Εδροσινιάσαν τα λαγγά και το Σπερνό σιμώνει
τ’ Άϊ-Γιαννιού στα Σκορδαλού τ’ όμορφο πανηγύρι.
Σμάρι το σμάρι οι συντροφιές ‘που τα χωριά ένα γύρο
γεμίζουν νιάτα κι ομορφιές τσι Στράτες τω Μουσούρω.
Γέλια, ροζοναρίσματα, στιχάκια και τραγούδια
τω μπεγιριώ τριπόδισμα εις τη μεγάλη στράτα
βιάζουντε να μπρολάβουνε στο κάλεσμα τ’ Αγίου.
Γλυκύ τ’ Αυγούστου το σπερνό, κερήθρα με το μέλι
λιώνει απαλό στσι ρεμαθιές, στα φύλλα των πλατάνω
και εις τα πλάγια με τσ’ ελιές και τσι χρουσοκαπνίζει.
Τα σπίθια, άσπρες συντροφιές, αλληλοκουβεδιάζου
σαν πόσοι φίλοι κ’ εδικοί του κάθε νιους θα ν’ έρθου,
αν είν’ οι τάβλες έτοιμες, στρωμένα τα σκαμνιά ντω
αν είναι δροσερό νερό γεμάτα τα λαΐνια
αν είν’ το κόκκινο κρασί μπόλικο στο βαρέλι
και στα καλάθια δρόλικα γλυκά και γινωμένα.
Του Άϊ-Γιάννη η γι’ αυλή μπαλκόνι οθέν τον κάμπο,
οθέν τον κάμπο τω Χανιώ τον ωριοπλουμισμένο
βιγλίζει ώς στση θάλασσας τα γαλανά ακρωτήρια
ανοίγει αγκάλη γελαστή ν’ αποδεχτεί τσοι ξένους.
Κι ήρθαν αητοί ‘που τα χωριά τα πλια ψηλά τση Ρίζας
και μερακλήδες άρχοντες απού τα Κατωμέρια
βιόλες τση ρίζας κοπελιές σεμνές και μετρημένες
σιμά με τσοι μανάδες ντω που τσ’ αποκαμαρώνου,
λεβέντισσες ριζίτισσες περήφανες μανάδες
αφράτες χρουσοστόλιστες του κάμπου οι κεράδες
λιγνές και λιγομίλητες οι μαυροφόρες γράδες
μελισσολόι η γι’ αυλή του Άϊ-Ριγολόγου.
Ωσά σκολάσει το Σπερνό πομένου οι ταξιμάροι
απού θα ξαγρυπνήσουνε στη Χάρη του Αγίου
μα οι γλεντοκόποι ξεκινούν να βρούνε φίλου σπίτι.
Για κάθ’ ένα νοικοκυριό ένα μεγάλο σμάρι
ο νοικοκύρης χωριανός καλόγνωμος μπροστάρης
τσοι προσκαλεί και χαίρεται που ‘χει περίσσιους φίλους.
Και με το πρώτο δροσερό και ήσυχο σκοτίδι
σηκώνεται του τραγουδιού ο αδυνατός αέρας
απού την κάθε μιαν αυλή άλλος σκοπός και λόγια
για τη φιλιά, την ερωθιά, τον πόλεμο, τη δόξα
τ’ απάνω κόσμου τσ’ ομορφιές για τ’ Άδη τη μαυρίλα.
Πετούνε τα ριζίτικα εις τα κλαδιά τση νύχτας
και σμίγου με τσ’ αθάνατες ψυχές που τραγουδήξα
χιλιάδες χρόνους και καιρούς τσ’ ίδιους σκοπούς ετούτους.
“Πέτε το οι γι’ άντρες πέτε το τση τάβλας το τραγούδι…”
αρχίνιξε ο πλια καλός τραγουδιστής τση τάβλας
γή μοναχός γή συντροφιά με άλλους χαροκόπους
“Πέτε το οι γι’ άντρες πέτε το τση τάβλας το τραγούδι…”
πετά σε άλλη συντροφιά του τραγουδιού ο λόγος
“γιατί κι η τάβλα θέλει το κι η συντροφιά καλεί το…”
το παίρνει η γι’ άλλη συντροφιά να δείξουνε τον τρόπο
και βάνουν ούλοι μαστοριά να τονε πουν πανώρια
ν’ αντιλαλήσουν τα λαγγά, τα δέντρη να σειστούνε
να πάει να κρούσει τσι καρδιές τω γυναικώ που σκύβου
που σκύβου κι αφρουγκάζουνται και μυστικά ξομπλιάζου
ποιος είναι ο πρώτος τσ’ αρχοδιάς, τση λεβεδιάς, τση γνώσης
π’ αναρωτά τσοι πλια παλιούς και δείχνει στα κοπέλια
να μάθουν ούλοι με σκοπούς ώρια τραγουδισμένους
ποια ‘ναι τση ζήσης των αντρώς τα πλια ‘ κριβά στολίδια.
Τα νια κοπέλια ταπεινά ξανοίγουνε τσι τάβλες
κι αναμετρού και σκέφτουνται τον πλια καλλιά να βρούνε
να βρούνε μπάντα στο σκαμνί να κάτσουνε σιμά ντου
να πάρου ‘που τη γνώση ντου κι απού τη λεβεδιά ντου
μόσκο απ’ τη φρονιμάδα ντου, ξαμάρι τσ’ αντρειοσύνης.
Ωστόσο γλυκοκελαηδεί η λύρα απ’ αλάργο
κι οι συντροφιές συντάσσουνται να βρουν το χοροστάσι
να πιάσουνε εις το χορό βιόλες και κυπαρίσσια
κάστρα, νερατζολεμονιές και δάφνες μυρισμένες.
Μια μια περνούν οι συντροφιές, αράδα απ’ τη χορεύτρα
των κοπελιών απού πετούν μαζί στο πεντοζάλι
γή των αντρώς π’ αντέχουνε στου γλήγορου τη ζάλη
που τον κρατούν ώρα πολλή με τα φτερά στα πόδια
και των γερόντω που είν’ του σερτού του σιγανού τεχνίτες
τω γυναικώ οι συντροφιές με τον καλό μπροστάρη
ο κάθε πρωτοχορευτής με σμάρι περιστέρες
ώρα βαστά του μαντηλιού την άκρα και χορεύει
σίγουρος για το ζάλο ντου και για την αξιοσύνη
κι οι κοπελιές αλλάσσουνε αράδα στο μαντήλι
να δείξει χώρια η καθεμιά την όμορφή τζη νιότη
περήφανη και ταπεινή και καλαναθρεμμένη
δίχως περίσσιο λύγισμα, δίχως περίσσιο νάζι
μα θαρρετή κι απάλαφρη σα να πατεί στα νέφη
οι χωριανές μου κοπελιές οι πλια όμορφες απ’ ούλες
αναθρεμμένες εις τσ’ αθούς και στσι δροσοποτάδες
λιγνές, αλαφροκόκκαλες, βίτσες αγριολένιες
με του κοράκου το φτερό στσ’ ολόμαυρες πλεξούδες
το γυάλισμα απ’ το κάστανο γή το χρουσό απ’ τ’ αστάχυα
με τα κεράσια απ’ τα λαγγά στα κόκκινά ντω χείλια
‘που τα γλυκά ροδάκινα στα μάγουλα βελούδο
γή απ΄τον αθό τση κυδωνιάς δρόσο και ομορφάδα.
Με μαντινάδες τραγουδεί τα παίνια ο λυράρης
τση μιας για τον καλό χορό, τσ’ άλλης τα μαύρα μάθια
και για του πρωτοχορευτή την τέχνη κι αξιοσύνη
για τ’ ασπρομάλλη χορευτή τη λεβεδιά στα γέρα
για τση μεσοκαιρίτισσας το μετρημένο ζάλο
που ‘χει απ’ την πρώτη τζη ομορφιά βασιλικού το μύρο.
Εγείραν τα μεσάνυχτα κι οι φαμελιές μισέψαν
στο γλέντι απομείνανε οι νιοι κι οι μερακλήδες
που τραγουδούν συνταιριαχτά με το σκοπό τση λύρας
κι αναταράσσουνε γλυκά την ερημιά τση νύχτας.
