια είναι η δική σας σχέση με αυτό;
Η ζωή δεν μας δίνει την ευκαιρία να έχει με όλα επαφή. Όμως ο δημιουργός είναι ένας ακούραστος και βασανιστικός παρατηρητής του κόσμου και του εαυτού του. Για το ποδόσφαιρο λοιπόν δεν γνωρίζω αλλά πόσο μπορείς να μην γνωρίζεις όταν μια ολόκληρη κοινωνία ανδρών πίνει νερό στο όνομα του αθλήματος; Ενός αθλήματος βέβαια που είναι ένα ωραίο και στο οποίο μυαλό, σώμα και ομαδικότητα πρωταγωνιστούν. Γιατί η Καραϊσκάκενα έχει ανάγκη το ποδόσφαιρο στη ζωή της; Γιατί το ποδόσφαιρο είναι σε καιρό ειρήνης αντί πολέμου. Μέσα σε ένα στάδιο με χιλιάδες ανθρώπους οι παίχτες αγωνίζονται για ένα γκολ και μια ψευδαίσθηση. Εκεί η Καραϊσκάκενα μπορεί να νιώσει σαν να είναι στο στρατόπεδο εν ώρα μάχης και να ξανατιμήσει το γιο της.
Συνήθως οι ηθοποιοί δεν αγαπούν τη μοναξιά της συγγραφής και οι συγγραφείς αποφεύγουν την έκθεση της σκηνής. Εσάς ποια ανάγκη ικανοποιεί το ένα και ποια το άλλο;
Η συγγραφή και η υποκριτική είναι παιδιά ίδιας ρίζας, αλλά αφορούν διαφορετικές διαδικασίες. Η συγγραφή απαιτεί απομόνωση. Είσαι μόνος και ζεις ασκητικά. Αυτό σου παρέχει μια τεράστια ελευθερία να φτιάξεις τον κόσμο από την αρχή. Μέσα σ΄ αυτή τη συνθήκη μπορείς να αγαπήσεις βαθιά τον άνθρωπο γιατί αλίμονο αν μέσα στην πένα περάσει μίσος και χολή. Σε ό,τι αφορά την υποκριτική αυτή είναι παρέα, πρόβα, τριβή. Γιατί και τα δύο; Αυτός ο συνδυασμός υπήρχε και στην εποχή του Σέξπιρ και του Μολιέρου. Οι συγγραφείς έπαιζαν και σκηνοθετούσαν τα έργα τους. Προσωπικά έχω ανάγκη να κάνω και τα δύο. Όλοι μπορούμε να είμαστε παιδιά της Αναγέννησης, ενός ανθρώπου δηλαδή που δεν αρκείται στη μία τέχνη: είναι και η σμίλη είναι και το μάρμαρο, είναι και το άγαλμα, είναι και η ματιά πάνω στο άγαλμα. Ποτέ δεν ένιωσα εσωτερική σύγκρουση κάνοντας και τα δύο.
Η Καραϊσκάκενα υπήρξε μια επαναστάτρια για την εποχή της. Σήμερα τι είναι για εσάς επαναστατικό;
Να καταφέρει ο άνθρωπος άνθρωπο να μην μισήσει. Να μην κάνει εχθρούς. Κι αυτό σε αυτή τη χώρα, σε αυτή την κοινωνία, με αυτή την τεχνολογία και τις μορφές επικοινωνίας, με αυτό τον τρόπο ζωής. Μια επανάσταση δηλαδή χωρίς εχθρούς. Άλλωστε μια επανάσταση έχει νόημα όταν πηγαίνεις λίγο πιο ψηλά, λίγο πιο πέρα, λίγο πιο βαθιά. Θα μου πείτε μπορεί κάποιος να σου φράξει τον δρόμο. Υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι για να πας εκεί που θες. Ειδικά για τις γυναίκες επανάσταση είναι να σταματήσουν να είναι θύματα. Δεν ξέρω βέβαια αν είναι πιο εύκολο να τελειώσουμε με τους θύτες ή με θύματα. Ίσως να είναι και ουτοπικό αυτό που λέω. Τι σόι επανάσταση μπορεί να είναι αυτή χωρίς εχθρούς και θύματα; Ο Γκάντι, όμως, το έκανε αλλά και πολλοί άνθρωποι που συναντάμε καθημερινά το κάνουν άσχετα με τις μικροεκρήξεις και τους μικροθυμούς τους.
Οι παραστάσεις
Ο δεύτερος κύκλος παραστάσεων του έργου “Καραϊσκάκενα, ο θρύλος” της Σοφίας Καψούρου, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζά και ερμηνεία της Σοφίας Καψούρου, στο θέατρο “Fatum” (Δικτύννης 17) στα Χανιά ξεκινάει σήμερα, Σάββατο 25 και συνεχίζεται αύριο, Κυριακή, 26 και Δευτέρα, 27 Μαρτίου, στις 20:00. Κρατήσεις θέσεων 6948524886 και 6932528508.