Το τραγούδι του Σταύρου Κουγιουμτζή και του Μάνου Ελευθερίου “Στα χρόνια της υπομονής”, κυκλοφόρησε το 1975 στο δίσκο “Στα ψηλά τα παραθύρια” και η πρώτη εκτέλεση ανήκει στον Γιώργο Νταλάρα και στην Άννα Βίσση.
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο συνθέτης με τον οποίο ξεκίνησε την πορεία του ο Γιώργος Νταλάρας, υπέγραψε έναν δίσκο που από τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας του ενθουσίασε το κοινό.
«Όταν διάλεξα αυτό τον στίχο του Μάνου Ελευθερίου δεν είχα στο μυαλό μου εμένα, τα δικά μου χρόνια, αλλά είχα στο μυαλό μου τον ποιητή Νίκο Καρούζο. Όλη η ζωή του Νίκου Καρούζου ήταν χρόνια της υπομονής. Έζησε σε ένα άθλιο ημιυπόγειο, πάμφτωχος, που πολλές φορές του έλειπε και το ψωμί ακόμα. Είναι ντροπή που συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Αυτόν λοιπόν είχα στο μυαλό μου, όταν διάλεξα αυτούς τους στίχους. Και τι έγινε τελικά στο τέλος της ζωής του; Έρχεται μία επιτροπή να του δώσει μία σύνταξη των 40 χιλιάδων δρχ. και τον κατατάσσει, λέει, στην β΄ κατηγορία των ποιητών. Υπάρχουν δηλαδή επιτροπές που μπορούν να κρίνουν έναν ποιητή ή έναν καλλιτέχνη γενικά σε ποια κατηγορία θα τον κατατάξουν! Όσο για τα δικά μου χρόνια της υπομονής αυτά αρχίζουν από τα παιδικά μου χρόνια. Όταν έχασα τον πατέρα μου τότε, το φιλόστοργο κράτος μας έδωσε σύνταξη 300 δρχ. Περνούσαμε δεν περνούσαμε μια βδομάδα με αυτά τα χρήματα. Κι αυτό, λέει, γιατί ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος κατωτέρου βαθμού. Έτσι λοιπόν τα χρόνια μου ήταν πολύ δύσκολα. Έπρεπε να κάνω ένα σωρό επαγγέλματα παράλληλα με τις σπουδές μου για να τα βγάλουμε πέρα. Επίσης χρόνια δύσκολα ήταν αυτά της εφηβείας μου στην φτωχογειτονιά που ζούσα. Και εκεί ο κόσμος δούλευε. Σηκωνόταν από νωρίς το πρωί για το μεροκάματο. Και ξαφνικά εγώ 18 χρονών πήγαινα στο ωδείο να μάθω πιάνο. Αυτά δεν τα καταλάβαιναν και έλεγαν πολλές φορές “ολόκληρος άνδρας δεν ντρέπεται; Δεν πάει να κάνει κανένα μεροκάματο, να βρει καμιά δουλειά και ασχολείται με τα πιάνα και τις μουσικές; Και ντρεπόμουν πάρα πολύ σε σημείο που αναγκαζόμουν πολλές φορές να κρύβω μέσα στο παλτό μου τα βιβλία την ώρα που έβγαινα έξω για να μην φανεί, ότι πάω στο ωδείο και ασχολούμαι με την μουσική…”, είχε πει ο Σταύρος Κουγιουμτζής.
Για το πως γράφτηκε το συγκεκριμένο το τραγούδι ο συνθέτης, όπως αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του “Σταύρος Κουγιουμτζής – Στα χρόνια της βροχής” (εκδ. Ιανός) είχε βρεθεί κάποτε στο σπίτι τού Ελευθερίου και ξεφυλλίζοντας ένα τετράδιο με στίχους του, το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα δίστιχο ρεφρέν που του άρεσε πολύ: “Στα χρόνια της υπομονής / δεν μας θυμήθηκε κανείς”. Το κουπλέ του όμως δεν του πήγαινε ιδιαίτερα και συνέχισε να ψάχνει. «Παρακάτω», γράφει, «βρήκα ένα τετράστιχο που μου άρεσε: “Aν είναι κόσμος όμορφος, / είναι και κόσμος ψεύτης / που μοιάζει σκοτεινό γυαλί / και σαν παλιός καθρέφτης”».
Από ένα άλλο τετράδιο, δε, διάλεξε ένα ακόμα: “Τα γράμματα μου γύρισες / χωρίς να τα διαβάσεις, / μα πες μου γιατί βιάστηκες / να με καταδικάσεις”. Ο Ελευθερίου τον ρώτησε τι θα τα κάνει όλα αυτά μαζί και ο Κουγιουμτζής τού απάντησε: «Θα τα κάνω ένα τραγούδι». «Μα είναι τρία διαφορετικά πράγματα», του λέει εκείνος, «πήρες το ένα από δω, το άλλο από κει, θα φάμε ξύλο…». «Μη φοβάσαι», του ‘πε εκείνος χαμογελώντας, «δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος».
Καλές ακροάσεις μέχρι την επόμενη ιστορία με ρεφρέν
* Η Μαρία Σουρουκίδου είναι ραδιοφωνική παραγωγός