Από τη μέρα που ’φυγες οι στράτες της ζωής μου
αγκάθια γιόμισαν θαρρώ που ο δόλιος τα πατώ
και μου ματώνουν την πληγή στα μύχια της ψυχής μου
που ο μισεμός σου μ’ άνοιξε μα εγώ όμως σ’ αγαπώ.
Πάνω στα φύλλα της καρδιάς λόγια έχω τυπωμένα
γραμμένα με το αίμα της για σένα τρυφερά
όμως ο κήπος της ψυχής λουλούδια μαραμένα
γιόμισε που τα δάκρια μου τα καίνε τα πικρά.
Τη νύχτα με το λαμπερό φεγγάρι και τ’ αστέρια
σου στέλνω χαιρετίσματα κι αμέτρητα φιλιά
και την αυγούλα όταν ξυπνώ παίρνω στα δυο μου χέρια
μια σταγονίτσα της δροσιάς απ’ την φασκομηλιά,
ω, και της λέω αγάπη μου να ’ρθει να σ’ ανταμώσει
όταν στα αιθέρια θ’ ανεβεί μ’ άλλες δροσοσταλιές
και γίνουν σύννεφο απαλό τα δώρα να σου δώσει
όταν ποτίζεις και σε δει τις τριανταφυλλιές.
Και με τ’ αγέρι της αυγής σου στέλνω ένα μου χάδι
κι όταν στο παραθύρι σου θα βγεις για ν’ αγναντέψεις
πέρα μακριά της ροδαυγής το ρόδινο μαγνάδι
να σου αναδέψει τα μαλλιά καλή μου να πιστέψεις,
πως μέρα – νύχτα σκέφτομαι εσένα αγαπημένη
κι ο μισεμός σου σαν φωτιά μου καίει τα σωθικά
κι από τα βύθια της ψυχής ο στεναγμός μου βγαίνει
καυτός και καίει τα λούλουδα της γης τα δροσερά.
Κι η γης κακιώνει αγάπη μου κι όλο μου παραγγέλνει
με τον αγέρα κάθε αυγή πως δεν θα με δεχθεί
στα σπλάχνα της και γυπαετούς και κόρακες θα στέλνει
να μου ξεσκίζουν το κορμί και κλαίω από ντροπή.