Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Στάσεις απέναντι στη λογοτεχνική κριτική (β’ μέρος)

Οι άνθρωποι που κάνουν λογοτεχνία, κι άρα επιδιώκουν να δουν κείμενά τους να δημοσιεύονται σε περιοδικά, εφημερίδες, ανθολογίες κ.λπ. ή να κυκλοφορούν από εκδοτικούς οίκους, δέχονται την ύπαρξη λογοτεχνικής κριτικής ανεξάρτητα αν την λαμβάνουν υπόψη τους. Γι’ αυτούς η κριτική υφίσταται, δηλαδή είναι δυνατόν να γίνει κριτική πάνω σε καλλιτεχνικά έργα, να εκφέρει κάποιος κρίση και μάλιστα αντικειμενική κι αμερόληπτη, όπως συμβαίνει με τα επιστημονικά κείμενα, τα πράγματι δεκτικά τέτοιας κρίσης.
Συναντάμε δύο ομάδες τέτοιων λογοτεχνών. Η πρώτη ομάδα αποτελείται από συγγραφείς π’ ακούνε και λαμβάνουν υπόψη τους την όποια κριτική γίνεται στο έργο τους, θεωρώντας ότι έτσι θα βελτιώνονται ολοένα. Πιστεύουν ότι ο ρόλος της “καλής” κριτικής, δηλαδή της “αντικειμενικής” που λέει «τα πράγματα όπως είναι» χωρίς να «χαϊδεύει αφτιά» και χωρίς να «γίνεται πάντα ευχάριστη» βοηθά όχι μόνον τους αναγνώστες να δουν ποια είν’ τ’ “άξια” έργα, κι άρα να κατευθύνονται “σωστά” μέσα στον χώρο της λογοτεχνίας, αλλά και τους ίδιους τους συγγραφείς να γράφουν σύμφωνα με κριτήρια αυστηρά και να πιάνουν το μολύβι μόνο όταν έχουν να πουν κάτι. Συνήθως ακούν την κριτική όχι μόνον για να “βελτιώνονται”, αλλά και για να διατηρούν πάντα καλές σχέσεις με τους κριτικούς προκειμένου να εξασφαλίσουν την προβολή, την αναγνώριση, την καθιέρωση και μια οδό προς την “αθανασία” εν τέλει.
Οι δημόσιες σχέσεις, αυτό το θέατρο της αναυθεντικότητας, καταντά μόνιμη έγνοιά τους σε σημείο που ν’ απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο απ’ τον εαυτό τους και να γίνονται αλλότριοι μ’ επιπτώσεις στο ίδιο τους το έργο. Στο τέλος, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στο περιεχόμενο της κριτικής παρά στο περιεχόμενο του έργου τους ή, άλλως ειπείν, στις δημόσιες σχέσεις, οδηγώντας τους έτσι σε τυποποιήσεις, σε βαρετούς μανιερισμούς και, εν τέλει, στην ισοπέδωση του προσωπικού τους ύφους και στην ομοιομορφία της γραφής. Διαβάζοντας έναν, τους έχεις διαβάσει όλους.
Η δεύτερη ομάδα κλείνει τ’ αφτιά της προς πάσα κατεύθυνση θεωρώντας τη λογοτεχνική κριτική ως κάτι απαραίτητο και χρήσιμο, αλλά για τους άλλους! Διαθέτοντας, όπως πιστεύουν, το απόλυτο και το αυστηρότερο κριτήριο γράφουν ασύστολα κι αχαλιναγώγητα γεμίζοντας με ψευτοκείμενα τον λογοτεχνικό χώρο.
Οι συγγραφείς της ομάδας αυτής δεν ανέχονται να τους χαλάει κανείς την ησυχία τους. Αν περνούσε απ’ το χέρι τους θα έκαναν ότι μπορούσαν για να γκρεμίσουν τον κόσμο των κριτικών και να υπάρχουν μόνοι μες στη δική τους νιρβάνα. Θυμώνουν, εξεγείρονται, μισούν όταν επικρίνεται το έργο τους. Στη θετική κριτική παριστάνουν τους σεμνούς, τάχα, νιώθοντας πως και λίγα καλά τους είπαν. Οπωσδήποτε, είναι μια σεμνότητα υποκριτική που ψιθυρίζει: «Ποιος είσαι εσύ που θα κάνεις κριτική σε μένα; δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις!». Αλλά μόνο ψιθυρίζει, δεν φωνασκεί. Ο “μεγάλος” καλλιτέχνης πρέπει να φαίνεται σεμνός, όχι όμως και νά ’ναι. Για τους άλλους είναι ταπεινός για τον εαυτό του αλαζόνας κι υπερ-άνω πάσης κριτικής.
Tη ματαιοδοξία τους την τρέφουν με διεργασίες εσωτερικές χωρίς να προβαίνουν σε θεαματικές ενέργειες διάττοντα αστέρα, σε σπασμωδικές κι αγχώδεις κινήσεις πυροτεχνικού τύπου. Νοιώθουν ότι είναι «μεγάλοι» κι “αθάνατοι”, αίσθηση που τροφοδοτείται απ’ την κουφότητά τους κι απ’ το κενό τους. Και γι’ αυτό ακριβώς κλείνουν τ’ αφτιά τους στην κριτική. Δεν έχουν το βάρος μιας ζωής μεστής, γεμάτης από ουσίες και ποιότητες, δεν αντιτίθενται ποτέ, δεν παίρνουν θέση στην κριτική που τους γίνεται. Νιώθουν για τους εαυτούς τους καθετί μεγαλειώδες, καθετί μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση παρά μόνον απ’ τους ίδιους (που ποτέ δεν τ’ αμφισβητούν, τελικά).
Γίνεται φανερό ότι οι δύο παραπάνω στάσεις είναι μη αυθεντικές. Η άμετρη επιδίωξη για προβολή κι η με κάθε τρόπο αναγνώριση και καθιέρωση στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι προσανατολίζει τους συγγραφείς αυτούς στην υιοθέτηση όλων των πιθανών τρόπων που θα τους εξασφαλίσουν αυτή την αναγνώριση, αυτήν την καθιέρωση, αυτήν την προβολή με αποτέλεσμα να απομακρύνονται απ’ τη ουσιαστική διακονία της τέχνης τους. Κοινό χαρακτηριστικό τους η επικέντρωσή τους στις επιφάνειες και όχι στις ουσίες του έργου τους (όταν υπάρχουν κι αυτές). Είναι συνειδήσεις ειδικώς προσανατολισμένες είτε στην εκάστοτε κριτική είτε στο κενό τους και στον αυτοβαυκαλισμό, τον οφειλόμενο σε μία αίσθηση εαυτού ρηχή και άκριτη.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα