Σε απόσταση 20 περίπου χιλιομέτρων από την πόλη των Χανίων, στο ΒΑ άκρο τον Ακρωτηρίου και σε υψόμετρο 260 μ., υπάρχει η ιστορική Σταυροπηγιακή μονή Γουβερνέτου. Επειδή και φέτος έχουν με την εορτή του Αγίου Ιωάννου του Ερημίτη (7 Οκτωβρίου) και ο λαός μας αρέσκεται να πληροφορείται για τα μνημεία του τόπου του, θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε στοιχεία σχετικά με τον τόπο και την ιστορία της Μονής.
Για να φτάσουμε σήμερα στο Γουβερνέτο περνούμε τη μονή της Αγίας Τριάδας και ανηφορίζουμε μέσα από βραχώδεις λόφους κατάφυτους από σχίνους, θύμους, αγριελιές, χαρουπιές, αζιλάκους κλπ., όταν ξαφνικά
αντικρίζουμε τη μονή του Γουβερνέτου.
Ο φρουριακός της περίβολος έχει σχήμα παραλληλογράμμου 4Χ5 μ. με 4 τετράγωνους πύργους στις γωνίες, με ειδικές θυρίδες που έριχναν κάποτε πέτρες από εκεί στον εχθρό. Έχει 50 κελιά κτισμένα γύροι – γύρω, μερικά θολωτά. Στη μέση του περιβόλου είναι ο ωραίος θολοσκεπής ναός, με την καλλιτεχνική του πρόσοψη, ωραία βενετσιάνικα γλυπτά και τον τρούλο. Τιμάται στο όνομα της Θεοτόκου (Κυρία των Αγγέλων – Εισόδια- και εορτάζει την 21 Νοεμβρίου, αλλά εορτάζει επίσημα και την εορτή του Αγίου Ιωάννου του Ερημίτη στις 7 Οκτωβρίου.
Στη δυτική πλευρά είναι ο νάρθηκας. Έχει δύο παρεκκλήσια, το ένα αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Ερημίτη και το άλλο στους Αγίους Δέκα. Πίσω από το ναό, ανατολικά, βρίσκεται το νεκροταφείο, με το παρεκκλήσιο του Αγίου Προκοπίου. Στη βορεινή πλευρά υπάρχει μία μεγάλη δεξαμενή από την οποία υδρεύεται η Μονή. Η Μονή Γουβερνέτου κρίθηκε διατηρητέα με απόφαση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου του 1900. Στο ανώφλιο της κυρίας εισόδου είναι σκαλισμένα τούτα τα λόγια από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου:
«ΣΤΕΝΗ Η ΠΥΛΗ ΚΑ ΤΕΘΛΙΜΜΕΝΗ Η ΟΔΟΣ Η ΑΠΑΓΟΥΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΖΩΗΝ»
και κάτω η χρονολογία ΑΦΛΖ’ (1537). Πιστεύεται ότι ιδρύθηκε μετά τον 11ο αιώνα, τότε που οι πειρατικές επιδρομές στα παράλια της Κρήτης θα ανάγκασαν τους μοναχούς της Μονής Καθολικού, που ήταν κοντά στη θάλασσα να την εγκαταλείψουν και να εγκατασταθούν σε ασφαλέστερο μέρος. Τα ανάγλυφα της πρόσοψης του ναού πιστοποιούν ότι η Μονή ιδρύθηκε τους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας. Αλλά, όμως, από άλλες πηγές είναι γνωστό ότι κτιζόταν, όταν κατέλαβαν οι Τούρκοι τα Χανιά το 1645.
Λέγεται ότι ύστερα από μια θανατηφόρο νόσο οι περισσότεροι καλόγεροι της μονής πέθαναν, ενώ είχαν αρχίσει το κτίσιμο πολυτελούς μονής στη θέση Γδερνέτο. Το τοπωνύμιο προέρχεται από το επίθετο Γδερνέτος (από το γδέρω – εκδέρω). Φαίνεται πως από εκεί πήρε την ονομασία Γουβερνέτο. Η μονή στη Θέση αυτή εγκαταλείφθηκε μισοτελειωμένη, υπάρχουν και σήμερα ίχνη της οικοδομής, γιοι δύο λόγους: Εξ’ αιτίας της θανατηφόρου νόσου, που θεωρήθηκε τιμωρία του Αγίου, επειδή εγκατέλειψαν τη Μονής του Καθολικού και επειδή στο μεταξύ οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη.
Μερικοί εξ’ άλλου ισχυρίζονται ότι επειδή ήταν η πρώτη μονή της Κρήτης εκυβέρνα -governava- τις άλλες και έτσι πήρε την ονομασία, άποψη, όμως, που δε φαίνεται τόσο πειστική.
Η Μονή καταστράφηκε από πυρκαγιά πριν το 1765. Στην Επανάσταση του 1821 έσφαξαν τους περισσότερους καλόγερους και κατέστρεψαν τη Μονή.
Γι’ αυτό δεν έχει πολύτιμα κειμήλια και λείψανα. Υπάρχουν μόνο τρεις θήκες αγίων λειψάνων με χρονολογίες 1817, 1839 και 1864, όπως και τμήμα της κάρας του Αγίου Ιωάννου του Ερημίτη.
Η Μονή επειδή ήταν η αρχαιότερη, (το Καθολικό) ήταν σεβαστή και στα διάφορα κοινά έγγραφα των μονών της περιοχής Χανίων πρώτος υπέγραφε ο ηγούμενος του Γουβερνέτου.
Η πρόσοψη του ναού είναι μνημειακή με έντονη ιταλική επίδραση (μορφάζουσες μάσκες στις βάσεις των κιόνων κλπ). Σε μικρή απόσταση προς βορρά της Μονής Γουβερνέτου, μέσα σ’ ένα άγριο και μεγαλόπρεπο φαράγγι, που το λένε αυλάκι, είναι κρυμμένη, αόρατη από τη θάλασσα κι από τα γύρω υψώματα, η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Ερημίτη, περισσότερο γνωστή με το όνομα: Καθολικό. Μια γραφική γέφυρα 50μ. μήκους, 30 μ. ύψους, και 15μ. πλάτους ενώνει τη βαθιά και αφιλόξενη χαράδρα, που φθάνει μέχρι τη θάλασσα και το κατάστρωμα της γέφυρας αποτελεί την αυλή της Μονής. Στο βάθος τρέχει χείμαρρος “αυθαδέστατος εν καιρώ χειμώνος”, όπως λέει ο Ζαμπέλιος. Στην απότομη και βραχώδη πλαγιά, έχουν λαξευθεί κλίμακες για την προσπέλαση προς τη Μονή.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, διαστάσεων 6Χ4 μ. είναι λαξευμένη στο βράχο και μόνο η δυτική πρόσοψη είναι κτισμένη με τοιχοποιία. Γύρω στην αυλή υπάρχουν τα κελιά, αλλά και στην απότομη πλαγιά υπάρχουν σκήτες, όπου ασκήτευαν αναχωρητές, οι οποίοι τρέφονταν με τρόφιμα που τους κρεμούσαν σε καλάθια. Δυο κελιά είναι τόσο χαμηλά, που μόνο έρποντας μπορεί να μπει κανείς. Αυτό πιστοποιεί την αρχαιότητα της Μονής, γιατί οι πρώτοι μοναχοί νόμιζαν πως ευχαριστούν τον Θεό, όταν υποβάλλονται σε βασανιστική ζωή.
Πιστεύεται ότι είναι η πρώτη Μονή που ιδρύθηκε στην Κρήτη τον 6ο ή 7ο αιώνα. Πιστεύεται ακόμα ότι η Μονή ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Άγιο Ιωάννη τον Ερημίτη, όπου πέρασε εκεί τα περισσότερά του χρόνια και “κοιμήθηκε” μέσα στο σπήλαιο.
Το Καθολικό ερημώθηκε, γιατί απέθαναν οι περισσότεροι καλόγεροι και όσοι απέμειναν έφυγαν. Στην απομονωμένη Μονή του Καθολικού, της οποίας ηγούμενος ήταν τότε ο Ανανίας Καλυβιώτης, αποφάσισαν οι ριζάρχες της Δυτικής Κρήτης να επαναστατήσουν κατά της Βενετίας και να ιδρύσουν ελεύθερη κρητική πολιτεία. Πρόκειται για τη γνωστή Επανάσταση του Καντανολέου, που τόσο αμφισβητήθηκε. Δίπλα και προς τα αριστερά της εκκλησίας, βρίσκεται η είσοδος του σπηλαίου, όπου έζησε κι απέθανε ο Άγιος Ιωάννης.
Το σπήλαιο ερεύνησε και περιέγραψε, μέτρησε και σχεδίασε η Άννα Πετρόχειλου, πρόεδρος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας το 1962.
Το σπήλαιο εκτείνεται από Β.Α. προς Ν.Δ., έχει βάθος 135 μ. και καταλαμβάνει 1500 τ.μ.
Το βάθος είναι υψηλότερα από την είσοδο 13 μ.
Η είσοδός του είναι 2 μ. πλάτος και 1,80 μ. ύψος. Μετά την είσοδο αριστερά, υπάρχει υδατοδεξαμενή, που το νερό της πιστεύεται ότι είναι αγίασμα. Μέσα στο σπήλαιο υπάρχει η θέση όπου κοιμήθηκε ο Άγιος. Το σπήλαιο ήταν κοίτη υπόγειου ποταμού. Παρουσιάζει μεγάλο τουριστικό, ενδιαφέρον, γιατί έχει πλούσιο και εντυπωσιακό λιθωματικό διάκοσμο, και συνδέεται στενά με την ιστορία και την εκκλησία της Κρήτης.