Αγαπητοί αναγνώστες, καλημέρα σας!
Είπα να ξεφύγω και λιγάκι από την πεπατημένη και κάπου – κάπου “τα Πνευματικά και Καλλιτεχνικά γεγονότα” να αντικαθίστανται από αναμνήσεις μου. Συμφωνεί μάλιστα και προτρέπει και ο αγαπητός ιδρυτής των “Χανιώτικων νέων” κ. Γιάννης Γαρεδάκης!
Την αφορμή, πάντως, για σήμερα, μου την έδωσε η συντοπίτισσα αγαπητή κα Αρχόντισσα Παπαδερού – Ναναδάκη, με το δικαιότατο δημοσίευμά της στα τοπικά “Σελινιώτικα Νέα”, α.φ. 725/23-10-14, σ. 12η, με τίτλο: “Εμμανουήλ Μπακλατζής – Πολυχρόνης Πολυχρονίδης”.
Την ευχαριστώ πολύ και από τη θέση αυτή!
Και τώρα η σχετική ανάμνησή μου:
«Ο αείμνηστος σήμερα πατέρα μου, μας διηγόνταν, πως ότεν εμαράγκευε τσ’ οντάδες των Νταουντέδω στσ’ Αχλαδιάκες, άνοιξη του 1938, θαρρώ τότες που εφυγοδικούσαν ο Μπακλατζής με τσ’ άλλους τση παρέας του, εγίνηκε τούτο ’ναι το περιστατικό.
Εκείνο το πρωινό, γύρω στο κολατσιδάκι, έβγαλ’ η στράτα τον Μπακλατζή (όλη η παρέα του φυγοδικούσε) ως το σπίτι που μαράγκευγε ο πατέρας μου, για λίγη κουβέντα, μιας κι είχε μάθει ποιος ήτανε ο μαραγκός.
“- Χαίρεται μωρ’ Αποστόλη!” του λέει, γελαστός ο Μπακλατζής.
“- Καλώς τον καπετάν – Μανώλη μας!”, αντιχαιρετά ο μπαμπάς μου. (Οπως ακριβώς τα γράφω, μας τα διηγούντονε μετά από χρόνια, στσ’ αποσπερίδες…).
“- Κι είντα νέα θα μας σε πεις;”, τον ρωτά. “- Αστα καημένε Μανώλη κι ούλοι οι ζαφτιγιέδες λαγωνεύγουνε τον τόπο να σας σε βρούνε! Εμάθαν το πρέπει πως διαρέμπεστε οθέν τσι μπάντες τούτες σες· και πρέπει να ’χεις το νου σου κι εσύ κι ουλ’ η παρέα σας!”…
-… Κι ετσά που κουβεντιάζανε, παίρνει τ’ αμάτι ’ν’ των, στο πλάι, απέναντι, τέσσερις ζαφτιγιέδες με τα ντουφέκια στο χέρι…
“- Μανώλη, ξάπλωσε μέσα στα ρουκανίδια*/ μυρίζουν κι όλας γιατί είναι κυπαρισσένια, κι εγώ θα σε κουκλώσω καλά – καλά μ’ αυτά που ’ναι στον πάγκο και θα ρίξω κι από πάνω ένα δυο εργαλεία… Ετσά θα ν’ είσαι ασφαλισμένος, ανέν τσοι βγάλει ως επαέ η στράτα, γιατί ανέ χωστείς στα κατώγια, θα σε ξετρυπώξουνε…”.
– Δεν επέρασε ούτε τέταρτο και να ένας ζαφτιγές, μπροστά στον μαραγκό τον Αποστόλη.
“- Μήμπα να ’δες κουμπάρε κι αν ένα λιμοκοντόρο με ψαρί κουστούμι οθέν επαέ;”.
