Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί, μόλις 85 στρεμμάτων, στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας στον Νομό Λασιθίου. Πάνω στα πετρώδη και άνυδρα εδάφη της γράφτηκαν μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες πόνου, δυστυχίας και απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής.
Οι απόκληροι της ζωής
Το νησί έρχεται και πάλι στην επικαιρότητα, από την τηλεοπτική σειρά “Το νησί” που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Βικτώριας Χίσλοπ. Το 1715 κατελήφθη από τους Τούρκους, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα υπολογίζεται ότι κατοικούνταν από περισσότερες των 200 οικογενειών. Το 1903, όμως, έμελλε ο χαρακτήρας του νησιού να αλλάξει δραματικά, όταν ο ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας πρίγκιπας Γεώργιος αποφάσισε να το μετατρέψει σε λεπροκομείο, μεταφέροντας τους ασθενείς που ζούσαν στην περιοχή “Μεσκινιά” έξω από το Ηράκλειο, επειδή αποτελούσαν, όπως πίστευαν εκείνη την εποχή, εστία μόλυνσης για τις γύρω περιοχές.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η λέπρα (ή νόσος του Χάνσεν, ή “λώβη”) βρισκόταν σε ιδιαίτερη έξαρση και οι ασθενείς λόγω της αποκρουστικής τους όψης προκαλούσαν τρόμο στους τοπικούς πληθυσμούς. Επίσης, εκτός από τον ασθενή, στιγματιζόταν και ολόκληρη η οικογένειά του και καταδικαζόταν σε απομόνωση, ενώ αποκαλούσαν τα μέλη της “λεπρόσογο”. Η κρατική μέριμνα ήταν παντελώς ανύπαρκτη και οι ασθενείς διαγράφονταν ακόμη και από τα δημοτολόγια, ζώντας αποκλειστικά από την ελεημοσύνη των συνανθρώπων τους.
Η νέα φυλακή των λεπρών
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα που λειτούργησε το λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε φυσική ανοσία απέναντι στην ασθένεια και ο κίνδυνος μετάδοσης της λέπρας ήταν πολύ μικρός, εφόσον τηρούνταν οι βασικές συνθήκες υγιεινής. Ετσι, ένα νησάκι κοντά στην ξηρά, για την εύκολη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων, ήταν η ιδανική λύση απομόνωσης των ασθενών και υποτιθέμενης προστασίας του υγιούς πληθυσμού. Επιπλέον, η στέγαση των ασθενών ήταν εύκολη και ανέξοδη, αφού υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια, μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της.
Η μεταφορά των λεπρών, πάντως, εξυπηρετούσε και έναν δεύτερο κρυφό σκοπό: την απομάκρυνση των τελευταίων τουρκικών οικογενειών από τη Σπιναλόγκα, οι οποίες αρνούνταν να αποχωρήσουν από την περιοχή ελέγχου της Κρητικής Πολιτείας. Με την εγκατάσταση των λεπρών στο νησί, οι εναπομείναντες μουσουλμάνοι κάτοικοι το εγκατέλειψαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Στις 14 Δεκεμβρίου 1904 μεταφέρθηκαν στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, που πήρε το όνομα “Αγιος Παντελεήμων”, οι πρώτοι 251 λεπροί απ’ όλη την Κρήτη. Στη συνέχεια, μετά το 1913, μεταφέρθηκαν σταδιακά ασθενείς προερχόμενοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και από χώρες του εξωτερικού, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών σε παραπάνω των χιλίων. Η Σπιναλόγκα μετατράπηκε την περίοδο εκείνη σε “Διεθνές Λεπροκομείο”, χωρίς καμία ουσιαστική οργάνωση, με χαρακτηριστικά πραγματικής τρώγλης.
Λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή του, στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας άρχισαν να στέλνονται λεπροί απ’ όλη τη χώρα και ιδίως οι πιο “ανυπάκουοι” και “αντιδραστικοί”. Απέναντι, δε, από τη Σπιναλόγκα αναπτύχθηκε ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όπου δημιουργήθηκε ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες, αλλά και λίγα, υπαίθρια κυρίως, καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τους λεπρούς και για όσους τους επισκέπτονταν. Επιπλέον, στη δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες στο νησί, που προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες, ενώ για τη διάνοιξη περιμετρικών δρόμων χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του παλιού ενετικού φρουρίου.
