Mες στου πολέμου τους καπνούς το βρήκαν ματωμένο,
η μάνα που το γέννησε στο πλάι ήταν νεκρή
πριν ξεψυχήσει φρόντισε να το βρουν τυλιγμένο
μ’ ένα κουρέλι πρόχειρα να μην το δει η οργή.
Τ’ άρπαξε η ορφάνια η σκληρή, του ‘μαθε να ζητάει
ψωμί στις στράτες της ζωής, κι είπε του να η γωνιά
που θα κοιμάσαι τις νυχτιές κι έμαθε να μιλάει
τη γλώσσα που τ’ άστρα μιλούν,μια γλώσσα μυστικιά.
Εκεί στην έρμη του γωνιά κι απόψε θα πλαγιάσει
δίχως να ξέρει το γιατί το σπρώχνει η μοίρα εκεί
το φως απ’ τ’ άστρα σκέπασμα θα πάρει να σκεπάσει
το παγωμένο του κορμί λίγο να ζεσταθεί.
Κάποτε μες στον ύπνο του θωρεί να του γελάει
μια κόρη που τα μάτια της έχουν περίσσιο φως,
πεντάμορφο έχει πρόσωπο, για αγάπη του μιλάει
μα σαν ξυπνήσει χάνεται σαν στο ακρογιάλι ο αφρός.