“- Εγώ, καπετάνιο, μαραγκεύγω επαέ απού πρωί – πρωί μα δεν είδα άθρωπο γενούμενο, ως την ώρα. Οι νοικοκυροί θερίζουνε στο πλάι απέναντι, τα μαγερέματα κι έρχουνται με το μούντισμα…”.
“- Ε! πράμμα το λοιπός, γεια σου και καλά ξετελέματα…” κι έφυγε ο ζαφτιγιές ίσια πάνω, οθέν τ’ άλλα σπίθια του χωριού…
“- Αχνα Μανώλη, μα καλά ’σαι τα”, ψιθυρίζω εγώ, “ώστε να δούμε άνεν τσοι πάρει η καλή ώρα, από κειά που ’ρθανε. Εγώ θα ν’ έχω το νου μου, και θα σου κάμω σκιέρα να σηκωθείς, να πα να βρεις και τσ’ άλλους τση παρέας σας, όντεν θα ν’ είσαι ασφαλισμένος!”.
Θα πέρασε παν’ από μίαν ώρα, ώστε να δω τσοι ζαφτιγιέδες ν’ αποκολώνουνε απάν απού το πλάι και να φεύγουνε οθέν τσοι Στράτους…
“- Ε! σήκω δα Μανώλη, μα καλά τα μυρίστηκες τα ρουκανίδια!”.
“- Δε σου το ξεχνώ μωρ Αποστόλη, τούτο ’ναι το καταφύγιο που μ’ έσωσε· και που είδα με τα μάθια μου, το Χάρο, μάλλον… τον άκουσα!”.
– Υστερ’ από λίγες μέρες ούλη η παρέα: Μπακλατζής, Χατζηαγγελής, Γιάννης Μαντάκης, Μαν. Βολουδάκης, Αριστομένης Μητσοτάκης κι άλλοι, εμπαρκέρνανε για την Κύπρο!”.
– Πώς θυμήθηκα αυτήν τη διήγηση του πατέρα μου, π’ όταν μας τη διηγήθηκε ήμουν μικρό παιδί Δημοτικού;
Ενα απόγευμα, καλοκαίρι του 1962, έφτασε στο χωριό μας τον Καμπανό Σελίνου ο εισπράκτορας των συνδρομών της εφημ. “Παρατηρητής”, ο αείμνηστος ο Γιώργης ο Σειστάκης από το Κακοδίκι.
Εισέπραξε τις ανανεώσεις των συνδρομών των χωριανών κι ήταν πολλοί οι φίλοι και συνδρομητές της εφημερίδας του Μανώλη Μπακλατζή κι ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου, που όμως δεν του ζήτησε συνδρομή ο Σειστάκης, παρά σ’ ερώτηση κι απορία του, του λέει ο εισπράκτορας: “- Αποστόλη, ο Μανώλης γράφει στον κατάλογο: Τον Απόστολο Αποστολάκη από τον Καμπανού, δεν θα τον εισπράττεις· του χρωστώ τη ζωή μου στις Αχλαδιάκες το 1938”. “- Κι εγώ πράττω, ως μου γράφει…”.
Και τότες ο Σειστάκης μας θύμισε την ιστορία, όπως του την είχε διηγηθεί ο Μανώλης ο Μπακλατζής, στο γραφείο του.
Κι ο πατέρας μου συγκινημένος του λέει:
“- Να του πεις χαιρετίσματα κι απού μένα κι απού τη μάνα μου κι όντε θα μπω στη Χώρα, θα ’ρθω στα Δικαστήρια στα γραφεία του, να τονε δω και να του βαστώ κι έναν ομαλίτικο χαιρετισμό” κι εννοούσε έναν λαγό από τον Ομαλό, που κυνηγούσε, εκείνα τα χρόνια…
Ετσι έμαθα την ιστορία με τα “ρουκανίδια” στσ’ Αχλαδιάκες – Σελίνου!
(Από το αδημοσίευτο Ημερολόγιό μου: “Ιστορίες μιας Ζωής”).
