Οι τελάληδες στο Σαντριβάνι στα παλιά Χανιά και συγκεκριµένα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα ακουγόταν σχεδόν όλη µέρα. «Απόψε τσ’ οκτώ φεύγει το καράβι… Νικόλαος του Κατράκη… κατ’ ευθεία… για τη Παλιόχωρα» ή «απόψε τση δέκα στη Σπλάντζια στο καφεσαντάνι…η Φατµέ θα χορέψει τζεϊµπέκικο…τρέξετε ούλοι».
Οι τελάληδες ήταν κυρίως φτωχοί εβραίοι και µε αυτό τον τρόπο έβγαζαν ένα µικρό µεροκάµατο, καθώς η άφιξη, η έναρξη και η αναχώρηση ενός θεάτρου, αλλά και οποιασδήποτε άλλη κοινωνική εκδήλωση διαφηµιζόταν µε τη βροντώδη φωνή τους. Και δεν ήταν µόνο αυτοί, καθώς πολλοί ελεύθεροι επαγγελµατίες, όπως µανάβηδες, παντοπώλες, γαλατάδες, παλιατζήδες, κ.λπ. διαλαλούσαν την πραµάτεια τους στις γειτονιές της πόλης.
Τα χρόνια πέρασαν και σιγά-σιγά τη δεκαετία του 1910 εµφανίστηκε ένας άλλος τρόπος διαφήµισης, οι τοιχοκολλήσεις αφισών και η διανοµή εντύπων στους καθήµενους πελάτες των καφέ-ζαχαροπλαστείων. Το ρόλο του διανοµέα αναλάµβαναν πιτσιρικάδες που µε τον τρόπο αυτό έβγαζαν το χαρτζιλίκι τους.
Τη δεκαετία του 1920 ο ηλεκτρισµός δηµιούργησε ένα νέο τρόπο διαφήµισης, τις φωτεινές ηλεκτροδοτούµενες πινακίδες. Ο δηµοσιογράφος του «Παρατηρητή» µε το ψευδώνυµο «Λευκορείτης» διατυπώνει στο πρωτοσέλιδο άρθρο της εφηµερίδας τις αντιρρήσεις του για τον νέο τρόπο διαφήµισης αφού πρώτα κάνει την προαναφερόµενη ιστορική αναδροµή.
«[…]το να εκλείψει η αγριοφωνάρα του µανάβη, που διαλαλεί τσι µπάµιες και τα κολοκύθια του, το να εκλείψει ο παλιατζής που φωνάζει αξηµέρωτα κάτω από τα σπίθια µας, πως αγοράζει παπούτσια παλιά και παλιά σώβρακα των οποίων µε τη φτώχεια που έχουµε κι από αυτά δεν διαθέτουµε, το να εκλείψουν τόσα άλλα, που µονάχα την ακοήν µας ταράζουν το βρίσκω βέβαια και λογικόν και σωστόν[…]».
Αυτό όµως που δεν βρίσκει σωστό ο «Λευκορείτης» είναι η µοντέρνα φωτεινή ηλεκτροδοτούµενη ρεκλάµα του γραφείου τελετών στην οδό της Τριµάρτυρης (σηµερινή οδό Χάληδων) µε τον τίτλο το «Α-Ω» του Χαριτάκη. Στο µικρό αυτό σατιρικό χρονογράφηµα για να ευθυµήσει ο αναγνώστης ο δηµοσιογράφος αναφέρει την έντροµη και πανικόβλητη αντίδραση ενός φίλου που είχαν κατέβει στο Σαντριβάνι για καφέ και στη συνέχεια τον παρότρυνε να επιστρέψουν από την οδό Χάληδων. Ο φίλος του αρνήθηκε πεισµατικά φωνάζοντας, «Μη!» και αναφέροντας τη διαφήµιση του χάρου από το γραφείο τελετών του Χαριτάκη έφυγε βιαστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση…(«Παρατηρητής», «Ρεκλάµα του θανάτου» 24/1/1929).
*Ο κ. Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισµολόγος