» Κυριάκος Συφιλτζόγλου (εκδόσεις αντίποδες)
Άλλοι το ‘λέγαν “Ίδρυμα”, άλλοι “Σπίτι παιδιού” και άλλοι “Πολυτεχνείο”. Σ’ αυτό δούλευε η μαμά και ζούσαμε μέσα του πέντε μέρες. Στην Πλατανιά ήταν αυτό. Όπως και να το ‘λεγε κάποιος στο χωριό, όλοι ήξεραν πού είναι.
Τα σαββατοκύριακα γύριζαν στο κανονικό τους σπίτι στην Προσοτσάνη. Μέχρι να προλάβει εκείνο να ζεσταθεί μάζευαν τα πράγματα για να γυρίσουν στην Πλατανιά. Έτσι κυλούσε ο χρόνος, που στην παιδική πρόσληψη είναι ακόμα πιο σχετικός. Οι αναμνήσεις που επικράτησαν των άλλων έρχονται σιγά σιγά στην επιφάνεια. Στη σπονδυλωτή αυτή νουβέλα, χωρισμένη σε μικρά κεφάλαια που θα μπορούσαν να σταθούν και ως ανεξάρτητα μικρά διηγήματα, ο αφηγητής επιστρέφει σε εκείνα τα μέρη που έζησε μικρός, αναθυμάται γεγονότα και καταστάσεις, μικρές περιπέτειες της καθημερινότητας, επεισόδια που τότε φάνταζαν μαγικά και απόκοσμα, αλλά ταυτόχρονα φυσιολογικά. Η ποιητική και καλοδουλεμένη γλώσσα θα έστεκε αμήχανη και το θέμα των παιδικών αναμνήσεων θα έπασχε από κοινοτυπία, αν η αφηγηματική φωνή δεν είχε συντεθεί με τόσο επιτυχημένο τρόπο, τόσο ως προς τη γλώσσα, όσο και -κυρίως αυτό- ως προς την πρόσληψη της πραγματικότητας. Η παιδική ματιά απαλλάσσει τον συγγραφέα από τη σχέση αιτίου αιτιατού στη διαδοχή των γεγονότων, αφού αυτό που για έναν ενήλικα έχει εξήγηση και δεδομένο συναίσθημα για ένα παιδί είναι κάτι το αρχικά ανεξήγητο που εν συνεχεία προσεγγίζεται με μια εντελώς προσωπική και ως ένα βαθμό άναρχη λογική. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο αφηγητής έχει ενήλικα δάνεια, με τον τρόπο όμως που τα παιδιά μιμούνται και αναπαράγουν γλωσσικά σχήματα χωρίς να είναι δικά τους, και όχι με έναν τρόπο ψεύτικο που να διαταράσσει τη σύμβαση της παιδικής αφήγησης. Έτσι, ο χρόνος μεταξύ των γεγονότων και της αφήγησής τους συρρικνώνεται και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση λειτουργεί θαυμαστά.
Θα ήταν γύρω στις έντεκα το βράδυ και το μισό χωριό ήμασταν μαζεμένοι στο σπίτι της Μαριγούλας. Η Μαριγούλα δεν ήταν κοπελίτσα.
Από το πρόσωπό της έλειπε το ένα μάτι. Το ‘χε κλειστό, αλλά καμιά φορά ξεχνιόταν και όταν το άνοιγε για λίγο φαινόταν ένα σκέτο ροζ. Δεν τη φοβόμασταν. Φορούσε πάντα μια μαύρη ρόμπα και στις δυο τσέπες είχε καραμέλες που μας έδινε.
Η Μαριγούλα δεν είχε παιδιά, είχε έναν άντρα, αλλά αυτός είχε σκοτωθεί με το τρακτέρ. Την έβλεπα τα πρωινά έξω από της Ευρώπης το μαγαζί να περιμένει μαζί με όλο το χωριό το φορτηγό με τα ψωμιά. Όταν έφτανε το φορτηγό και άνοιγαν οι πόρτες του μοσκοβολούσε η πλατεία. Όλοι στο χωριά δίναν τη σειρά τους στην Μαριγούλα.
