Στα ύψη έχουν εκτοξευτεί οι τιμές ακινήτων στον Νομό Χανίων, ενώ χαμηλός παραμένει ο αριθμός των διαθέσιμων νεόδμητων, καθώς λόγω της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών η κατασκευαστική αγορά είχε παραμείνει στάσιμη.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα ωστόσο παρατηρείται μία κινητικότητα, ο κατασκευαστικός κλάδος εισέρχεται σιγά – σιγά σε τροχιά ανάκαμψης και η κτηματαγορά “ανεβαίνει”.
Τα παραπάνω επεσήμανε μιλώντας στα “Χ.ν.” η πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Νομού Χανίων, Λουκία Καλλιγιάννη, τονίζοντας ότι οι τιμές για την αγορά ακινήτων είναι ιδιαίτερα αυξημένες, όμως ο κόσμος δείχνει ενδιαφέρον (για αγορά). Μάλιστα. έχουν ξεκινήσει και ανεγείρονται νέες πολυκατοικίες (κυρίως με την μέθοδο της αντιπαροχής), κάτι που είχε σταματήσει λόγω της κρίσης.
Η κα Καλλιγιάννη, επεσήμανε ακόμη ότι και για ενοικίαση κατοικιών οι τιμές είναι υψηλές, προσθέτοντας ότι οι περισσότερες κατοικίες διατίθενται πλέον, επιπλωμένες, για βραχυχρόνια μίσθωση.
«Η αυξημένη ζήτηση και η μικρή προσφορά κρατούν τις τιμές υψηλά» συμπλήρωσε η κα Καλλιγιάννη.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος το τρίτο τρίμηνο του έτους οι τιμές των ακινήτων πανελλαδικά κατέγραψαν αύξηση κατά 7,9%.
Με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, το α΄ και β΄ τρίμηνο του 2021 η αύξηση σε σχέση με τα αντίστοιχα τρίμηνα του 2020 διαμορφώθηκε σε 4,3% και 6,2%, ενώ για το 2020 οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,5%.
Με βάση την παλαιότητα ακινήτου, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των νέων διαμερισμάτων διαμορφώθηκε στο 7,6% και των παλαιών στο 8,2%.
ΕΛΕΓΧΟΝΤΑΙ ΕΚΜΙΣΘΩΤΕΣ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ
Στο μεταξύ, ξεκίνησε από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ο έλεγχος για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων αποζημιώσεων που δόθηκαν σε εκμισθωτές ακινήτων οι οποίοι δεν τις δικαιούνταν.
Ήδη δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης απόφαση που προσδιορίζει τη διαδικασία αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών που είχαν δοθεί σε εκμισθωτές για τα μισθώματα μηνών Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου 2021, στο πλαίσιο αντιμετώπισης των επιπτώσεων του κορωνοϊού.
Σύμφωνα με την απόφαση:
• Η ΑΑΔΕ δημιουργεί και αποστέλλει στη ΓΔΟΥ αναλυτική κατάσταση, ανά Α.Φ.Μ., των δικαιούχων εκμισθωτών/υπεκμισθωτών που εισέπραξαν την αποζημίωση, ξεχωριστά για κάθε ένα από τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάϊο, Ιούνιο και Ιούλιο και δεν υπέβαλαν «Δήλωση Covid» εντός της εκάστοτε οριζόμενης προθεσμίας και καθίστανται υπόχρεοι επιστροφής του καταβληθέντος ποσού ή υπέβαλλαν «Δήλωση Covid» από την εκκαθάριση της οποίας προκύπτει ποσό αποζημίωσης μικρότερο της καταβληθείσας προκαταβολής και καθίστανται υπόχρεοι επιστροφής του υπερβάλλοντος καταβληθέντος ποσού.
• Η ΑΑΔΕ δημιουργεί και αποστέλλει στη ΓΔΟΥ συγκεντρωτική κατάσταση, ανά Α.Φ.Μ., των ως άνω υπόχρεων επιστροφής, με το συνολικό για το ως άνω χρονικό διάστημα αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό που θα πρέπει να επιστραφεί.
Συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ
Στο μεταξύ, το θέμα της κατάργησης του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ για τα φυσικά πρόσωπα, συζητήθηκε χθες σε νέα διευρυμένη σύσκεψη παρουσία της ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών, όπου δόθηκαν συγκεκριμένες κατευθύνσεις στις υπηρεσίες.
Μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα ολοκληρωθεί η ενσωμάτωση των νέων αντικειμενικών αξιών, ώστε αμέσως μετά να «τρέξει» η άσκηση για τη διαμόρφωση της νέας κλίμακας του ΕΝΦΙΑ στην οποία θα έχει ενσωματωθεί και ο συμπληρωματικός φόρος.
Στα σχέδια της κυβέρνησης είναι στο νέο ΕΝΦΙΑ η νέα κλίμακα του ενιαίου φόρου ακινήτων να έχει περισσότερα κλιμάκια και συντελεστές, ώστε να αποτραπούν οι επιβαρύνσεις για όσους κατέχουν μικρή και μεσαία περιουσία μετά τη μεγάλη αύξηση των αντικειμενικών αξιών στις περισσότερες περιοχές της χώρας.
Στη βάση αυτή οι μεγάλες περιουσίες θα επιβαρυνθούν περισσότερο, αλλά όχι όσο επιβαρύνονταν και με τον συμπληρωματικό φόρο.
Έτσι, ιδιοκτήτες που έχουν στην κατοχή τους ακίνητα μικρής αξίας της τάξης έως 100.000 ευρώ το καθένα θα δουν τον λογαριασμό του ΕΝΦΙΑ να μειώνεται το 2022, λόγω της συγχώνευσης του συμπληρωματικού φόρου ακινήτων με τον κύριο φόρο. Αντίθετα, ο ΕΝΦΙΑ για τους ιδιοκτήτες ακινήτων μεγάλης αξίας άνω των 250.000 ευρώ θα είναι υψηλότερος.