17η Νοέμβρη 1973 Οι ποιητές δε σιωπούν· σιωπούν μόνο όταν γράφουν. Η ολιγόλεξη ποιητική δημιουργία συμπυκνώνει ταυτόχρονα γνώσεις και συναισθήματα, παντρεύει τη λογική με το θυμικό, εκφράζοντας με το φθαρτό γλωσσικό υλικό την κοσμοθεωρία και τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Άλλες φορές η ποιητική δημιουργία είναι η κατάθεση ενός απέριττου στεφανιού στη μνήμη αγωνιστών και ιδεών, όπως συνέβη με πολλούς νεοέλληνες ποιητές, οι οποίοι αφιέρωσαν έργα τους στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Ένα μπουκέτο λουλούδινης ποίησης με λυρισμό, αγάπη, πόνο και ελπίδα κατέθεσε και η αείμνηστη Χανιώτισσα αγωνίστρια-ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου με το ποίημα «Εκδρομή» (1973): «Τόσα γκρεμνά, με κρεμαστά νερά για τέλος σίγουρο, αλλά δεν έπεσε καμιά ο Λαοκράτης μόνο, εφτά χρονώ παιδί παρμένος από κοχύλι που γυαλοκοπούσε μέσʼ στο βυθό, ζαλίστηκε και χάθηκε. Σμήνος μαύρο, τρέξαν οι μάνες να τον αναρπάσουν μα κείνος πάει για του βυθού τα θαύματα. Εδώ, μέσα στʼ αρμυρολούλουδα κοιμάται. Αχ, πώς φυσάει μαγιάτικος ο μπάτης λες θα τον ξυπνήσει κάθε χρόνο όπως φυσάει με μια αναστάσιμη πνοή του κι όπως το δικαιούται, τόσο άγουρος επέθανε κι ανάβαθα τον έθαψαν στο κοκκινόχωμα». Το αλληγορικό ποίημα αναφέρεται στην απώλεια της δημοκρατίας του λαού, καθώς η Δικτατορία έμπαινε στον έβδομο χρόνο («[…] τόσα γκρεμνά[…]», «[…]μες το βυθό[…]και χάθηκε»). Ο αγώνας όμως συνεχίζεται («[…]τρέξαν οι μάνες να τον αναρπάσουν[…]», […]ξυπνήσει κάθε χρόνο[…]») και η ελπίδα της ελευθερίας έρχεται με την άνοιξη («[…]φυσάει μαγιάτικος μπάτης[…]με μια αναστάσιμη πνοή του[…]»). Η προσωρινότητα της ανελευθερίας φαίνεται από την ανάβαθη ταφή («[…]ανάβαθα τον έθαψαν[…]»), ενώ το νεαρό της ηλικίας («[…]άγουρος επέθανε[…]») αναφέρεται τόσο στην ολιγόχρονη πρώην δημοκρατία όσο και στις εκατόμβες των νέων αγωνιστών που ήταν πριν και τότε στις φυλακές και στις εξορίες («Σμήνος μαύρο, τρέξαν οι μάνες[…]»). Μαζί με τον ύμνο στην ελευθερία η ποιήτρια αναφέρεται έμμεσα και στην κομμουνιστική ιδεολογία («Λαοκράτης», «μαγιάτικο», το οποίο αναφέρεται στην Πρωτομαγιά, «κοκκινόχωμα»), δίνοντας το πολιτικό της στίγμα, ενώ ταυτόχρονα δηλώνει την πίστη της στη νίκη του λαού («αναστάσιμη πνοή»). Αναμφίβολα το ποιητικό υποκείμενο εμπνέεται, όχι μόνο από το φασιστικό παρόν, αλλά και από προσωπικά βιώματα, μνήμες του Εμφυλίου Πολέμου, καθώς και προσωπικών διώξεων από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις. Είναι φανερό ότι η Βικτωρία Θεοδώρου δεν φοβόταν να πει δημόσια τη γνώμη της μέσω της ποίησής της εκείνες τις δύσκολες εποχές, υπενθυμίζοντάς μας ότι η ποίηση ήταν το καταφύγιο (όπως η ίδια αναφέρει) και η αντίστασή της, συνάμα. Άλλωστε, μέσα και από την ποίησή της το «Πολυτεχνείο» ΖΕΙ. *Ο κ. Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος