Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Στ’ Αγιού Πνευμάτου τις αυλές…

“Εις τσι Κατούνες ήμουνα, στσ’ αυλές τ’ Αγιού Πνευμάτου/ και τα πουλιά ερώτουνα που γύρω μου πετούσαν,/ αν βλέπουν τσοι φευγάτους μας στου ουρανού το δώμα./ Κανένα δεν απάντουνε, κανένα δεν εμίλιε./ Μόνο ’να όμορφο πουλί, μια γλυκοποταμίδα,/ είπε πως τσοι αντάμωνε, μόλις η νύχτα πέσει./ Γι’ αυτό κι ομορφοτραγουδεί». Το ποίημα μου “Στ’ Αγιού Πνευμάτου τις αυλές” (βλ. ποιητική συλλογή “Όπως το ψωμί”, εκδ. “Πυξίδα της Πόλης”, Χανιά 2018).

Έχω συνδέσει το Άγιο Πνεύμα με τις φωτιές. Με τη φωτιά που ανάβουμε απ’ τα μικράτα μου, μέχρι πριν λίγα χρόνια, την παραμονή της Χάρης του Γείτονα Αγίου, στις Πάνω Κατούνες του Νίππους, όπου το πατρικό μου. Και βέβαια με τις φωτιές της ίδιας νύχτας στον Μπούμπουλο και στ’ άλλα Αγια Πνεύματα της Μαδάρας που εν είδει πυρίνων γλωσσών έστελναν, μαζί με τη δικιά μας, χαιρετίσματα στον ουρανό. Πάνω απ’ όλα με το κελάηδημα μιας ποταμίδας, ωστόσο, έχω συνδέσει το Αγιο Πνεύμα.

Γι’ άλλη μια χρονιά στις αυλές του Αγιού Πνευμάτου. Οι εναπομείναντες και πεισματικά επιμένοντες… Κάτω από τον ορατό ίσκιο της Μαδάρας και τον νοητό ίσκιο της παλαϊκιάς μας σημαίας. Μιας σημαίας που την ύφανε τραγουδώντας τραγούδια της αγάπης μια από τις γιαγιάδες μας, και που την ακουμπούσε στην εικόνα του Γείτονα Αγίου, για ευλογία, πριν κινήσει για πόλεμο, ένας Παππούς – Καπετάνιος. Εδώ όπου κάθε χρόνο τις μικρές ώρες, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, προσέρχονται οι πεθαμένοι μας, ντυμένοι στα κυριακάτικά τους. Ωραίοι και επώνυμοι ως υπήρξαν. Αμέσως μετά το κελάηδημα μιας μοναχικής ποταμίδας στο διπλανό λιόφυτο…

Της Αλωσης…
Σημαίνει ο θιος, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια/ σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι/ με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες,/ κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος./ Ψάλλει ζερβά ο Βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης/ κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόνταν οι κολόνες./ Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγει ο Βασιλέας/ Φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα./ Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια/ Παπάδες πάρτε τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε/ γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει./ Μον’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ‘ρθουν τρία καράβια/ το ‘να να πάρει το Σταυρό, και τ’ άλλο το Βαγγέλιο/ το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζα μας,/ μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν…/ Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες./ Σώπασε κυρά, Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις,/ πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι”. Το πιο γνωστό τραγούδι για την Άλωση.

«Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιοτάτην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω του θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα και εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον». Δωροθέου Μονεμβασίας “Βίβλος Χρονική”, 1781 (Πηγή: www.visantinaistorika.blogspot.gr)

«Ητανε θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει». Δίχως ερωτημάτικό στο τέλος ο στίχος στο γνωστό τραγούδι. Με ερωτηματικό, ωστόσο, επανέρχεται, κάποιες στιγμές, όπως έγραψα “Στα πεταχτά” πριν από τρία χρόνια, σαν σήμερα, στο κεκλιμένο επίπεδο της μνήμης. Ήτανε θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει; Μνήμη πικρή, μαχαιριά αγιάτρευτη στην καρδιά της Ρωμιοσύνης, η άλωση της Πόλης, 29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα