Είναι ατέλειωτες οι ιστορίες ανταρτών κατά την αντίσταση στην κατοχή και στον εµφύλιο. Αριστερών και δεξιών και κάποιων… ανεξάρτητων.
Μια εικόνα από την περίοδο του εµφυλίου υπάρχει στα 2.500 έγγραφα που παρέδωσα πριν χρόνια στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, και που διέσωσα µικρός, τυχαία, σε δύο κούτες, και αφορούν αρχείο της Στρατιωτικής ∆ιοίκησης Κρήτης της οποίας ο, για ένα διάστηµα, διοικητής από άλλη Ελλάδα χαρακτήριζε τη δράση αριστερών και δεξιών συµµοριών και επίσης το φοβερό αρχείο του τµήµατος ασφάλειας της Χωροφυλάκης. 1946-1949.
Οι δυο πολυπροβεβληµένοι αντάρτες Γιώργης Τζοµπανάκης και Σπύρος Μπλαζάκης δεν αναφέρονται πουθενά για την περίοδο αυτή. Οπωσδήποτε όµως δεν διαβίωσαν πάνω από τριάντα χρόνια στις κακοτράχαλες Μαδάρες, µε άφθονα χιόνια τον χειµώνα, άλλα για δεκαπενταετία σε σπήλαια, όταν κινδύνευαν στα χαµηλά και στο χωριό του Γιώργη όπου υπήρχαν αρκετοί δεξιοί, άλλα προς τιµήν τους, παρ’ ότι τον συναντούσαν, δεν τον κατέδωσαν ποτέ. Εξάλλου µε την αµνηστία της αλήστου µνήµης Φρειδερίκης τέλος του εµφυλίου, όσοι δεν είχαν διαπράξει εγκλήµατα, όπως οι δυο, δεν καταζητούνταν.
Είχα φίλο θανατοποινίτη του Ιτζεδίν που µετά την αµνηστία κυκλοφορούσε ανεµπόδιστα και πραγµατοποιούσαµε αναβάσεις στα Λευκά Όρη για να θυµάται τη… δράση του. Τον υδραυλικό Μιχάλη ∆ραµπουκάκη.
Θα ήταν γύρω στο 1962, όταν σε γλέντι, µάλλον γάµου στους Κάµπους Κεραµeιών, ο µακαρίτης συνάδελφος Λευτέρης Καλογερής µου έδειξε έναν ζωηρό άνδρα µε κρητικό µαντήλι στο κεφάλι και µε ρώτησε αν τον γνώριζα. Είναι ο Γιώργης Τζοµπανάκης µου συµπλήρωσε, και έχει έλθει και άλλες φορές εδώ.
Στον Γιώργη έφθασα στο χωριό του και τον γνώρισα σαν ένα ήρεµο και αξιαγάπητο άνθρωπο, που αγαπούσε τα Λευκά Όρη και είχε παραγγείλει, όπως µου έλεγε, το µνήµα του να είναι υπερυψωµένο για να τα βλέπει. Όπως και έγινε.
∆εν είχε συζητήσει πότε σαν µέλος κοµµουνιστικής ή παρεµφερούς οργάνωσης, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν πολεµιστής του ∆ηµοκρατικού Στρατού, αφού ο ίδιος δεν είχε πότε διαπράξει κάποια δολοφονία για τον ∆.Σ.
Ανθρωποι έντιµοι οµοϊδεάτες του του καταλόγιζαν το γεγονός ότι σε αφηγήσεις και στο βιβλίο του ανέφερε πολλές ανακρίβειες, ας το πούµε έτσι, ή υπερβολές.
