Ο Αλέξης Ζορμπάς λατρεύτηκε όσο λίγοι μυθιστορηματικοί ήρωες μέσα από τις σελίδες του ομότιτλου βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη και γοήτευσε όλο τον πλανήτη μέσα από την κινηματογραφική μεταφορά του Μιχάλη Κακογιάννη και την ερμηνεία του Άντονι Κουίν.
Ωστόσο, τώρα, ο εμβληματικός αυτός πρωταγωνιστής, ήρθε η ώρα να συστηθεί εκ νέου, αυτή τη φορά μέσα από την τέχνη του graphic novel και τη δημιουργική ματιά και μαστόρικη πένα τού κομίστα Αντώνη Νικολόπουλου (Soloup).
Ο καταξιωμένος δημιουργός μίλησε στο “Μολύβι Μελάνι” για τη δική του αναμέτρησή με τον Αλέξη Ζορμπά και το καζαντζακικό φιλοσοφικό σύμπαν που οδήγησαν στην έκδοση του βιβλίου “ΖΟRΜΠΑΣ – πράσινη πέτρα ωραιοτάτη”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Διόπτρα.
– Μια από τις μεγάλες προκλήσεις που συναντά ένας δημιουργός όταν καλείται να “πειράξει” εμβληματικά έργα κορυφαίων συγγραφέων, είναι ότι μπορεί να αισθανθεί δέος και κάπως να “παγώσει”. Εσείς ένας αναγνώστης και “φαν” του Καζαντζάκη από τα νεανικά σας χρόνια πώς το αντιμετωπίσατε αυτό;
Η πρόταση από τις εκδόσεις Διόπτρα ήταν πράγματι μια μεγάλη πρόκληση. Καλλιτεχνική και προσωπική. Γνώριζα όμως ήδη αρκετά καλά το έργο και τους φιλοσοφικούς προσανατολισμούς του Καζαντζάκη κι έτσι, παρά το Δέος, όχι μόνο δεν δίστασα ν’ αναμετρηθώ με αυτούς τους «δράκους», τον Ζορμπά και τον συγγραφέα, αλλά το έκανα με ιδιαίτερη χαρά και λαχτάρα. Παρά την κούραση και τα ξενύχτια, η έρευνα που έκανα, τα βιβλία που διάβασα αλλά και η αναδρομή μου στα έργα που αναφέρεται ο Καζαντζάκης, όπως ο Σαίξπηρ, ο Ντάντε αλλά και ο Νίτσε και ο Μπρεξόν και ο Ροντέν, πραγματικά με έκαναν πλουσιότερο.
– Σε πρόσφατη συνέντευξή σας στο “Βήμα” μιλήσατε για την προσπάθεια να αποφύγετε τα κλισέ που σφράγισαν τον Ζορμπά μέσα από τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη. Πώς θα περιγράφατε τον πρωταγωνιστή του βιβλίου πέρα από τα στερεότυπα που “φορτώθηκε” από την κινηματογραφική επιτυχία;
Η φιγούρα του Ζορμπά είναι πλέον αρχετυπική. Δεν είναι ήρωας ενός απλού μυθιστορήματος αλλά ένας χαρακτήρας που πατά στα χνάρια του Δον Κιχώτη. Έχει τόση τρέλα το συγκεκριμένο κείμενο του Καζαντζάκη, τόσες αναφορές σε θεωρίες και φιλοσοφικές σκέψεις, αναφέρει με τόσο πετυχημένο τρόπο τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα που τυραννούν όλους τους ανθρώπους που πέρασαν ποτέ ή θα περάσουν, από αυτόν τον πλανήτη… Έτσι διαμορφώνεται ένα πλαίσιο γύρω από τον κεντρικό ήρωα, που τον κάνουν πραγματικά ξεχωριστό. Γι’ αυτό και η φιγούρα του Ζορμπά μπόρεσε να βγει τόσο δυναμικά από τις σελίδες του μυθιστορήματος και να γίνει μια εξ’ ίσου επιτυχημένη κινηματογραφική ταινία, αλλά και θεατρικά έργα και τώρα graphic novel. Παρά τον ανορθόδοξο χαρακτήρα του, τσιγκλάει τις πληγές και τις πεθυμιές ολονών μας.