Αηδόνι η λύρα φτερουγά εις τση καρδιάς τα φύλλα
και το λαγούτο τα κεντά βελόνι ασημένιο.
Πασκίζουνε οι κοπελιές να βρούνε απ’ αλάργο
ποιοι ‘ναι που συνορίζουνται με τσοι σκοπούς τση λύρας
και με τον ύπνο μάχουνται ώς να σωπάσουν ούλοι
μιαν αναπνιά ‘πο την αυγή να πάψουν τα τραγούδια
και ν’ απομείνει ήσυχη, δροσολουσμένη η νύχτα.
Μόνο η φωνή μοναχική και ποθοπλανταμένη
του νιου απού ξαγρύπνησε στσ’ αγάπης το χατήρι
αλαργινή και σιγανή ψηλώνει στο σκοτίδι
“μισεύγω κι αποχαιρετώ…” πλανάται και ξωμένει
ούλη παράπονο γλυκύ στσ’ αυλές τση διαλεχτής του.
Δεν μπορώ παρά να συγχαρώ και θαυμάσω το απίστευτα όμορφο, πλήρες κι απέριττο ποίημα της κ. Σουζάνας Λούπη – Γιατρουδάκη που εκφράζει κι αναπαριστά ανάγλυφα τον παλιό Παραδοσιακό τρόπο ζωής της περιοχής των “Μουσούρων” κι όχι μόνο, που δυστυχώς, οσημέραι χάνεται και δεν μεταστοιχειώνεται και δεν ελπίζω να μεταβολιστεί στη σύγχρονη κοινωνική πολυπλοκότητα. Χίλια συγχαρητήρια!! Τέτοια όμορφη απόδοση της παλιάς πανέμορφης Κρητικής διαλέκτου, σπάνια συναντούμε στη λαογραφική παράδοση του τόπου. Παρότι Μακεδονικής καταγωγής [Βέροια] θαυμάζω και χαίρομαι την ομορφιά και τον απόκρυφο λυρισμό της γνήσιας Κρητικής ντοπιολαλιάς, που οι λέξεις χρησιμοποιούνται αυθόρμητα και παρατίθενται σαν φορείς ποικίλων συναισθημάτων κι αμέτρητων εικόνων και παραστάσεων, έτσι για να προσδώσουν κάποιες σημαντικές έννοιες μέσα από φλογισμένους κοινωνικούς δρόμους, ως την ουσία της αληθινής ζωής που είναι η έμπονη ή αυτοθυσιαστική αγάπη. Τα ίδια συναισθήματα ένιωσα και βίωσα, διαβάζοντας τα τελευταία λογοτεχνικά πονήματα -σε άριστη και γνήσια παλιά Κρητική διάλεκτο- του φίλου καθηγητή Πανεπιστημίου Ρεθύμνης Ν. Παπαδογιαννάκη. Σάς είμαστε ευγνώμονες για το άριστο ποιητικό πόνημά σας, κι ας μην έτυχε να σάς γνωρίσουμε: Με εξαιρετική εκτίμηση και φιλικά αισθήματα Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ. ΝΟΤΕ: Το παραπάνω πόνημα έπρεπε να είναι στην πρώτη σελίδα των λεγομένων [στον καιρό μου δεν είχαμε βιβλία πόσο μάλλον ανθολόγια!] ανθολογίων ή σχετικών βιβλίων στα Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας μας, σαν απέριττη συνέχεια της λαογραφικής ζωής του τόπου και του παλιού παραδοσιακού τρόπου ζωής της πατρίδας μας: Τί λένε οι υπεύθυνοι και ειδικοί της εν γένει Παιδείας στη χώρα μας;
Tίποτε άλλο από ευχαριστώ στην αγαπημένη μας Εφημερίδα για τη γεναιόδωρη φιλοξενία !
Και ένα επίσης μεγάλο ευχαριστώ στον κ.Γιώργο Καραγεωργίου για το θαυμάσιο επαινετικό σχόλιό του ! Να είστε όλοι πάντα καλά !