Και θα κλείσουμε τη συνεργασία μας αυτή, με λίγα βιογραφικά για τον αείμνηστο Μανώλη Γ. Μπακλατζή, κυρίως για τους νέους αναγνώστες μας:
Ο Μανώλης Γ. Μπακλατζής γεννήθηκε στη Μονή Σελίνου το 1900. Γυμνάσιο στα Χανιά και στα 1918 φοιτητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διδάκτορας το 1924 κι αμέσως επόπτης Αγροφυλακής Λασιθίου. Σ’ ενάμιση χρόνο παραιτείται και επιδίδεται στη δικηγορία.
Εκδίδει την καθημερινή εφημερίδα “Παρατηρητής” στα Χανιά, βήμα από το οποίο αγωνίζεται για τα λαϊκά συμφέροντα, με θάρρος και αδιάσειστα επιχειρήματα. Συχνά μάλιστα, οδηγείται γι’ αυτά στο Κακουργιοδικείο, αλλ’ αθωώνεται. Σε ηλικία 22 χρόνων, το 1922, να υπενθυμίσουμε, ότι στέλνει στο Βασιλέα Κων/νο τηλεγράφημα με το οποίο τον καλούσε να παραιτηθεί. Γι’ αυτό του το τόλμημα επικηρύσσεται και καταδιώκεται, φονεύουν δε τον 17χρονο αδελφό του, μαθητή Γυμνασίου Παλαιόχωρας, σ’ αντίποινα…
Παρά τη σφοδρότατη πολεμική που δέχτηκε, κατέβηκε στις εκλογές του Μαρτίου 1933 ως ανεξάρτητος Φιλελεύθερος και συγκέντρωσε 6.000 ψήφους, γιατί εκτιμήθηκεν από τους ψηφοφόρους ο ακέραιος χαρακτήρας του και το πολιτικό του θάρρος.
Μ’ αυτές τις αρχές έζησε και πολιτεύτηκε μια ζωή, από το 1933 ως το 1967. Διετέλεσε: υπουργός, γενικός διοικητής Κρήτης, α’ αντιπρόεδρος της Ελληνικής Βουλής, σε τρεις μάλιστα περιόδους.
Το 1965 έγινε διευθυντής της εφημερίδας “Αθηναϊκή”, ενώ τρία χρόνια πιο πριν ο χανιώτικος “Παρατηρητής” του άλλαζε δ/νση.
Μας άφησε χρόνους το 1971 πικραμένος από τη δικτατορία.
Εδώ σταματούμε για σήμερα. Στα βιογραφικά του Μπακλατζή, θα επανέλθουμε σε άλλη ευκαιρία. Για την ώρα, σας αφήνουμε με ευχές για ένα περιεκτικό Σαββατοκύριακο, με τις γιορτές τ’ Αρκαδιού (αύριο) και τους εορτάζοντες παμμέγιστους Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Σ’ όλους: Χρόνια πολλά και στον Μιχάλη και Γαβριήλ, επίσης! Γεια σας!
* ως είναι γνωστό, τα ρουκανίδια κάτω από τον πάγκο του μαραγκού, είναι βουνό… συνήθως.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΠΟΙΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
αμάτι, το = το μάτι
αποκολώνω = βαδίζοντας στρίβω πίσω
διαρέμπομαι = τώρα βρίσκομαι εδώ
κολατσιδάκι, το = γύρω στις 10 το πρωί
ζαφτιγιέδες, οι = χωροφύλακες
χώνομαι = κρύβομαι
κουκλώνω = σκεπάζω
λαγωνεύγουν = ψάχνουν, ερευνούν
μαραγκεύγω = εργάζομαι σαν ξυλουργός
μαγερέματα, τα = όσπρια, κ.τ. όμοια
μπάντες, οι = μεριές
σκιέρα, η = σημάδι, σημείο αναφοράς