Το κοινωνικό στίγμα
Μέχρι τη μεταφορά τους στη Σπιναλόγκα οι λεπροί ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες, σε ασβεστωμένα σπίτια, που λέγονταν “μεσκινιές”, ενώ αποκαλούνταν από τους υπόλοιπους υγιείς συνανθρώπους τους “λουβιάρηδες”, “μεσκίνηδες” ή “κομμένοι”. Ο αμαθής πληθυσμός της εποχής εκείνης τρόμαζε στη θέα των παραμορφωμένων ασθενών και τους ανάγκαζε να φορούν κουδουνάκια, ώστε να γίνεται αντιληπτή η παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν παραβιάζονταν οι όροι της “μεσκινιάς” ήταν δυνατόν ο λεπρός να λιθοβοληθεί ή και να πυροβοληθεί. Επίσης, η λέπρα προξενούσε πρόσθετο φόβο και δέος, επειδή θεωρούνταν και θρησκευτική ασθένεια, εξαιτίας των αναφορών στη ζωή του Χριστού σε θεραπεία λεπρών.
Ο τραγικός αποχωρισμός
Κατά τη διάρκεια του αποχωρισμού των ασθενών από τις οικογένειές τους, εκτυλίσσονταν συχνά τραγικές σκηνές. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι μια κοπέλα, μη αντέχοντας να αποχωριστεί τον άντρα της, έκανε μπροστά στους χωροφύλακες που τον έπαιρναν μια ένεση με αίμα στο μπράτσο της, λέγοντας ότι είναι το αίμα του συζύγου της και έχει ήδη μολυνθεί, ώστε να την πάρουν και αυτή στο νησί. Τελικά η κοπέλα μεταφέρθηκε μαζί του στο νησί, αλλά δεν νόσησε ποτέ, ενώ ο άντρας της πέθανε αργότερα στην αγκαλιά της, χτυπημένος από τα βαριά προβλήματα που του κληροδότησε η λέπρα.
Σε μια άλλη περίπτωση, μια γυναίκα κρύφτηκε τη νύχτα στο καΐκι που θα μετέφερε το πρωί τους ασθενείς από τα Χανιά στη Σπιναλόγκα και έτσι κατάφερε να καταλήξει στο νησί μαζί με τον σύζυγό της προκειμένου να βρίσκεται μαζί του και να τον φροντίζει.
Στη Σπιναλόγκα, επίσης, υπήρχαν και μερικοί κάτοικοι που δεν είχαν προσβληθεί από τη νόσο, συνήθως σύζυγοι ή γονείς λεπρών που δεν ήθελαν να αποχωριστούν και να αφήσουν, αβοήθητα στη μοίρα τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η μεταφορά στο νησί
Πολύ συχνά οι λεπροί μεταφέρονταν στο νησί με τη βία, πολλές φορές και με χειροπέδες, ενώ όσοι πήγαιναν εκεί γνώριζαν ότι δεν θα γυρίσουν ποτέ ξανά στα σπίτια τους και στην προηγούμενη ζωή τους. Στο λιμάνι, μάλιστα, όπου έφταναν οι βάρκες με τους ασθενείς, υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε: “Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα”. Επιπλέον, επί σειρά ετών οι νεοφερμένοι ασθενείς οδηγούνταν σε κλειστούς χώρους, σαν φυλακές, ενώ πίσω τους έκλεινε και τους απομόνωνε για πάντα από τον κόσμο μια βαριά καγκελόπορτα.
Η δραματική διαβίωση
Αν και το νησί διέθετε γιατρό και νοσοκόμους, οι συνθήκες νοσηλείας, αλλά και γενικότερης διαβίωσης των ασθενών ήταν άθλιες, αφού ζούσαν σε μισοκατεστραμμένες κατοικίες με ένα μικρό επίδομα που τους χορηγούσε η πολιτεία, το οποίο δεν έφτανε να καλύψει ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Σε όσους το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας τους, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τροφή ψαρεύοντας ή καλλιεργώντας τη γη. Δεν ήταν σπάνιο, ακόμη, κάποιοι ασθενείς να δραπετεύουν και να αναζητούν τροφή σε απέναντι χωριά. Όσοι από τους “παραβάτες” συλλαμβάνονταν, κλείνονταν σε μία απάνθρωπη φυλακή, με ακόμη αθλιότερες συνθήκες διαβίωσης. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όμως, οι ανθρώπινες ψυχές όχι μόνο δεν το έβαλαν κάτω, αλλά ανέπτυξαν μια ιδιόρρυθμη κοινωνικότητα, με δικούς της κανόνες και αξίες.
