Μια φορά κι έναν καιρό στα παλιά Χανιά…
«[…]Στη γειτονιά μου κάθεται μια όμορφη δεσποινίδα ίσαμε δεκαεννιά χρονών πολύ χαριτωμένη και σκερτσόζα. Κάποιος νέος την είχε ερωτευθεί και δεν περνούσε ούτε μια βραδιά να μην κάνει τον περίπατόν του κάτω από το μπαλκόνι της…Το δυστύχημα είναι – για τους ξένους ως προς την υπόθεσιν – ο ερωτοχτυπημένος αυτός κανταδόρος δεν έκανε τον περίπατόν του στις συνηθισμένες απογευματινές ώρες, αλλά πάντοτε μετά απ’ τις δέκα. Καμιά φορά ερχότανε και κατά τις ενδεκάμισυ[…]». Ο κανταδόρος δεν πήγαινε μόνος, αλλά τον συνόδευαν ένας βαρύτονος φίλος κι ένας με μια κιθάρα. Το αγαπημένο του τραγούδι ήταν η «σερενάτα» του Τοζάλλη με το ρεφραίν: «[…]η νύχτα φεύγει ολόχαρη νεράιδα μου κοιμάσαι
ή βλέπεις τ’ άστρα κι αγρυπνάς και μένανε θυμάσαι[…]».
«Είχε μια γλυκιά και πολύ συμπαθητική φωνή ο νεαρός δανδής. Ένας νέος τροβαδούρος! Η νέα όμως ούτε άνοιγε το παράθυρό της. Το φέρσιμο αυτό τον έκαιγε, τον θανάτωνε, του ‘δινε δυνατές μαχαιριές στην καρδιά του[…]». Ο ερωτευμένος νέος ξανάρχιζε την καντάδα από την αρχή μέχρι που ένα βράδυ, «[…]δεν πρόφθασε ο τροβαδούρος να τελειώση και ακούει από ψηλά μια γέρικη φωνή: άμε στο καλό σου παιδί μου…αδίκως περιμένεις…Ο κανταδόρος κάνει πως δεν τον ακούει και συνεχίζει ‘ή βλέπεις τ’ άστρα κι αγρυπνάς και μένανε θυμάσαι. Η γέρικη φωνή αγρίεψε: Αφού μωρέ δε βγαίνει η ρεβέκα σου γιατί δε μας αφήνεις ήσυχους να κοιμηθούμε;[…]». Ο νεαρός κανταδόρος συνέχισε απτόητος την καντάδα του.
«Αμ’ πια δεν υποφέρεσαι» φωνάζει ο ηλικιωμένος «και του ρίχνει μια κανάτα με νερό[…]». Η νυχτερινή ψυχρολουσία διέκοψε άδοξα την καντάδα, ενώ ταυτόχρονα «[…]το μπάνιο αυτό συντέλεσε και προς την καθησύχασιν των νεύρων, γιατί με την σερενάταν είχαν λίγο ερεθισθή[…]». Αυτό το πρωτοσέλιδο άρθρο στον «Εσπερινό Ταχυδρόμο» καταλήγει με την πικρή διαπίστωση ότι «[…]Την ίδιαν τύχην έχουν οι περισσότεροι κανταδόροι νέοι της εποχής μας» («Εσπερινός Ταχυδρόμος», «Οι κανταδόροι»19/7/1933). Το άρθρο υπογράφει ο «Ερωτόκριτος», καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άρη Τριποδάκη.
Η καντάδα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα ήταν συνήθης πρακτική εκδήλωσης σε δημόσιο χώρο των συναισθημάτων προς το ασθενές φύλο. Είχε ευρεία κοινωνική αποδοχή σε ολόκληρο τον κόσμο και διατηρήθηκε στην πατρίδα μας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε και καταργήθηκε λόγω των νέων κοινωνικών συνθηκών. Ειδικά στα Χανιά, πατρίδα του ριζίτικου, η καντάδα δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση όπως φαίνεται και από το άρθρο. Παρόλα αυτά πάντα υπήρχαν οι τολμηροί και ας κατέληγαν βρεγμένοι, με ή χωρίς ανταπόκριση!
*Ο κ. Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός,
πολιτισμολόγος