Ως προς το σίριαλ της καθόδου από τα Λευκά Όρη, η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα. Τότε το ΚΚΕ είχε διασπασθεί σε εσωτερικού και εξωτερικού. Προσπάθησαν να τους πείσουν, τον καθένα χωριστά, να παρουσιαστούν σε αυτούς στο Θέρισο ή στη Μαλάξα. Τελικά τους περίµεναν και στα δύο σηµεία δηµοσιογράφοι, τηλεοπτικά συνεργεία, φίλοι κ.λπ. και παρουσιάστηκαν σε αυτούς του εξωτερικού που τους είχαν υποσχεθεί ότι θα τους στείλουν σε θεραπευτήριο στη Σοβιετική Ένωση.
Φίλος δηµοσιογράφος µου περιέγραψε το γεγονός. ‘‘Κατεβαίνοντας’’ από τα Λευκά Όρη ήταν πολύ φρέσκοι και ήταν ντυµένοι στην… πένα σαν από κάποιο γλέντι. Ο Γιώργης µου διηγήθηκε ολίγα από τη Σοβιετία. Ότι έµενε σε ένα, µάλλον είδος πρεβαντορίου, όπου είχε αρκετό χιόνι. Κάθε πρωί έβγαινε στο µπαλκόνι του γυµνός από τη µέση και επάνω και τριβόταν στον θώρακα µε χιόνι, ενώ τα άλλα δωµάτια έβγαιναν οι διαµένοντες και τον χάζευαν.
Στις εξερευνήσεις σε σπήλαια που αρχίσαµε το 1955 µε τον Χ. Χουλιόπουλο, και µετά µε άλλους νέους, γύρω στο 1960, φθάσαµε και στο Κόκκινο Χωρίο που έχει αρκετά και όµορφα. Το ωραιότερο είναι αυτό του Μεταξάρη ή Πετσή λίγο έξω από το χωριό και που οι κάτοικοι µας προέτρεψαν να το αποφύγουµε γιατί όταν αντιληφθεί ξένους ο Γιώργης, ίσως πηγαίνει εκεί. Πράγµατι στη λάσπη χάµω υπήρχαν ίχνη από µπροκαδούρα και στο τέλος, σε ένα ανηφορικό δύσκολο σηµείο, µαγειρικά σκεύη, σε χρήση. Εκατό µέτρα από την είσοδο. Το αστείο είναι ότι ο νεαρός τότε, µακαρίτης, Βασίλης Πλευράκης φώναζε κάθε τόσο: «Κύριε Τζοµπανάκη δεν είµαστε χωροφυλάκοι. Θα δούµε το σπήλαιο και θα φύγουµε». Τι να καταλάβαινε ο Γιώργης από σπηλαιολόγους αν ήταν εκεί και θα ήταν δύσκολα τα πράγµατα.
Σε µια άλλη εξερεύνηση αργότερα, στο σπήλαιο Παραθυρα, όπου φτάνεις µε βάρκα από Γεωργιούπολη και µε είσοδο λίγο πάνω από τη θάλασσα, την πρώτη φορά δεν αντιλήφθηκα τίποτα. Τη δεύτερη µετατόπισα µια µεγάλη πέτρα από το δάπεδο και κάτω διανοιγόταν µια φυσική, µάλλον, καταπακτή. Σε ένα καλάµι ήταν κρεµασµένο ένα πουκάµισο που διαλύθηκε όταν το άγγιξα, ενώ από το δάπεδο µάζεψα µαγειρικά και φαγητού σκεύη που τα έχω σαν ενθύµιο. Υπήρχε και ένας γουβας µε πίσσα άλλα δεν τον πήρα.
Και τα δύο σπήλαια που ανέφερα κατά την τουρκοκρατία αποτέλεσαν κρησφύγετα γυναικόπαιδων µε τραγική κατάληξη µετά από πολιορκίες.
Σε µια λογοτεχνική, ποιητική µάλλον, περιγραφή της προσωπικότητας και δράσης των δυο ανταρτών, ο ιστορικός του ΚΚΕ κ. ∆αράκης έδωσε µια εικόνα που στο περισσότερο µέρος της δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, αφού όλα τα είχε πληροφορηθεί και όχι από προσωπική επαφή και γνώση.