Αναφερόταν, ακόμη, σε δημοσιευμένα κείμενα της δεκαετίας του 1930, ότι οι ασθενείς στη Σπιναλόγκα, μη έχοντας καμία εργασία, “διασκέδαζαν” κοιτάζοντας τη θάλασσα, παίζοντας μερικά απλά παιχνίδια ή μερικά όργανα μουσικής. Άλλες φορές γλεντούσαν, έπιναν και μεθούσαν, καταριούνταν μεγαλόφωνα την τύχη τους, μισούσαν ή αγαπούσαν τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους τους. Μέσα στην πολυετή λειτουργία του λεπροκομείου, μερικοί λεπροί έπεσαν στη θάλασσα να πνιγούν ή αυτοκτόνησαν με άλλους τρόπους για να ξεφύγουν από τη φρικτή ζωή τους, ενώ λιγοστοί κατάφεραν να δραπετεύσουν κολυμπώντας και να ξεφύγουν για πάντα από το νησί. Πολλοί, πάντως, από τους ασθενείς στο νησί πέθαιναν τελείως αβοήθητοι, παραμορφωμένοι, τυφλοί ή ακρωτηριασμένοι, μέσα σε φρικτούς πόνους.
Μια ζωή χωρίς μέλλον
Η σωματική επαφή ασθενών και υγιών, όπως ήταν το υγειονομικό προσωπικό και οι επισκέπτες, απαγορευόταν αυστηρά, ενώ τα χρήματα που χρησιμοποιούνταν για τις συναλλαγές αποστειρώνονταν υποχρεωτικά από ειδικό υπάλληλο, ώστε να μη μεταδώσουν τη νόσο. Αν και οι γάμοι μεταξύ χανσενικών τυπικά απαγορεύονταν, πολλοί ασθενείς συνδέθηκαν μεταξύ τους και έκαναν δεκάδες παιδιά, τα οποία δεν νοσούσαν. Τα παιδιά αυτά μεταφέρονταν υποχρεωτικά από το κράτος σε ειδικό παιδικό σταθμό στην Αθήνα, όπου παρακολουθούνταν και, εφόσον ήταν υγιή, δίνονταν για υιοθεσία. Το εξιτήριο από τη Σπιναλόγκα ήταν πολύ δύσκολο να αποκτηθεί και δίνονταν μόνο μετά από τρεις διαδοχικές αρνητικές εξετάσεις από τους γιατρούς του νησιού, γεγονός αρκετά σπάνιο, αφού δεν υπήρχε, μέχρι το 1948, καμία θεραπεία για τη νόσο.
Μια λαμπερή ακτίνα φωτός
Η ζωή των λεπρών άλλαξε το 1936, όταν μεταφέρθηκε στη Σπιναλόγκα ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, χτυπημένος, μετά την αδελφή του που ήταν ήδη στο νησί, από τη νόσο. Ο Ρεμουνδάκης, ένας από τους λίγους μορφωμένους ασθενείς, δεν αφέθηκε μοιρολατρικά στην αθλιότητα της ζωής στο νησί, αλλά αγωνίστηκε με πάθος να καλυτερεύσει τις συνθήκες ζωής των χανσενικών, απαιτώντας από την πολιτεία καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και νοσηλείας.
Μερικές από τις πρωτοβουλίες που πήρε ήταν: ίδρυσε την “Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας”, οργάνωσε υπηρεσία καθαριότητας κοινόχρηστων χώρων, δημιούργησε θέατρο, κινηματογράφο, καφενεία και κουρείο (που εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι οι ασθενείς), έφερε ασβέστη για την απολύμανση των σπιτιών και την εξαφάνιση της ενοχλητικής δυσοσμίας, φύτεψε δέντρα, έφερε ηλεκτρογεννήτρια για ρεύμα στο νησί, πριν ακόμη αποκτήσει ακόμη και η Πλάκα, το απέναντι χωριό και τοποθέτησε μεγάφωνα στους δρόμους που έπαιζαν κλασική μουσική.
