Ευθύνες σε υπουργούς και υπαλλήλους του υπουργείου Υγείας επιρρίπτει το πόρισμα της πλειοψηφίας της διακομματικής επιτροπής της Βουλής για το φάρμακο, που παραδόθηκε στα κόμματα και αφορά την περίοδο 1997-2015.
«Υπερβολική φαρμακευτική δαπάνη κυρίως στο θέμα των εμβολίων και των αντιικών φαρμάκων», καταγράφει το πόρισμα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με το Φάρμακο που δημοσιεύει η ΕΡΤ.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν στο πόρισμα, εκτιμάται ότι η συνολική επιβάρυνση όσον αφορά τη φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας το εξεταζόμενο διάστημα (1997-2014) ανέρχεται στα περίπου 23 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στο πόρισμά τους εντοπίζουν σημεία, τα οποία «χρήζουν περαιτέρω έρευνας από κάθε άποψη» και ζητούν να διερευνηθούν τα παρακάτω πεδία:
«α) Να ερευνηθεί ο λόγος ή οι λόγοι για τους οποίους συγκεκριμένα πορίσματα διωκτικών και ερευνητικών Αρχών (ΣΕΥΠ, ΓΛΚ, ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ, ΟΡΚΩΤΟΙ κ.λπ.) τα οποία αποκάλυπταν τέλεση συγκεκριμένων παράνομων πράξεων και παραλείψεων με συνακόλουθη βλάβη του Δημοσίου μεγάλης αξίας δεν καταγγέλθηκαν από τους παραλήπτες τους Υπουργούς Υγείας στις αρμόδιες δικαστικές αρχές όπως ρητά επιτάσσει το άρθρο 37 Κ.Π.Δ
β) Να ερευνηθεί η περίπτωση της υπερβολικά υψηλής παραγγελίας αντιικών εμβολίων καθώς και οι αιτίες της μη αξιοποίησής τους.
γ) Να ερευνηθεί εάν αληθεύει ή όχι ότι συγκεκριμένος υψηλόβαθμος υπάλληλος του υπουργείου ήταν ο μόνος που κατείχε τον «κλειδάριθμο» με τον οποίο «ανοίγουν» οι τιμές των φαρμάκων στις Ευρωπαϊκές Χώρες
δ) Για ποιο λόγο και με ποιες αιτιολογήσεις δεν ενεργοποιήθηκε η υφιστάμενη Επιτροπή διαπραγμάτευσης ειδικά για το διάστημα 2010-2014 οπότε είχαν επιβληθεί οι περιοριστικές πολιτικές στην φαρμακευτική δαπάνη».
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ, «η ραγδαία αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα από το 1987 έως το 2014 δεν προήλθε από κάποιο ακραίο φυσικό φαινόμενο, αλλά ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών που οδήγησαν στην ανεξέλεγκτη αύξηση της κερδοφορίας των φαρμακευτικών εταιρειών και τη διασπάθιση πόρων του ελληνικού δημοσίου».
Στο πόρισμα αναγράφεται, επίσης, ότι «η πρώτη μεγάλη νομοθετική παρέμβαση που οδήγησε στην απότομη αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης έγινε με την από 07-11-1997 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Κατάργηση των επιβαρύνσεων υπέρ τρίτων επί της τιμής των φαρμάκων» της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ υπό την πρωθυπουργία του Κώστα Σημίτη και του υπουργού Υγείας Κωνσταντίνου Γείτονα, όπου καταργήθηκαν οι εισφορές υπέρ του α) Τ.Σ.Α.Υ., β) Τ.Ε.Α.ΥΦ.Ε. και γ) Ε.Ο.Φ και η έναρξη ισχύς της κατάργησης των εισφορών θα άρχιζε από την έκδοση του νέου δελτίου λιανικών τιμών των φαρμάκων, δηλαδή, το πρώτο δελτίο τιμών του 1998 […] Απόρροια της παραπάνω Π.Ν.Π. ήταν η μεταβίβαση των πόρων, που θα προέρχονταν από τις πωλήσεις των φαρμάκων στα ασφαλιστικά ταμεία και τον ΕΟΦ, στις φαρμακευτικές εταιρείες. Ακόμα, με τη ζήτηση φαρμάκων να παραμένει σταθερή το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει αύξηση των τιμών […] Με την παραπάνω ΠΝΠ υπήρξε μια διπλή παρέμβαση υπέρ των φαρμακευτικών εταιρειών τόσο με την αύξηση των τιμών, όσο και με τη μη προβλεπόμενη μέχρι τότε απόδοση των εισφορών επί των φαρμάκων προς όφελος των φαρμακευτικών εταιρειών».
Όπως περιγράφεται και στην Εισαγωγή του πορίσματος των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ «υπήρξαν γεγονότα και περιστατικά εκτεταμένης διαφθοράς στην Υγεία, και, σε συντομία, ένα μικρό μέρος της έχει ως εξής: Προβάλλει αμείλικτο το ερώτημα: Υπάρχει διαφθορά στην Υγεία, ή μάλλον ΚΑΙ στην Υγεία; Η απάντηση είναι: διαφθορά υπάρχει κυρίως στο χώρο της Υγείας, όπως και στο χώρο των εξοπλιστικών δαπανών, μάλιστα έχει συναχθεί από μελέτες και έρευνες ότι το σύνολο της διαφθορά στα εξοπλιστικά και την υγεία έχει τέτοια και τόση έκταση, ώστε δεν θα ήταν καθόλου παρακινδυνευμένο να λεχθεί ότι η διαφθορά στους τομείς αυτούς ευθύνονται, αν όχι αποκλειστικά, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό για τη χρεοκοπία της χώρας. Και για να μη θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι είτε αυθαίρετος είτε αποσκοπεί απλά να θέσει προ των ευθυνών τους μόνο τις προηγούμενες κυβερνήσεις, και σήμερα τους φερόμενους ως εμπλεκόμενους, αναφέρουμε απόψεις και θέσεις πρωτοκλασάτων στελεχών των κυβερνήσεων αυτών».