Ξημέρωνε πρωτοχρονιά. Δεν θυμάμαι ακριβώς ποιο έτος, μετά το 1950, εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια που οι πληγές αιμορραγούσαν ακόμα, που είχε αφήσει πίσω του ο βάρβαρος κατακτητής και ο εμφύλιος σπαραγμός, ενώ όλοι οι Έλληνες σε πολιτείες και χωριά προσπαθούσαν να βρουν τρόπους για την επιβίωσή τους. Πικρά και δύστυχα χρόνια που όταν τα θυμάμαι ειλικρινά θλίβομαι κι εύχομαι να μην ξανάρθουν ποτέ πια στην πολύπαθη πατρίδα μας.
Mικρός ακόμα, με κοντά παντελόνια, την συγκεκριμένη πρωτοχρονιά, αν και έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια δεν την ξέχασα. Η αιτία που δεν έφυγε ποτέ από την σκέψη μου ήταν ένα δυσάρεστο γεγονός που συνέβη στο μικρό χωριό μου, το κτισμένο στην καρδιά της Ρούμελης της ιδιαίτερής μου πατρίδας. Ποιο ήταν αυτό το γεγονός, θα το μάθουμε στις επόμενες σειρές του σημερινού διηγήματός μας.
Ο ανερχόμενος καπνός από τις καμινάδες όλων των σπιτιών του χωριού, πρόδιδε ότι όλα τα τζάκια ήταν αναμμένα να ζεστάνουν τους οικείους τους από το τσουχτερό κρύο του χειμώνα. Πέρα μακριά στον σκεπασμένο με πυκνά σύννεφα ορίζοντα τα πρώτα ρόδα της αυγής είχαν κάνει την εμφάνισή τους κι έμοιαζαν με ροδόλευκο πέπλο που όσο περνούσε η ώρα, σκέπαζε σιγά-σιγά όλη την ανατολή.
Οι κοπελιές του χωριού μικρές και μεγάλες, η μια μετά την άλλη κρατώντας στα χέρια τους από μια φούντα άγριου πουρναριού, ξεχύθηκαν στις γειτονιές και στα σοκάκια του χωριού – έτσι προστάζει το έθιμο – να κάνουν «σπουρν» στα σπίτια του χωριού. Άλλες με ένα χρωματιστό μαντήλι, τυλιγμένο γύρω από τον κατάλευκο σαν το χιόνι λαιμό τους κι άλλες με τα μαλλιά τους σαν καταρράκτες, ροδοκόκκινες από το κρύο, λεπτές και βεργολύγιστες, έμοιαζαν σαν τις νεράιδες των παραμυθιών.
Οι οικοδέσποινες όρθιες στις αυλές των σπιτιών, χαμογελαστές και χαρούμενες, καλωσόριζαν με την πατροπαράδοτη ρουμελιώτικη προφορά τους την όποια κοπελιά πήγαινε προς το σπίτι της πριν ακόμα πει η κοπελιά καλημέρα.
Τα λόγια δε που έλεγε ήταν περίπου τα ίδια σε κοπέλες, όπως «καλώς την τη νυφούλα μ», «καλώς ήρθες δροσούλα με κ.ά. Η κοπελιά, εφόσον καλημέριζε νοικοκυρά χαμογελαστή τη ρωτούσε «να κάνου σπουρν στ’ αρχουντικό σ’ κυράμ». Κι απαντούσε η οικοδέσποινα «να κάν’ς κορίτσ’ μ, αμ δε θα κάν’ς;». Κι έκανε χώρο να περάσει η κοπελιά. Η κοπέλα δρασκελίζοντας το κατώφλι του σπιτιού έλεγε μια δεύτερη καλημέρα στους παραβρισκόμενους και παίρνοντας ένα σκαμνί πήγαινε γρήγορα – γρήγορα στο τζάκι. Στη συνέχεια στρογγυλοκαθότανε πάνω στο σκαμνί έτσι το λένε στο χωριό μου, και τούτο για να πιάσουν τη σπουρν καλά κι άρχιζε να βάζει τη φούντα του πουρναριού πάνω στη φωτιά λέγοντας σπουρν κότες, σπουρν αυγά, σπουρν κατσίκια, σπουρν αρνιά, σπουρν σ’τάρ’, σπουργ κριθαρ’ και άλλα πολλά σπουρν. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι κάθε φορά που έλεγε σπουρν π.χ. σπουρν κότες, έβαζε τη φούντα πάνω στη φωτιά κι αμέσως την έβγαζε για να την ξαναβάλει πάλι, να πει τα δεύτερα σπουρν. Τώρα αν στο σπίτι που πήγαινε υπήρχαν στην οικογένεια και παιδιά για παντρειά, κορίτσια ή αγόρια, έλεγε «σπουρν νυφάδες» αν είχε αγόρια, αν είχε μόνο κορίτσια έλεγε «σπουρν γαμπροί». Στο τέλος δε, έλεγε κάπως πιο δυνατά «σπουρν απ’ ούλα τα καλά» και άφηνε τη φούντα πάνω στη φωτιά και δεν σηκωνότανε από το σκαμνί έως ότου καεί τελείως η φούντα.
