«Στ’ Αγιού Πνευμάτου τις αυλές τρανές φωτιές ανάβουν/ και στέλνουν χαιρετίσματα στο Μαδαροαέρι/ Του λένε για τη λεβεντιά που ‘χουν οι Κατουνιάροι/ του λένε και για την πρεπιά»… «Στ’ Αγιού Πνεύματου τις αυλές Κακάτσηδες καθίζαν/ Βαράνηδες κι Αγγελιανοί, μαζί με Κουργιαντέδες/ Και οι Νικολακάκηδες μαζί με Κοτσιφήδες/ και Κουκιανοί και Βρούβηδες ήταν με Νικητάδες/ κι έψαλαν το “ευλογητός”»… Δύο απ’ τα “νεοριζίτικα” που δημιουργήθηκαν και τραγουδούσαμε τη δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, οι Κατουνιάροι αποσπέρας της γιορτής του Αγίου Πνεύματος, στις αυλές της ομώνυμης εκκλησίας που βρίσκεται στις Πάνω Κατούνες του Νίππους. «Σαν κουμαντάρει η καρδιά τα λόγια και τσι πράξεις/ η λεβεντιά και η πρεπιά δίνουνε τσι συστάσεις». Η μαντινάδα που συνόδευε το πρώτο…
Ήταν τα χρόνια εκείνα που υπό την σκιά της σημαίας μας, μιας παλαιϊκιάς, με σπασμένο, απ’ τις εχθρικές οβίδες, σταυρό, ματωμένης σημαίας για τρεις μέρες εκ περάτων συναθροιζόμαστε για να γιορτάσουμε τη Χάρη του Αγίου μας. Αρχίζοντας με μνημόσυνο για τους προαπελθόντες. Ακουμπώντας τα μάτια μας στις καντουνάδες των παλιών μας για να πάρουμε κουράγιο. Ανάβοντας, πάντα στην ίδια θέση, την Αγία Φωτιά για να στείλουμε τα χαιρετίσματά μας στα άλλα Αγια Πνεύματα της Μαδάρας. Ψάλλοντας το «Ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών» και λιτανεύοντας την εικόνα του Αγίου στους δρόμους της γειτονιάς μας, που χρόνο με τον χρόνο ρήμαζε. Αρμέγοντας τα πρόβατα των βοσκών και μοιράζοντας το γάλα στους προσκυνητές. Κάνοντας τραπέζι σ’ όλους που έρχονταν αποσπέρας και ανήμερα της Χάρης του…
«Πρώτοι, όπως κάθε χρόνο, κατέφτασαν και προσήλθαν στο πανηγύρι μας, για ν’ ανάψουν ένα κερί στη Χάρη του Αγίου Γείτονα και για να προσκομίσουν τα πρόσφορα τους, οι πεθαμένοι μας. Αφησαν αυτήν την ημέρα τις σκαλίδες, τις οχερες, τα δραπάνια και τα βοσκοράβδια και ντυμένοι τα κυριακάτικά τους εμφανίστηκαν έτσι, ως υπήρξαν. Ωραίοι στην όψη, γενναίοι στη ζωή, επώνυμοι ενώπιον του Αγίου τους. Εγιναν ένα με τους βοστρύχους του θυμιάματος που ακατάπαυστα για δύο ημέρες ανέθρωσκε. Διαπότισαν την ευωδία της αιώνιας δάφνης, των κεριών που καιγόταν και του άρτου. Κράτησαν, μαζί μ’ ένα παλαιοημερολογίτη παπα-κότσυφα που ιερουργούσε στη γριά ελιά του Ιερού, το ίσο στο θριαμβευτικό «Ευλογητός Ει Χριστέ» των παπάδων και των ψαλτάδων. Είδαν, αν πορπατούμε καλά, χαμογέλασαν και απήλθαν, λίγο πριν ο παπα-Μιχάλης αρχίσει να μοιράζει τον “άρτο”». Ενα από τα πολλά κείμενα μου για το πανηγύρι μας, εκείνων των χρόνων (βλ. στήλη “Ακροθιγώς”, “Χ.ν.”, 18 Ιουνίου 1997).
Όχι δεν γιορτάζουμε, όπως γιορτάζαμε το πανηγύρι του Γείτονά μας Αγίου όσοι έχουμε γεννηθεί στις Πάνω και στις Κάτω Κατούνες του Νίππους, εδώ και κάμποσα χρόνια. Οι γερόντοι μας έφυγαν, οι πόρτες έκλεισαν, οι αυλές χορτάριασαν. Ωστόσο κάποιοι από μας επιμένουμε να επιστρέφουμε αποσπέρας, και να κάνουμε το στεφάνι του Αγίου και να ψάλουμε το απολυτίκιο του. Με τις φωτιές πάντα αναμμένες στα μάτια μας…
Οι φωτιές του Αγίου Πνεύματος
Εχω συνδέσει το Αγιο Πνεύμα με τις φωτιές. Οχι, βέβαια, με τις φωτιές μιας πυρκαγιάς που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά της. Ούτε τις μικρές τρεμουλιαστές φωτίτσες των καντηλιών που άναβαν στα εικονίσματα των σπιτιών μας. Εχω συνδέσει το Άγιο Πνεύμα με τις φωτιές που άναβαν οι ξεχασμένοι βοσκοί στα ξέφωτα της Μαδάρας. Οι φωτιές αυτές ήταν τα σημεία επαφής με τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους. Ηταν οι φωτεινές καταφάσεις στη ζωή και οι χτυπητές αντιθέσεις στη μαύρη παρουσία της νύχτας που απειλούσε. Ηταν οι ελπίδες που ενέδρευαν απτόητες στην τελευταία πτυχή της νύχτας. Ηταν οι λευκές αμυχές που αγωνιούσαν και αγωνίζονταν να μεταμορφώσουν τις πέτρες που κουβαλούσαν οι μεγάλοι σε καρδιές. Οι φωτιές αυτές έκρυβαν ξεχωριστές δυνάμεις. Ηταν απέραντα συναισθηματικές και δεν ήξερες αν ήταν έτοιμες να κλάψουν ή να γελάσουν…
Βλέποντας τις φωτιές των βοσκών ένα βράδυ με τα γειτονάκια μου, πήραμε την απόφαση να τους στείλουμε την παραμονή του Αγίου Πνευμάτου τα πρώτα μας χαιρετίσματα. Θα μουν δε θα ‘μουν δέκα χρονών τότε…