Μια νέα ζωή…
Οι ασθενείς, με τις προτροπές του Ρεμουνδάκη, ασχολούνταν με διάφορα επαγγέλματα, ενώ άρχισε να αναπτύσσεται στοιχειώδες εμπόριο, να λειτουργεί σχολείο, με λεπρό δάσκαλο, αλλά και να εκδίδεται ακόμη και σατιρικό περιοδικό. Με το μικρό επίδομα που τους έδινε η Πολιτεία, αγόραζαν τα απαραίτητα τρόφιμα από ένα μικρό παζάρι που στηνόταν στην είσοδο του νησιού από ντόπιους παραγωγούς, που έρχονταν από την Πλάκα με βάρκες, οι οποίοι πληρώνονταν με τα χρήματα που είχαν πριν απολυμανθεί. Ήταν τέτοια η προκατάληψη των χωρικών της Πλάκας, πάντως, που έφταναν στο σημείο να πετούν στη θάλασσα όσο εμπόρευμα έμενε απούλητο, αρνούμενοι να το γυρίσουν στο χωριό τους και να μολύνουν, όπως πίστευαν, τους δικούς τους. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στο νησί υπήρχε εκκλησία, ο Άγιος Παντελεήμονας, την οποία λειτουργούσε εθελοντικά ένας γενναίος, μη λεπρός, ιερέας. Λίγο πριν πεθάνει, ο ίδιος ο Ρεμουνδάκης, είχε πει σε μια συνέντευξή του τι είδε μόλις έφτασε: “Στη Σπιναλόγκα όλα προχωρούσαν προς το θάνατο, γιατί το πνεύμα της δημιουργίας δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι στο νησί έμεναν με σκοπό να πεθάνουν εκεί, χωρίς καμιά ελπίδα”.
Με τις παρεμβάσεις του φοιτητή της Νομικής, η ποιότητα ζωής των λεπρών βελτιώθηκε σημαντικά, όπως αναφέρει και ένας θεραπευμένος χανσενικός, που βρίσκεται ακόμη στη ζωή, ο 87χρονος Μανώλης Φουντουλάκης: “Από μια στιγμή και μετά το νησί δεν ήταν κολαστήριο. Ήταν ένα χωριό εγκλείστων, με τους καλούς, τους τζαναμπέτηδες και τους ζαμανφουτίστες”. Ο ίδιος ο Φουντουλάκης, που παντρεύτηκε την αγαπημένη του Λενιώ (η οποία αψήφισε την ασθένειά του) και έκανε μαζί της μία υγιή κόρη που έγινε γιατρός, είχε πει ακόμη σε μια συνέντευξή του: “Έμεινα χρόνια φυλακισμένος, χωρίς να έχω κάνει έγκλημα, βιώνοντας είτε την απέχθεια, είτε τη συμπόνοια των επισκεπτών του νησιού, που αρέσκονταν να φωτογραφίζουν ψυχρά τα ανθρώπινα ράκη και στη συνέχεια να φεύγουν δήθεν συγκλονισμένοι από το αποκρουστικό θέαμα…”.
Η περίοδος της Κατοχής
Η Σπιναλόγκα ήταν το μόνο, ίσως, μέρος της Ελλάδας που δεν κατέλαβαν οι Γερμανοί στη διάρκεια της Κατοχής, φοβούμενοι την μετάδοση τη νόσου. Έτσι, αφού εκκένωσαν και οχύρωσαν το απέναντι χωριό, την Πλάκα, φοβούμενοι απόβαση των συμμάχων, αναγκάστηκαν να στέλνουν οι ίδιοι τρόφιμα στους ασθενείς του νησιού, για να μην φτάσουν στην ξηρά και μολύνουν τα στρατεύματά τους.
Οι πρώτες αντιδράσεις
Με το πέρασμα των χρόνων, πολλοί από τους επισκέπτες του νησιού εξοργίστηκαν από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εξέφρασαν τη διαμαρτυρία τους στέλνοντας επιστολές στην ελληνική κυβέρνηση.