Ο σπιτονοικοκύρης εφόσον ευχαριστούσε την κοπέλα της έδινε ό,τι είχε την ευχαρίστηση ο άνθρωπος και την συνόδευε ως την πόρτα δίνοντάς της μύριες ευχές.
Η κοπέλα πριν φύγει από το σπίτι που έκανε σπουρν, έπαιρνε μαζί της μια άλλη φούντα πουρναριού που σίγουρα έβρισκε στην αυλή και με ‘κεινη τη φούντα πήγαινε σε άλλο σπίτι και άιντε πάλι από την αρχή.
Η παράδοση λέει ότι σε όποιο σπουρν έβγαζε περισσότερες σπίθες η φούντα του πουρναριού θα είχε μεγαλύτερη επιτυχία τη χρονιά που μόλις είχε μπει από την προηγούμενη π.χ. αν η φούντα έβγαζε περισσότερες σπίθες όταν έλεγε η κοπελιά σπουρν κότες θα πρόκοβαν περισσότερο εκείνη τη χρονιά από την προηγούμενη. Αυτό οι άνθρωποι του σπιτιού το παρατηρούσαν βουβοί όμως όπως είναι ευνόητο πάντα διαφωνούσαν μεταξύ τους σε πιο σπουρν η φούντα έβγαλε περισσότερες σπίθες,
Τώρα αν με ρωτήσετε τι σημαίνει η λέξη σπουρν θα σας απογοητεύσω. Δεν γνωρίζω. Όταν κάποτε ρώτησα κι εγώ ένα γέρο στο χωριό μου, μου είπε, ότι το σπουρν είναι μια ευχή για τον καινούριο χρόνο και αρκέστηκα σε αυτό. Κι ενώ η διαδικασία του παραπάνω εθίμου βρισκότανε σε πλήρη εξέλιξη στο χωριό κι από παντού ακουγότανε χαρούμενες φωνές και τραγούδια, ο πένθιμος ήχος που ξαφνικά ακούστηκε από την καμπάνα της εκκλησίας του χωριού με μιας σε όλο το χωριό απλώθηκε μια νεκρική σιγή. Όλες οι κοπέλες σταμάτησαν το σεργιάνι και γύρισαν στα σπίτια τους, ο σεβασμός προς τον νεκρό δεν τους επέτρεπε να συνεχίσουν, οι νοικοκυρές κλείστηκαν κι αυτές στα σπίτια τους ρωτώντας ο ένας τον άλλο ποιος πέθανε.
Ο εκλιπών ήταν ένας χωριανός στην πέρα γειτονιά, υπερήλικας που από την παραμονή των Χριστουγέννων ψυχομαχούσε. Βέβαια οι δικοί του είχαν φέρει τον γιατρό 4 ώρες μακριά με το άλογο γιατί αυτοκίνητα τότε δεν υπήρχαν μήτε τηλέφωνα αλλά τους είχε πει ξεκάθαρα ότι οι μέρες του παππού ήταν μετρημένες και να το πάρουν απόφαση.
Αυτός ήταν ο λόγος που στην αρχή σας αναφέρω, που εκείνη την Πρωτοχρονιά δεν την ξέχασα ποτέ και μήτε θα την ξεχάσω όσο αναπνέω πάνω στη γη, όσο φυσικό και αναμενόμενο κι αν ήταν. Τελειώνοντας την σημερινή μας ιστοριούλα ήθελα να προσθέσω ότι κάποτε ρώτησα κάποιους λαογράφους της Ρούμελης να μου πούνε πότε περίπου πρωτοεμφανίστηκε το παραπάνω έθιμο. Η απάντηση που πήρα ήταν σχεδόν ίδια απ’ όλους. Μου είπανε ότι οι ρίζες του εθίμου «σπουρν» όπως και οι ρίζες πολλών άλλων χάνονται βαθιά στα σπλάχνα του χρόνου. Δυστυχώς σήμερα πολλά απ’ αυτά έχουν τελείως ξεχαστεί, παίρνοντας άλλα ξενόφερτα και ψυχοφθόρα που καμιά απολύτως σχέση με τα δικά μας δεν έχουν. Άλλα δε, ψυχορραγούν στο μονοπάτι του χρόνου, αβοήθητα κι εγκαταλελειμμένα. Οι πρόγονοι μας όμως μεταφέρνοντάς τα από γενιά σε γενιά και μέσα από αντίξοες συνθήκες τα κράτησαν αιώνες ζωντανά, κάτι που οφείλουμε κι εμείς με τη σειρά μας να πράξουμε.
*Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων