“Μη γίνεσαι μακάβριος,” επιμένει η φωνή να επιπλήττει τον αφηγητή, που σκέφτεται τηλεγραφικά, την ώρα που μεσολαβεί μέχρι το ραντεβού του με τον ογκολόγο, “περνάω απέναντι STOP, ζέστη STOP, ζωή ST..”, έτσι σκέφτεται την ώρα που έχει να σκοτώσει μέχρι το ραντεβού με τον ογκολόγο, αυτή ακριβώς την έκφραση χρησιμοποιεί, “έχω μια ώρα να σκοτώσω”, ενώ, όσο το σκέφτεται αυτό, κάποια ώρα έχει κιόλας ήδη σκοτωθεί, έχει περάσει ανεπιστρεπτί στο βασίλειο του παρελθόντος. Και είναι το σώμα εκείνο πάνω στο οποίο εγγράφεται κυρίως το παρελθόν του καθενός, είναι βέβαια και η μνήμη, που όμως έχει ως αντίπαλο τη λήθη, ενώ το σώμα έχει ως αντίπαλο τον θάνατο, τον βέβαιο νικητή, το οριστικό πέρασμα στο παρελθόν. Βέβαια, αυτό είναι κάτι που συνηθίζουμε να αμελούμε, μαζί με το ίδιο το σώμα, και όταν το θυμόμαστε, όταν, για την ακρίβεια, το σώμα το ίδιο μάς το υπενθυμίζει, τότε, άραγε τότε, αν δεν είναι κιόλας αργά, πώς αλλιώς, παρά μακάβρια, μπορεί κάποιος τότε να αναφερθεί στο παρελθόν; “Τι θα θυμάται όταν ξεχάσω;”, αναρωτιέσαι για το σώμα σου.
Και κάπου ανάμεσα σε μια βαθιά ανάσα και στο ραντεβού του αφηγητή με τον ογκολόγο του, μεσολαβεί, σε τρίτο πρόσωπο, η ιστορία του Μαρτινιανού Σταύρου, σε πέντε πράξεις, πέντε σωματικές πληγές, και μένει στον αναγνώστη να συσχετίσει τον αφηγητή με τον Σταύρου, τον φέρελπι φιλόλογο.
Ο Κυριακίδης, πιστός στρατιώτης της μικρής φόρμας, με το Σώμα, μια ολιγοσέλιδη νουβέλα, επανέρχεται ως συγγραφέας, τοποθετώντας στο κέντρο αυτό ακριβώς που τόσο ξεκάθαρα ο τίτλος αναφέρει, λιτά και απέριττα, το σώμα, ως το μοναδικό ακριβές όργανο μέτρησης του χρόνου. Η κάθε εμφανής πληγή, μαζί με τους άπειρους, στιγμιαίους μα οριστικούς, μικρούς θανάτους, καθορίζει την πορεία προς τη μοναδική φιλοσοφική βεβαιότητα, αυτή του τέλους. Το σώμα, που αντίθετα με τη μνήμη, δεν ξεχνά.
Γύρω από τον κεντρικό άξονα δεν θα μπορούσαν να μην περιστρέφονται οι γνώριμες εμμονές του δημιουργού Κυριακίδη, όπως η τέχνη, ο κινηματογράφος, η μουσική και η λογοτεχνία, ή η μνήμη, με τις αδυναμίες και τη γοητεία της, γοητεία που πηγάζει ακριβώς από τις αδυναμίες της εκείνες, ή ο έρωτας, κοινό υποσύνολο του σώματος και της μνήμης. Οι λίγες λέξεις σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν την έλλειψη λεπτομερειών, αλλά αντίθετα αναδεικνύουν την προσεχτική επιλογή και τη σοφή τοποθέτησή τους στο σώμα της ιστορίας, κάποιες πινελιές στον καμβά, διακοσμητικές και χρηστικές ταυτόχρονα, όπως ταυτόχρονα, με έναν τρόπο αβίαστο, γεννιούνται στον αναγνώστη η συγκίνηση και το γέλιο. Οι ιστορίες του Κυριακίδη διαθέτουν κάτι το στερεοσκοπικό, από κάθε ανάγνωση ξεπετάγεται ακόμα μία μεγάλη εικόνα, ανάμεσα σε δύο προτάσεις συχνά μοιάζει να χωράει ένα μυθιστόρημα.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται πως η μικρή φόρμα ταιριάζει στους Έλληνες συγγραφείς, λες και πρόκειται για κάτι το γονιδιακό. Λίγοι είναι σίγουρα οι συγγραφείς που έχουν την ικανότητα να καταπιαστούν μαζί της, ο Κυριακίδης είναι προφανώς ένας από αυτούς τους λίγους και το Σώμα είναι ακόμα μία -λες και χρειάζεται- απόδειξη.