Εκείνο το βράδυ ήμασταν όλοι στο σπίτι της, γιατί είχε πεθάνει το πρωί. Έπεσε στον δρόμο, κοντά στου Κονδύλη τον κήπο, έπεσε και ξάπλωσε στον δρόμο με το ψωμί αγκαζέ.
Οι πρώτοι που την είδαν ήταν οι κότες του Κονδύλη και πήγαν δίπλα της κι άρχισαν να τσιμπάνε τη γωνία του ψωμιού. Όταν έφτασαν τα σκυλιά του Κατσούλη, οι κότες είχαν φάει όλη τη γωνία. Τη γλείψαν στο πρόσωπο κι άρχισαν να γαβγίζουν. Οι κότες εξαφανίστηκαν.
Με την αφηγηματική φωνή παράσημο ο Συφιλτζόγλου καταφέρνει να γεννήσει συναίσθημα, χωρίς να το εκβιάσει άμεσα, το οικείο συναίσθημα που προκαλεί η παιδική αναπόληση, που έχει την ιδιότητα να ξυπνά προσωπικές αναμνήσεις στον αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα για τον συγγραφέα λειτουργεί και ως ένα χρηστικό καμουφλάζ ένταξης παράπλευρων πτυχών της ιστορίας του αφηγητή αλλά και της κοινής, της μεγάλης ιστορίας, της ιστορίας των πολέμων και της μετανάστευσης, μεταξύ άλλων. Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής επιχειρεί να προσεγγίσει τις αναμνήσεις του, μέσα από την τότε ματιά του στα πράγματα, του επιτρέπει να τα πλησιάσει ακόμα περισσότερο, πριν η απομάγευση και οι εξηγήσεις που η ζωή -εν τέλει- επιφύλασσε ναρκοθετήσουν το μονοπάτι. Η επίσκεψη στο παρελθόν αποτελεί καταφύγιο απέναντι σ’ ένα μέλλον που απλώνεται άγνωστο και συχνά απειλητικό. Βασικό μοτίβο στις αναμνήσεις του αφηγητή αποτελούν οι διάφοροι θάνατοι στους οποίους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ήταν μπροστά, ίσως περισσότερο εκτεθειμένος από ό,τι θα περίμενε κανείς να είναι ένα παιδί, σε μια ηλικία που το πέρασμα στην ανυπαρξία είναι ακόμα πιο σύνθετο και δυσερμήνευτο. Και ίσως μεγαλώνοντας, καθώς ο θάνατος -κυρίως των άλλων, αλλά και ο δικός μας ας μην γελιόαστε- πλησιάζει, η ανάμνηση των θανάτων αυτών, ο τρόπος με τον οποίο ως παιδί στεκόταν απέναντί τους, η ελαφρότητα και η πρόσληψη της θλίψης μέσω των ενηλίκων, να ‘ναι μια κίνηση άμυνας του αφηγητή απέναντι στο αναπόφευκτο, ή τουλάχιστον έτσι λειτούργησε σε μένα κατά την ανάγνωση, αλλά και ύστερα, μέρες μετά το πέρας αυτής. Άλλωστε, η ενήλικη και βιωματική γνώση μας περί του θανάτου είναι σχετική και ελάχιστα καλύπτει τις συναισθηματικές μας ανάγκες.
Μετά το υβριδικό Δραμάιλο, το Σπίτι παιδιού θεωρώ πως αποτελεί το πρώτο ξεκάθαρο βήμα του Συφιλτζόγλου στην πεζογραφία. Το ποιητικό παρελθόν είναι ευδιάκριτο εδώ, χωρίς όμως να βαραίνει -χωρίς να ποιητικοποιεί αν μου επιτρέπεται η λεξιπλασία. Ο τρόπος με τον οποίο συνέθεσε τα στιγμιότυπα σε νουβέλα είναι χρηστικός, πετυχαίνοντας να δώσει ενιαίο χαρακτήρα και βάθος τόσο στα πρόσωπα όσο και στις καταστάσεις, παρά τη χαλαρότητα των ραφών. Το Σπίτι παιδιού είναι ένα γλυκό και σκοτεινό βιβλίο με εμφανείς λογοτεχνικές αρετές, με κυριότερη όλων την αφηγηματική φωνή.