– Μέσα στο βιβλίο σας, σε μια αυτοαναφορική παρένθεση όπου κάνετε κι εσείς ένα “πέρασμα”, θίγετε και το ζήτημα της κριτικής που δέχεται στις μέρες μας ο Καζαντζάκης, άλλοτε σαν “μισογύνης”, άλλοτε σαν παρωχημένος συγγραφέας κ.λπ. Το καζαντζακικό πνεύμα, που επιχειρείτε να αναδείξετε μέσα από την «επαναφήγηση» του Ζορμπά, διατηρεί τη γοητεία του σήμερα;
Κάθε επιστροφή σε ένα κλασσικό κείμενο, ή αντίστοιχα σε μια φορτισμένη περίοδο της ιστορίας, είναι περισσότερο μια προσπάθεια να κατανοήσουμε το σήμερα και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Έτσι το ξαναχτίσιμο του «Ζορμπά» στο δικό μου graphic novel, δεν είναι παρά μια ακόμα επανερμηνία. Μια πολύ συγκεκριμένη πρόσληψη από έναν σημερινό αναγνώστη. Είναι λοιπόν αναπόφευκτο αν όχι και ζητούμενο, να ψάχνουμε σε ένα τέτοιο κλασσικό κείμενο τα στοιχεία, τις αφηγήσεις εκείνες, που έχουν να μας πουν και κάτι για το σήμερα. Κάτι που να μας αφορά, τόσο ως άτομα αλλά και ως κοινωνία. Έτσι για παράδειγμα, ο θάνατος της χήρας στο μυθιστόρημα- ο οποίος είναι στην ουσία του είναι μια δολοφονία με πολλούς ενόχους στην μικρή κοινωνία του χωριού-, γίνεται στο graphic novel η αφορμή για να σκαλίσουμε εκ νέου το μεγάλο ζήτημα των «γυναικοκτονιών», που γινόμαστε, σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση, θεατές του στα δελτία των ειδήσεων. Η χρονική απόσταση που χωρίζει τα σημερινά εγκλήματα από τα εγκλήματα εντός της λογοτεχνίας σε μια περασμένη εποχή, ίσως μας δίνει και την ψυχραιμία να σκεφτούμε ακόμα και τους εαυτούς μας σε ένα τέτοιο πλαίσιο συνενοχής, όπως το δείχνει ο Καζαντζάκης να συμβαίνει στο κρητικό χωριό.
– Περιγράφοντας την αδυναμία του καλαμαρά – αφεντικού να ακολουθήσει τον Ζορμπά σε μια ακόμα περιπέτεια, κάνετε λόγο για “υπαρξιακή ήττα”. Αν ο Soloup βρίσκονταν στη θέση του καζαντζακικού γραφιά, θα ακολουθούσε την πρόκληση να δει από κοντά την “πράσινη πέτρα”;
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης παίζει με τα είδωλα των χαρακτήρων του έργου. Ο «συγγραφέας» είναι και δεν είναι ο Καζαντζάκης, αφού παντρεύει αριστοτεχνικά, γεγονότα ή σκέψεις που έζησε ο ίδιος, με την λογοτεχνική φαντασία. Το ίδιο και ο Αλέξης Ζορμπάς που έχει στοιχεία αλλά και είναι αρκετά διαφορετικός από τον πραγματικό Γιώργη Ζορμπά, πάνω στον οποίο στήθηκε αυτή η εξαιρετική μυθοπλασία. Το έργο μιλάει ουσιαστικά για την αδυναμία του «συγγραφέα» αλλά και του Καζαντζάκη ν’ ακούσει και να κάνει πράξη, τις προτροπές του Ζορμπά για την ελευθερία στον βαθύτερο πυρήνα του ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που μπορεί να αφομοιώνει τους ρυθμούς της φύσης στη δική του ζωή. Αντίστοιχα λοιπόν κι εγώ, βρίσκομαι και δεν βρίσκομαι στην θέση του «συγγραφέα» και του Καζαντζάκη. Το ίδιο και οι αναγνώστες. Ξέρετε, όλοι οι άνθρωποι καλούμαστε κάποια στιγμή να κάνουμε τις επιλογές μας και να πάρουμε κάποιες αποφάσεις, που πιθανότατα θα μας καθορίσουν και στην υπόλοιπη ζωή μας. Έτσι, η «πράσινη πέτρα» του έργου, τόσο στον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη όσο και στο graphic novel, δεν είναι παρά μια υπενθύμιση, ένας σχολιασμός, στον αγώνα που κάνει ο καθένας μας απέναντι στα υπαρξιακά του διλήμματα αλλά και στις καταστάσεις που μας βάζει αντιμέτωπους η ζωή.