Άνθρωπε που την σκέψη σου δεν
την στομώνουν φράχτες
απ’ του πολέμου σώσε με την άσπονδη οργή,
απ’ τις φωτιές του σκέπασαν τα όνειρά μου
οι στάχτες
κι έφυγα απάγκιο μήπως βρω σε κάποια ξένη γη.
Ω, μη μ’ αφήνεις να γενώ βορρά στην απληστία
των δυνατών που πέτρινη στα στήθια έχουν ψυχή,
πίνουν κρασί που τους κερνούν το μίσος
και η κακία
μεθούν κι έρχονται σε έκσταση στη θλιβερή ιαχή.
Πληγές την λατρεμένη μου γιόμισαν την πατρίδα
σκόρπια νεκρά μικρά παιδιά την κάθε της γωνιά
και με κρυμμένη τη γλυκιά στα στήθια την ελπίδα
πήρα τη στράτα και έφυγα, με έπνιγε η καταχνιά.
Ειρηνικά το χέρι μου τ’ απλώνω να με σώσεις
μη στήνεις φράκτες βοήθα με όρθιος να σταθώ
ω, την ελπίδα στην ψυχή που έχω μην
την σκοτώσεις
στ’ απύθμενο της λησμονιάς πέλαος μη χαθώ.