Ένας από αυτούς, ο νομάρχης Λασηθίου, έστειλε το 1925 μια επιστολή στον Ελ. Βενιζέλο, στηλιτεύοντας την ακαταλληλότητα του νησιού για λεπροκομείο: “Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. Επισκεφθείς αυτό απεκόμισα τας χειρίστας εντυπώσεις και ίσως μόνη η μεγάλη φαντασία ενός Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψει. Υπέρ τα διακόσια ανθρώπινα άθλια πλάσματα, πάσης ηλικίας, κοινωνικής θέσης, φύλου και σωματικής παραμορφώσεως, έχουν εκεί εγκαθειρχθεί εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσεως ηθικών ή και γραπτών νόμων…”.
Η αρχή του τέλους…
Μετά από πολλά χρόνια ερευνών, το 1948 ανακαλύφθηκε στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας. Έτσι, οι ασθενείς άρχισαν να θεραπεύονται και η Σπιναλόγκα άδειασε σταδιακά από τους ασθενείς, μέχρι και το 1957, οπότε αποχώρησαν και οι τελευταίοι και το λεπροκομείο έκλεισε οριστικά. Οι λίγοι λεπροί που είχαν βρίσκονταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, μεταξύ αυτών και ο Ρεμουνδάκης, μεταφέρθηκαν στο λεπροκομείο της “Αγίας Βαρβάρας” στο Αιγάλεω που λεγόταν νοσοκομείο “Λοιμωδών Νόσων”.
Πολλοί, πάντως, ασθενείς αρχικά αρνούνταν να εγκαταλείψουν το νησί, πιστεύοντας ότι το “στίγμα” της νόσου δεν είχε φύγει ακόμη από πάνω τους και από τα βλέμματα των συνανθρώπων τους και ότι ποτέ πια δεν θα τους δεχτούν ως ισότιμα μέλη στις “καθαρές” κοινωνίες τους.
Αναφέρεται, επίσης, ότι ο μόνος που δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει το νησί ήταν ένας ιδιόρρυθμος Κρητικός λυράρης, που δεν ήταν και λεπρός, ο Αντώνης Παπαδάκης ή “Καρεκλάς”, ο οποίος επέλεξε να ζει με τους λεπρούς. Μετά το κλείσιμο του λεπροκομείου και τη διακοπή του εφοδιασμού, πάσχοντας από σοβαρή πλέον ψυχική διαταραχή, παρέμεινε στο νησί τρώγοντας αγριόχορτα και σαύρες, ενώ χρειάστηκε να απομακρυνθεί και να γυρίσει με τη βία στο σπίτι του στην Κρήτη.
Από το κολαστήριο ψυχών, στο τουριστικό αξιοθέατο…
Μετά την αναχώρηση και των τελευταίων ασθενών το 1957, το νησί εγκαταλείφθηκε, παρέμεινε ακατοίκητο για πολλά χρόνια, ενώ πολλά κτίρια κατεδαφίστηκαν. Η Σπιναλόγκα στις μέρες μας, μετά από πολλά χρόνια εγκατάλειψης, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο και αρχαιολογικός χώρος και δέχεται επισκέψεις δεκάδων χιλιάδων τουριστών με πλοιάρια, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, άρχισε η συστηματική αναστήλωση και επισκευή πολλών παλαιών κτισμάτων, δρόμων και ενετικών τειχών.
Περισσότερο γνωστή έγινε, όμως, η Σπιναλόγκα από την τηλεοπτική σειρά “Το νησί” που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο που έγραψε η Βρετανίδα συγγραφέας Βικτώρια Χίσλοπ, το οποίο μεταφράστηκε σε 14 γλώσσες, πούλησε πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο.
Η σειρά που ξεκίνησε να προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση τον Οκτώβριο του 2010 αναπαριστά με πολύ πειστικό τρόπο, τόσο τη συγκεκριμένη εποχή, όσο και τις συνθήκες ζωής των λεπρών και των οικογενειών τους.
Ζωές άδικα πεταμένες στα σκουπίδια…
Παρά την προαιώνια προκατάληψη του κόσμου και τις διαχρονικές κραυγές ρατσισμού και ανθρωποφοβίας, η πραγματικότητα λέει ότι η λέπρα είναι μια νόσος που μεταδίδεται πολύ δύσκολα και θεραπεύεται πλήρως από τη σύγχρονη ιατρική.
Οι άμοιροι ασθενείς, μεταφέρονταν στο παρελθόν στο νησί με τη βία σε ένα κολαστήριο σωμάτων και ψυχών, από το οποίο, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν κατάφερναν ποτέ να ξεφύγουν και να επανέλθουν στην φυσιολογική τους ζωή.
Η Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών, αποτελεί αναμφίβολα μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, ενώ τα απομεινάρια της ντροπής, ακόμη και σήμερα, στέκουν αγέρωχα και μαρτυρούν τον ανείπωτο πόνο χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι θανατώθηκαν ψυχικά και σωματικά, όχι μόνο από την ίδια τη νόσο, αλλά κυρίως από τη σκληρή και άδικη συμπεριφορά των συνανθρώπων τους…
Η λέπρα
Η λέπρα, η οποία ονομάζεται αλλιώς και νόσος του Χάνσεν, προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (Mycobacterium leprae) και ανακαλύφθηκε από τον Νορβηγό γιατρό Αρμ. Χάνσεν το 1873. Η νόσος ήταν γνωστή στην αρχαία Αίγυπτο και στις Ινδίες εδώ και 4.000 χρόνια. Μέχρι σήμερα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τον τρόπο μετάδοσης της ασθένειας. Πιθανότατα, η λέπρα μεταδίδεται με την στενή και συχνή επαφή με ανθρώπους που είναι ήδη μολυσμένοι με το μυκοβακτηρίδιο που την προκαλεί. Το βακτηρίδιο μπορεί να εισέλθει στο σώμα διαμέσου της μύτης ή του προσβεβλημένου δέρματος. Το 95%, πάντως, του πληθυσμού διαθέτει φυσική ανοσία και δεν μπορεί να προσβληθεί από τη λέπρα. Ο καλύτερος τρόπος προστασίας από τη νόσο είναι η αποφυγή επαφής με τα σωματικά υγρά και το δέρμα των ασθενών.
Ο χρόνος επώασης της νόσου θεωρείται ότι μπορεί να κυμαίνεται από 9 μήνες έως 20 χρόνια. Η νόσος συνήθως ξεκινά με μια κόκκινη κηλίδα κάπου στο δέρμα, η οποία στη συνέχεια απλώνεται παντού, προκαλώντας σημαντικές αλλοιώσεις. Επιπλέον, δημιουργούνται βλάβες του δέρματος τις οποίες ο ασθενής δεν αισθάνεται και δεν νιώθει πόνο, τα νεύρα διογκώνονται, οι μύες ατροφούν, χάνεται η αισθητικότητα των άκρων και το σώμα (ιδίως το πρόσωπο) παραμορφώνεται, παίρνοντας φρικιαστική όψη. Η αναισθησία και η ατροφία καθιστά τα άκρα ευάλωτα σε τραυματισμούς ή εγκαύματα και μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια δακτύλων ή και ολόκληρων χεριών ή ποδιών. Ακόμα, στους λεπρούς εμφανίζεται απώλεια τριχών στα φρύδια και στα βλέφαρα, παραμορφώσεις στα χέρια και στα πόδια, καθώς και βλάβες στα μάτια ή και τύφλωση, λόγω προσβολής του οπτικού νεύρου. Η λέπρα δεν είναι θανατηφόρος ασθένεια, αλλά μπορεί να προκαλέσει απώλεια της ζωής, λόγω σοβαρών λοιμώξεων στο δέρμα των ασθενών.
Στις μέρες μας, η ασθένεια θεραπεύεται, με λήψη αντιβίωσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για τους ασθενείς που λαμβάνουν την κατάλληλη θεραπεία, πλέον, δεν υπάρχουν περιορισμοί στην εργασία, στην εκπαίδευση ή σε άλλες κοινωνικές δραστηριότητες και συναναστροφές. Εφόσον ξεκινήσει η θεραπεία, η νόσος παύει να είναι μεταδοτική και ο ασθενής μπορεί να συνεχίζει κανονικά τις καθημερινές του ασχολίες.
Στην Σπιναλόγκα έζησε και πέθανε η γιαγιά μου. Που μπορώ να απευθυνθώ για να βρω κάποια στοιχεία σχετικά με τη ζωή της και την ημερομηνία θανάτου της.